Σε ένα βιογραφικό-πολιτικό βιβλίο του για τον Καρλ Μαρξ, ο Η. Μπερλίν εξηγούσε ότι ήταν παροιμιώδης η αδιαφορία του Μαρξ για τα ηθικά επιχειρήματα. Απεχθανόταν τον συναισθηματισμό και τις ανθρωπιστικές εκκλήσεις, θεωρούσε πως υπέκρυπταν μια δειλή κατά βάθος απεύθυνση στην καλή καρδιά των αστών. Η στάση αυτή δεν ήταν ασύμβατη με το μίσος του απέναντι στην αδικία, απλώς θεωρούσε πως επρόκειτο για πρόβλημα πολιτικό, που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί πολιτικά, και όχι με την επίκληση της αστικής τιμιότητας.

Η στάση αυτή κληρονομείται και στο δικό μας ΚΚΕ, όπου οι ανακοινώσεις για τα σκάνδαλα πάντοτε ακροβατούν ανάμεσα στην καταγγελία, καθώς δεν μπορεί να μην καταδικάσει τη ληστεία, και την επίμονη υπενθύμιση πως τα μεγαλύτερα σκάνδαλα είναι τα νόμιμα. Οι φοροαπαλλαγές των εφοπλιστών, π.χ., είναι σκανδαλώδεις, αλλά δεν συνιστούν σκάνδαλο, είναι νόμιμες. Η συζήτηση έχει ενδιαφέρον, γιατί από μιαν άποψη μας υπενθυμίζει κάτι που όντως δεν πρέπει να λησμονηθεί: ότι τιμιότητα και δικαιοσύνη δεν είναι το ίδιο. Αν προσθέσουμε πως η κανονική κατάσταση της πολιτικής μας ήταν μέχρι σήμερα τα δύο (πρώην) μεγάλα κόμματα να μονοπωλούν την εκλογική ατζέντα μιλώντας μόνο για σκάνδαλα, ώστε να εναλλάσσονται στην εξουσία χωρίς να αμφισβητείται η ουσία της πολιτικής τους, αντιλαμβανόμαστε ότι η κατηγορία της «σκανδαλολογίας» δεν είναι ασύστατη.