Ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν είναι ένας στοχαστής, ο οποίος κατά το τελευταίο διάστημα της πανδημίας του κορονοϊού έχει πάει με εντυπωσιακό τρόπο ενάντια σε έναν κυρίαρχο και αυτονόητο τρόπο σκέψης με θάρρος ή και με θράσος. Όταν ενίοτε διαψεύδεται η αρχική του υποτίμηση της επιδημίας μπορεί να καλύπτεται υπό τη δικαιολογία ότι δεν είναι ένας ειδικός επιστήμονας, ώστε να κάνει υπολογισμούς για την επικινδυνότητα του ιού, αλλά από τη σκοπιά της δικής του σπουδής ασχολείται με το πώς συστήματα εξουσίας εκμεταλλεύονται ακόμη και φυσικά φαινόμενα για να εμπεδωθούν περαιτέρω.
Μια ενδιαφέρουσα έννοια στις πρόσφατες συνεντεύξεις του Τζόρτζιο Αγκάμπεν είναι αυτή της «αντικειμενικής συνωμοσίας», όταν δεν υπάρχει ένα αναγνωρίσιμο υποκείμενο, το οποίο καθοδηγεί την εξέλιξη της Ιστορίας, αλλά οι κυβερνήσεις της ασφάλειας έρχονται να εκμεταλλευτούν μια πληθώρα ετερόκλητων γεγονότων, ακόμη και βιολογικών, για να οδηγήσουν σε ένα από καιρό επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ο ρηξικέλευθος χαρακτήρας της σκέψης του θέτει υπό διερώτηση ακόμη και κάτι το θεωρούμενο ως εντελώς αυτονόητο, ήτοι γιατί έχουμε βάλει την υγεία ως το απόλυτο κριτήριο του πολιτισμού μας. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια πτώχευση σε σχέση με παλαιότερους πολιτισμούς, όπου μπορεί να υπήρχε ένα θρησκευτικό ή πολιτικό όραμα που προέβαλλε αξίες ανώτερες από τη γυμνή επιβίωση. Σήμερα, αντιθέτως, η επιβίωση θεωρείται ως αυτοσκοπός. Η Ιατρική ως μια συνολική τέχνη που αποτελεί την πραγματιστική εκδοχή της Βιολογίας έχει αντικαταστήσει την πρωτοκαθεδρία της Θεολογίας ως μιας συνολικής τέχνης που αποτελούσε τη σωτηριολογική εκδοχή της Φιλοσοφίας κατά τον Μεσαίωνα. Η υγεία από δικαίωμα γίνεται καθήκον υπευθυνότητας.
Η εξέλιξη αυτή παρουσιάζει πάντως μια αμφισημία. Θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως ένα κεκτημένο του πολιτισμού μας η αδιαπραγμάτευτη αξία του κάθε ανθρωπίνου προσώπου. Το μεγάλο δίλημμα που αντιμετώπισαν οι κοινωνίες και οι κυβερνήσεις ήταν κυρίως αυτό μεταξύ αφενός του κοινωνικού δαρβινισμού, κατά τον οποίο τα αφηρημένα οικονομικά κριτήρια θα υπερτερούσαν της αυταξίας της ανθρώπινης ζωής ακόμη και του αδύναμου, του ηλικιωμένου κ.ο.κ., και, αφετέρου, της αντίληψης ότι έχει αξία και η τελευταία ζωή, ακόμη και του υπερήλικα ή του ήδη ασθενούς με υποκείμενο νόσημα, για τους οποίους αξίζει να θυσιασθεί η οικονομία ή η ατομική ελευθερία. Ήταν εντυπωσιακό το γεγονός ότι χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο που επέλεξαν αρχικά τη λογική του κοινωνικού δαρβινισμού αναγκάστηκαν οιονεί αυτονόητα να ανακρούσουν πρύμναν και να ακολουθήσουν ως ταπεινωμένοι ουραγοί τις χώρες του lockdown. Βεβαίως, ζούμε τώρα και την αντίστροφη κίνηση: Οι χώρες του lockdown ξεμυτίζουν σιγά σιγά στον πειρασμό της έκθεσης των πληθυσμών στον ιό υπό το βάρος της οικονομικής κατάρρευσης. Το γεγονός πάντως παραμένει ότι το κατ’ εξοχήν αυτονόητο της συγκυρίας ήταν ότι οι χώρες της επίδοξης ανοσίας αγέλης ήταν αυτές που έχασαν το οιονεί «chicken game» και παραδέχτηκαν το άτοπο του κοινωνικού δαρβινισμού. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα συλλογικό πολιτισμικό κεκτημένο. Έχει παγκοσμιοποιηθεί σε όλον τον πλανήτη η αυταξία του κάθε ξεχωριστού ανθρώπινου προσώπου.
Παλαιότεροι ολοκληρωτισμοί θυσίαζαν τα επιμέρους άτομα για να πραγματωθεί ένα ευρύτερο όραμα και πρόταγμα, πολιτικό ή κοινωνικό. Ο σημερινός ολοκληρωτισμός της βιοπολιτικής εξουσίας κραδαίνει την απόλυτη σημασία και του τελευταίου ατόμου. Αν άλλοτε η μορφή του ολοκληρωτικού οραματιστή ήταν κάποιος με βέβαιη θετικιστική γνώση, όπως ο μαθηματικός, ο σχολαστικός θεολόγος που φιλοδοξούσε να αποδεικνύει τις αλήθειες με γεωμετρικό τρόπο ή ο φυσικός που στηριζόταν στη γειτνίασή του με τα μαθηματικά ή ο κοινωνιολόγος που περηφανευόταν για την αναγωγή του στη φυσική, σήμερα η «πατρική» μορφή είναι αυτή του γιατρού, του πλέον εμπειρικού επιστήμονα, ο οποίος κείται μεταξύ επιστήμης και τέχνης, και ο οποίος ως τέτοιος θεωρείτο ως ο διαφεύγων από τους ολοκληρωτισμούς του παρελθόντος, ακριβώς λόγω του εμπειρισμού και του πραγματισμού της σπουδής του. Σήμερα η κρατική εξουσία ερείδεται επί του πραγματισμού και του εμπειρισμού, υπηρετεί όμως την αυτοαναπαραγωγή της, εργαλειοποιώντας ακόμη και τα πολιτισμικά κεκτημένα. Το κράτος στηρίζεται πλέον στην αξία που έχει το κάθε πρόσωπο, απογυμνώνοντας, όμως, πλέον την αξία αυτή από έναν πολιτικό ορίζοντα και εγκλείοντάς την στην αναγόμενη σε πληροφορίες και ιχνηλατούμενη μοναχική ύπαρξη που μπορεί να ελεγχθεί λόγω του άγχους της επιβίωσης. Ο νέος ολοκληρωτισμός είναι πραγματιστικός και εμπειριστικός, μεταβάλλεται, αναπλάθεται, παλινωδεί, αλλά εξακολουθεί να κατισχύει.