του Κωνσταντίνου Πουλή

Μία φορά κι έναν καιρό, πριν από πάρα πολλά χρόνια, ίσως αιώνες, τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κόμμα της αντιπολίτευσης και είχε αυταπάτες, είχα γράψει ένα κείμενο για τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, στο οποίο το βασικό επιχείρημα ήταν πως το κόλπο του δικομματισμού είναι να παράγει διλήμματα-θρίλερ: να ισχυρίζεται πως αν εγώ έχω ατέλειες, ο αντίπαλος μου είναι ο διάολος ο ίδιος. Μπου ντουνιά τσαρκ φελέκ, όμως, ρόδα είναι ο κόσμος και γυρίζει, ακριβώς το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποιεί ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα. Και είναι εξίσου παραπλανητικό.

Η κεντρική επικοινωνιακή γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο μπαμπούλας του Κυριάκου. Ευλόγως, διότι ο Κυριάκος είναι πράγματι ό,τι πιο αχώνευτο έχουμε σε πολιτικό, μετά τον Ευάγγελο Βενιζέλο. Θα θέσω όμως το ίδιο ερώτημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ σάς ρωτάει: θέλετε να έρθει ο Κυριάκος; Και εγώ σας ρωτώ: θέλετε να ψηφίσετε ένα μνημονιακό κόμμα, επειδή ο άλλος είναι ακόμη χειρότερος;

Ο Αλέξης Τσίπρας είπε ότι θέλει να συγκρίνουμε τα προγράμματα των δύο κομμάτων. Είναι πολύ λογικό, είμαι σίγουρος ότι θα βγει κερδισμένος από τη σύγκριση. Αλλά από πότε είναι λογικό να ψηφίζουμε με αυτό το κριτήριο; Και όσοι το προωθούν, το έλεγαν και πριν το ’15 αυτό ή είναι από τα επιχειρήματα που αλλάζουν ανάλογα με τη θέση που βρίσκεται κανείς; Διότι υπάρχει το παράδειγμα του λεωφορείου, όπου κανείς πιστεύει ότι το λεωφορείο είναι ασφυκτικά γεμάτο αν βρίσκεται ήδη μέσα, αλλά πιστεύει ότι χωράει μερικούς ακόμα αν βρίσκεται έξω. Δεν είναι ζήτημα άποψης, είναι ζήτημα προοπτικής. Εις ό,τι με αφορά, το θεωρώ κάπως εξευτελιστικό να αλλάζει κανείς γνώμη επειδή μετακόμισαν τα συμφέροντά του.

Αν το επιχείρημα είναι πως  «εγώ είμαι χάλια αλλά ο άλλος είναι χειρότερος», είχαμε κι άλλους να μας τα πουν αυτά, τα λέγαν από παλιά.

Ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει τώρα τη “ρεαλιστική οπτική” στα πράγματα, που λέει ότι όποιος επιμένει στις ιδέες του και παραιτείται από τη διαχείριση της πολιτικής είναι δειλός. Ορίστε λοιπόν τι γράφει επ’ αυτού ο θιασώτης της ηθικής των συνεπειών, πολέμιος της αφηρημένης ιδεαλιστικής ηθικής του φρονήματος, ή της δεοντολογικής ηθικής, ο Μαξ Βέμπερ, στο βιβλίο που μας παρέδωσε σε καινούργια μετάφραση τώρα ο Κ. Κουτσουρέλης:

Πρώτα-πρώτα ενδιαφέρομαι να εκτιμήσω το μέτρο της ψυχικής σοβαρότητας που υποβαστάζει αυτή την ηθική του φρονήματος και έχω την εντύπωση ότι εννιά στις δέκα περιπτώσεις έχω να κάνω με κοκορόμυαλους που δεν νιώθουν πράγματι με τι τα βάζουν, αλλά παραδίδονται στη μέθη ρομαντικών εντυπώσεων. Αυτό ως άνθρωπο και δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα και ποσώς με συγκλονίζει. Απεναντίας με συγκλονίζει απροσμέτρητα ένας ώριμος άνθρωπος, ασχέτως του αν είναι μικρός ή μεγάλος στα χρόνια, που αισθανόμενος πραγματικά και ολόψυχα την ευθύνη για τις συνέπειες των πράξεών του και πράττοντας με βάση την ηθική της ευθύνης κάποια στιγμή θα πει: εδώ σταματώ. Αυτό πιστεύω, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Αυτή είναι μία στάση βαθιά ανθρώπινη που συγκινεί. Διότι μία τέτοια στιγμή μπορεί να προκύψει κάποια στιγμή στον κάθε έναν από εμάς αν δεν έχει απονεκρωθεί εσωτερικά. Στο μέτρο αυτό, η ηθική της ευθύνης και ηθική του φρονήματος δεν είναι οι απόλυτοι αντίποδες, και μόνον από κοινού συγκροτούν τον γνήσιο εκείνον άνθρωπο που είναι ικανός να ανταποκριθεί στο κάλεσμα της πολιτικής.

Αγαπητοί σύντροφοι του ΣΥΡΙΖΑ, εγώ δεν είχα πει «Άντε και γαμήσου σύντροφε Κουβέλη», για τον απλούστατο λόγο ότι είχα πάντοτε φίλους που έλεγαν ότι είναι μεν προοδευτικοί, αλλά δεν πίστευαν ότι είναι σοβαρή κουβέντα αυτή για το σκίσιμο των μνημονίων. Σεβόμουν την άποψη τους, φαντάζομαι ότι το ίδιο κάνετε κι εσείς τώρα, όσοι δεν έχετε τυφλωθεί από την κομματική μεροληψία. Λοιπόν κρατώ για μένα τον κανόνα της ευπρέπειας που με αποτρέπει από το να γράψω «Άντε και γαμήσου σύντροφε Τσίπρα», αλλά ζητώ από όσους μας καλούν να ψηφίσουμε τον Αλέξη Τσίπρα να αναρωτηθούν με πόση επιείκεια εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν πάντοτε τη δική τους καμπούρα, την ώρα που ήταν τόσο άτεγκτοι για την καμπούρα των άλλων.

Καθόμουν με έναν φίλο στο σαλόνι του σπιτιού του, όταν ήμουν μαθητής Λυκείου. Κάποια στιγμή εμφανίζεται στον τοίχο του η σκιά ενός λουλουδιού. Διαρκεί για λίγα δευτερόλεπτα και χάνεται, και προσπαθούμε να καταλάβουμε τι έχει συμβεί. Ο ήλιος χτυπούσε στο παρμπρίζ ενός αυτοκινήτου σε μια διπλανή αλάνα, που έστειλε το φως του στο παράθυρο του σπιτιού όπου βρισκόταν ένα γλαστράκι, κι έτσι ξαφνικά φωτίστηκε το δωμάτιο και δημιουργήθηκε αυτή η σκιά. Ο φίλος μου, άνθρωπος με ποιητικές καταβολές και ανησυχίες, μου είπε: «μόνο μία φορά». Να βρισκόμαστε εκεί την ώρα που ο ήλιος βρίσκει το παρμπρίζ του παρκαρισμένου αυτοκινήτου σε αυτήν ακριβώς τη γωνία ώστε η ακτίνα να πέφτει εκεί και να βρίσκει το λουλούδι στο περβάζι, θα γίνει μόνο μία φορά.

Κάπως έτσι ανέλυα την απώλεια της ιστορικής ευκαιρίας του ’15. Σαν μια ευκαιρία που προέκυψε από μια απίθανη συγκυρία που δεν μπορεί ποτέ να επιστρέψει. Έχει περάσει όμως μια ολόκληρη τετραετία πια, νομίζω ότι είναι καιρός να στερήσουμε από τον ΣΥΡΙΖΑ τη χαρά  να μας νουθετεί περί μονόδρομου και να κοιτάξουμε να ξαναμαζέψουμε τα κομμάτια μας για να ψελλίσουμε, όσο μπορούμε, τι θέλουμε. Με δυσκολίες, προγραμματικά κενά, άλματα στο κενό, αλλά με το υλικό με το οποίο είναι φτιαγμένη η πολιτική με κεφαλαίο Π: το πάθος της ουτοπίας. Κάθε άλλη διαχειριστική νουθεσία έρχεται από παλιά, είναι μεταμόρφωση του πασοκισμού, είτε φοράνε γραβάτα οι εκφραστές της είτε όχι.