Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά τα πολυσέλιδα και κατά κανόνα εγκωμιαστικά αφιερώματα του ελληνικού τύπου στον Μιχάλη Ράπτη όταν έφυγε, θα μείνει με την αίσθηση ότι ο Πάμπλο παρέμενε, την ημέρα του θανάτου του, ένας διάσημος άγνωστος. Όλοι ήξεραν κάποιο επεισόδιο μιας πολυτάραχης ζωής, στην υπηρεσία της Επανάστασης, όλοι είχαν κάποιο καλό λόγο να πουν. Αυτό όμως που το ελληνικό κοινό αγνοεί και σήμερα, ή μάλλον γνωρίζει πολύ αποσπασματικά, είναι το βάθος και η εξέλιξη του στοχαστή Μιχάλη Ράπτη. (‘Ένα πολύ σύντομο βιογραφικό του Μιχάλη Ράπτη παραθέτουμε στο τέλος του κειμένου).

Στις συνθήκες αυτές είναι αδύνατο να σχηματίσει κανείς μια ολοκληρωμένη εικόνα για την εξέλιξη της σκέψης και την ενότητα σκέψης και δράσης του Μιχάλη Ράπτη. Είναι επίσης αδύνατο να απαντήσει στο ερώτημα, πού οφείλεται η καταρχήν παράδοξη στην ευρύτητά της δημόσια επιτυχία και αναγνώριση, η καθιέρωση θα λέγαμε του παλιού Επαναστάτη. Πρόκειται άραγε για φόρο τιμής σε ένα ηρωικό παρελθόν, για την αντανάκλαση μιας χαρισματικής προσωπικότητας; Οφείλεται μήπως στο ότι ο παλιός τροτσκιστής έβαλε νερό στο κρασί του, ή, άραγε, επιβεβαιώνει ότι η ριζοσπαστική ματιά του Πάμπλο ανταποκρίνεται και σε ανάγκες του σήμερα;

Δεν μπορούμε να εξετάσουμε την εξέλιξη των ιδεών του Μιχάλη Ράπτη έξω από το ιστορικό περιβάλλον που τις διαμόρφωσε και στο οποίο, δέσποσε κυρίως η Οκτωβριανή Επανάσταση και το παράδειγμα των Μπολσεβίκων. Δεν μπορούμε επίσης να καταλάβουμε την εξέλιξη του στοχαστή, αν δεν πάρουμε υπόψη μας ότι ανήκει σε εκείνους τους διανοούμενους που, αλληλέγγυοι με το ρωσικό επαναστατικό παράδειγμα, έκαναν σκοπό της ζωής τους την κοινωνική αλλαγή. Για τον Ράπτη και τους ομοϊδεάτες του, η εξέλιξη του σοβιετικού πειράματος δεν ήταν ακαδημαϊκή ενασχόληση, αλλά υπόθεση ζωής.

Η Ρωσική Επανάσταση και το σοβιετικό καθεστώς θα περάσουν από πολλές φάσεις και θα αποτελέσουν όχι μόνο πηγή έμπνευσης, αλλά και πηγή τεράστιας απογοήτευσης για τους σκεπτόμενους κομμουνιστές. Απογοήτευση που θα γεννήσει δύο βασικούς τύπους αντίδρασης: οι μεν θα εγκαταλείψουν την πολιτική, αν δεν καταδικάσουν εκ των υστέρων την ίδια την Επανάσταση και το σοσιαλισμό, οι δε, θα βρουν κάποια δικαιολογία για να κλείσουν τα μάτια στη σοβιετική πραγματικότητα. 

 

Ο Στάλιν, ο Τρότσκι και το δράμα του σοβιετικού κομμουνισμού

 

Ο Ράπτης δεν ανήκει ούτε στη μία, ούτε στην άλλη κατηγορία. Συνδεόμενος με τους Αρχειομαρξιστές, γίνεται κοινωνός των ιδεών και των αναλύσεων του Λέοντα Τρότσκι, του σημαντικότερου από τους ηγέτες των Μπολσεβίκων, που θα αντιταχθεί στην εξέλιξη του σοβιετικού καθεστώτος μετά τον θάνατο του Λένιν, καταγγέλλοντας τη διαρκώς μεγαλύτερη απόκλιση ανάμεσα στις αρχικές επιδιώξεις της Επανάστασης και την πολιτική του Στάλιν.

Η μάχη των τροτσκιστών θα αποδειχθεί εξαιρετικά άνιση και θα τους οδηγήσει τελικά στην ήττα. Ο Τρότσκι αρχίζει με κρίσιμη καθυστέρηση, και αφού μεσολάβησε μια περίοδος ακατανόητης αδράνειας, τον αγώνα εναντίov της ανερχόμενης ήδη εξουσίας του Στάλιν, αγώνα στον οποίο τον έσπρωχνε μάταια, o βαριά άρρωστος Λένιν. Επιτρέπει έτσι στον δικτάτορα να σταθεροποιήσει την εξουσία του, αλλά και να οικειοποιηθεί το τεράστιο κύρος και την ακτινοβολία της επαναστατικής Ρωσίας σε όλο τον κόσμο. Η άνοδος του Στάλιν δεν έχει μόνο εσωτερικές συνέπειες – οδηγεί μεταξύ άλλων και στην ήττα του γερμανικού κομμουνισμού, που όπως φαίνεται εκ των υστέρων, σφραγίζει τον εικοστό αιώνα ίσως περισσότερο και από την ίδια την Οκτωβριανή Επανάσταση. Η νίκη του φασισμού στη Γερμανία θα κλείσει πρακτικά τη σοσιαλιστική προοπτική για την Ευρώπη του Εικοστού Αιώνα και θα στερήσει τη Σοβιετική Ρωσία από συμμάχους περισσότερο προοδευμένους και πολιτισμένους από την ίδια. Μεταξύ 1936 και 1939, η Ρωσία θα γνωρίσει τη Μεγάλη Τρομοκρατία, μια επανάληψη σε γιγαντιαία κλίμακα του ιστορικού παραδείγματος των Ιακωβίνων και της Γαλλικής Επανάστασης, που λέγεται ότι οι Μπολσεβίκοι ορκίστηκαν να αποφύγουν, πριν πάρουν την εξουσία.

Όποια γνώμη κι αν έχει κανείς για τον Τρότσκι και τις ιδέες του, και ανεξάρτητα από την τελική έκβαση του αγώνα του, δύο πράγματα μπορεί κανείς να του αναγνωρίσει. Το πρώτο είναι ότι έσωσε, κατά κάποιο τρόπο, την τιμή της Επανάστασης και των Μπολσεβίκων, αφού ήταν ένας από τους ελάχιστους συντρόφους του Λένιν που δεν υπετάγη στον ανερχόμενο σταλινισμό, όπως έκαναν για παράδειγμα o Μπουχάριν, ο Ζηνόβιεφ, ο Κάμενεφ και πολλοί άλλοι, που ομολόγησαν τα ανύπαρκτα εγκλήματά τους, προτού οδηγηθούν στο απόσπασμα. Το δεύτερο που πρέπει κανείς να αναγνωρίσει στον Τρότσκι είναι η προσπάθειά του να εφαρμόσει τον μαρξισμό, τη θεωρία που ενέπνευσε την Επανάσταση, για να ερμηνεύσει την ίδια την εξέλιξή της.

 

Εργατικό ή γραφειοκρατικό κράτος;

 

Το θεωρητικό πλαίσιο που επεξεργάζεται ο Τρότσκι, στο φως της εξέλιξης του σοβιετικού πειράματος, αποδίδει κεντρική σημασία στο ρόλο της γραφειοκρατίας, ιδιαίτερου κοινωνικού στρώματος που αναπτύσσεται στο έδαφος της κρατικοποιημένης ιδιοκτησίας και σε συνθήκες κατάπνιξης της δημοκρατίας στο εσωτερικό όχι μόνο των Σοβιέτ, αλλά και του ίδιου του Κόμματος. 

Ο Τρότσκι, από ένα σημείο και πέρα, θεωρεί ότι o εκφυλισμός του σοβιετικού κράτους, που ονομάζει γραφειοκρατικά εκφυλισμένο εργατικό κράτος, έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο που θα χρειαζόταν μια δεύτερη Επανάσταση για να ξαναβάλει τη Ρωσία στο δρόμο του σοσιαλισμού. Μια Επανάσταση πολιτική και όχι κοινωνική, με την έννοια ότι θα ανατρέψει την πολιτική δομή, όχι όμως και τις κοινωνικές βάσεις του σοβιετικού καθεστώτος. Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Τρότσκι πιστεύει ότι οι επαναστάτες, ασυμβίβαστοι απέναντι στο σταλινικό καθεστώς, πρέπει ταυτόχρονα να υπερασπίζονται ενάντια στον παγκόσμιο καπιταλισμό ότι απομένει από την κληρονομιά του Οκτώβρη και που είναι, κατά την άποψή του, η εθνικοποιημένη και σχεδιασμένη οικονομία.

Οι μαρξιστές δεν είχαν αντιμετωπίσει μέχρι τότε τα πρακτικά και θεωρητικά προβλήματα της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Η προβληματική του Τρότσκι για την γραφειοκρατία, για την ανάγκη ελεύθερης λειτουργίας τάσεων στο εσωτερικό του επαναστατικού Κόμματος, όπως συνέβαινε με τους Μπολσεβίκους μέχρι το 1922, για την ανάγκη του πολυκομματισμού στα πλαίσια του σοβιετικού καθεστώτος και επίσης για την ανάγκη προσφυγής στις μεθόδους της αγοράς για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα, είναι μια προβληματική πολύ περισσότερο προχωρημένη από οτιδήποτε γράφτηκε μέχρι την εποχή του, αλλά και από πολλές μεταγενέστερες επεξεργασίες, όπως αίφνης αυτές του ευρωκομμουνισμού.

Αυτό είναι το θεωρητικό πλαίσιο που o Μιχάλης Ράπτης κληρονομεί από τον δάσκαλό του όταν αρχίζει να παίζει ηγετικό ρόλο στο ευρωπαϊκό τροτσκιστικό κίνημα. Θα τον δούμε να το υπερασπίζεται, να το εμπλουτίζει και να το αναθεωρεί, τουλάχιστο μερικά, όταν δεν μπορεί πια να ερμηνεύσει επαρκώς την πραγματικότητα. Θα γυρίσει συχνά στην εμπειρία των Μπολσεβίκων και στις κριτικές που τους απηύθυνε η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Στη διάρκεια αυτής της διαδρομής, που δεν γίνεται μόνο στο μυαλό του, αλλά σε αλληλεπίδραση με το επαναστατικό γίγνεσθαι, o Πάμπλο θα αντιμετωπίσει με ιδιαίτερο σεβασμό το έργο του δασκάλου του, ακόμα και όταν διαφωνεί, μετεξελισσόμενος o ίδιος από τροτσκιστή σε επαναστάτη μαρξιστή, αν όχι κριτικό ουτοπιστή. Μια μετεξέλιξη άλλωστε διαλεκτική, όπου η μεταγενέστερη ιδιότητα δεν καταργεί, αλλά γενικεύει την προηγούμενη. Ο Ράπτης δεν φοβάται να καινοτομήσει – γνωρίζει όμως ότι η ουσιαστική καινοτομία έχει ως προϋποθέσεις την αυστηρή διανοητική πειθαρχία, την κριτική αφομοίωση ολόκληρης της παράδοσης και του παρελθόντος και τη δοκιμασία στην πράξη. Είναι αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά που θα κάνουν την εξέλιξη των ιδεών ενδιαφέρουσα, τόσο ως προς τα συγκεκριμένα συμπεράσματα που θα καταλήξει, όσο και ως προς τη μέθοδο που θα χρησιμοποιήσει.

Ηγέτης της Τετάρτης Διεθνούς από το 1943, o Πάμπλο θα αντιμετωπίσει καταρχήν και θα προσπαθήσει να απαντήσει στο πρόβλημα που θέτει η διάψευση των πολιτικών προοπτικών και προβλέψεων που οδήγησαν τον Τρότσκι στην Ιδέα της δημιουργίας μιας νέας Διεθνούς. Ο Ρώσος επαναστάτης ήταν ίσως o μόνος πολιτικός του μεσοπολέμου που προέβλεψε πολύ νωρίς και ορθά το αναπόφευκτο της γερμανικής επίθεσης κατά της Ρωσίας. Όχι γιατί ήταν μάντης, αλλά γιατί καταλάβαινε καλά το ασυμβίβαστο ανάμεσα στο σοβιετικό καθεστώς και το καπιταλιστικό του περιβάλλον. Το ιστορικό αυτό δίλημμα, υποστήριζε, θα λυθεί τελικά είτε με την επέκταση της παγκόσμιας επανάστασης, είτε με τον θρίαμβο του καπιταλισμού στη Ρωσία. Στα τελευταία μάλιστα άρθρα του υπογραμμίζει ότι η σοβιετική γραφειοκρατία, με τις θέσεις που διαθέτει στην οικονομία και το κράτος, είναι σε μια πολύ καλή αρχική θέση για να μεταβληθεί η ίδια σε ιδιοκτήτρια τάξη.

Οι προβλέψεις αυτές δικαιώθηκαν πανηγυρικά, μόνο που αυτό έγινε σε χρονικά πλαίσια τελείως διαφορετικά από αυτά που έθετε ο ίδιος ο Τρότσκι. Ο Ρώσος μαρξιστής δεν πιστεύει ότι το σταλινικό καθεστώς θα βγει αλώβητο από τον πόλεμο που έρχεται, πόλεμο που πιστεύει ότι, κατ’ αναλογίαν με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο θα οδηγήσει στην έκρηξη νέων επαναστάσεων, θέτοντας την ανθρωπότητα προ του άμεσου διλήμματος σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα.

 

Σταθεροποιούνται καπιταλισμός και σταλινισμός

 

Η ιστορία θα ακολουθήσει πιο περίπλοκη πορεία. Το σταλινικό καθεστώς θα βγει ενισχυμένο από τον πόλεμο. Επαναστάσεις θα ξεσπάσουν στην Κίνα και τη Γιουγκοσλαβία, υπό την ηγεσία Κομμουνιστικών Κομμάτων που διατηρούν μια αυτοτέλεια σε σχέση με τη Μόσχα. Αλλά το Κρεμλίνο εξακολουθεί να επηρεάζει αποφασιστικά τον μεγάλο όγκο των επαναστατικών δυνάμεων που καταλύει ο πόλεμος. Η Μόσχα θα διαπραγματευθεί με τους συμμάχους της μια σφαίρα επιρροής που αφήνει έξω από τις επαναστατικές ζυμώσεις τις μητροπόλεις του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Παρά τους αγώνες των αποικιών και τις απώλειες στον Τρίτο Κόσμο, ο καπιταλισμός στις μητροπόλεις όχι μόνο θα σταθεροποιηθεί, αλλά θα οδηγήσει τελικά και στη μεγαλύτερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που γνώρισε η Ιστορία.

Αντιμέτωπος με ένα πραγματικό πλαίσιο που δεν ταιριάζει στις αρχικές υποθέσεις, ο Πάμπλο αναθεωρεί δραματικά το 1951 τα χρονικά περιθώρια μέσα στα οποία οι μαρξιστές, επηρεασμένοι από την οξύτητα της κρίσης του καπιταλισμού μεταξύ 1914 και 1949, αλλά ίσως και από τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής, περιμένουν συνήθως την υλοποίηση του απελευθερωτικού οράματος. Ο Ράπτης κάνει λόγο για αιώνες που μεσολαβούν μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού και διαμορφώνει την τακτική του sui generis εισοδισμού σε μια προσπάθεια να αναγκάσει το κίνημά του να παρακολουθήσει κάπως την πραγματική κίνηση της Ιστορίας. Στην πορεία θα εγκαταλείψει και τα πολύ στενά σχήματα της Τετάρτης Διεθνούς.

Από τα ελάχιστα στελέχη του προπολεμικού τροτσκισμού που θα επιβιώσουν του πολέμου, ο Πάμπλο είναι ένας από τους ελάχιστους μεταπολεμικούς τροτσκιστές που διαθέτουν σοβαρή θεωρητική κατάρτιση και πρακτική εμπειρία συμμετοχής σε πολιτικο-συνδικαλιστικούς αγώνες, συχνά σε συνθήκες παρανομίας. Η συμβολή του είναι καταλυτική για να αποκτήσει κάποια σοβαρότητα η μεταπολεμική ανασυγκρότηση του ευρωπαϊκού τροτσκισμού, που η μακρά απομόνωσή του, ο απηνής διωγμός του σε ανατολή και δύση και η εξόντωση των κυριότερων ηγετών του, του έχουν προσδώσει έντονα χαρακτηριστικά εσωστρέφειας, δογματισμού και σεχταρισμού.

Επιπλέον, ο Πάμπλο διακρίνεται για το πολιτικό του χάρισμα. Καταλαβαίνει ότι η πολιτική, και η επαναστατική πολιτική, είναι περισσότερο τέχνη και λιγότερο επιστήμη. Διαθέτει ένα ρεαλισμό που είναι ουσιώδες εν ανεπαρκεία στους ενθουσιώδεις οπαδούς του Τρότσκι. Συχνά, αποφεύγει τη σχολαστικότητα, καινοτομεί καμμιά φορά μέσω της ορολογίας, προσπαθώντας να αποφύγει τα πολύ κλασικά μαρξιστικά σχήματα, που, παρά την κομψότητά τους, έχουν συχνά το μειονέκτημα να κλείνουν, αντί να ανοίγουν τη συζήτηση. Επιτρέπει έτσι μια πιο άνετη πρόσληψη του καινούριου, που, συνυπάρχοντας για ένα διάστημα με τα παλιά σχήματα, επιτρέπει στους ανθρώπους να χωνέψουν την πραγματική του σημασία, είτε συμβιβάζοντας τελικά τα σχήματα με τη νέα πραγματικότητα, είτε εγκαταλείποντάς τα. Συχνά, αυτή η μέθοδος της ελεγχόμενης αβεβαιότητας, τόσο οικεία στις πειραματικές θετικές επιστήμες, προκαλεί κάποια αμηχανία των συντρόφων του, αν όχι και κατηγορίες για ρεβιζιονισμό. Αν όμως έχει κάτι διδαχθεί o Πάμπλο από τα λάθη των προηγούμενων μαρξιστών, είναι ακριβώς να αποφεύγει τα κλειστά συστήματα.

Όπως γράφει ο ίδιος σε ένα κείμενό του για τον Τρότσκι και την Λούξεμπουργκ, όλοι οι μεγάλοι επαναστάτες μαρξιστές είχαν μια ισχυρή παρόρμηση να διαγράψουν προοπτικές που κάλυπταν μια ολόκληρη περίοδο και να καταλήξουν σε οριστικά συμπεράσματα για συγκεκριμένα θέματα. Όταν το κάνεις αυτό, τονίζει ο Πάμπλο, διατρέχεις τον κίνδυνο να καταλήξεις σε κλειστά συστήματα. Και δίνει σαν παραδείγματα το “Κεφάλαιο” του Μαρξ, το “Τι να κάνουμε” του Λένιν, τον “Απολογισμό και Προοπτικές” του Τρότσκι και τη “Συσσώρευση του Κεφαλαίου” της Ρόζας Λούξεμπουργκ.

Στο βιβλίο του “Ο Πόλεμος που έρχεται”, που έγραψε το 1952, ο Πάμπλο επεκτείνει την ανάλυση του Τρότσκι για τη Σοβιετική Ένωση στα νέα μη καπιταλιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Υπογραμμίζει τον προοδευτικό χαρακτήρα των νέων σχέσεων ιδιοκτησίας, που επιτρέπουν την εκβιομηχάνισή αυτών των χωρών και μια πολύ γρήγορη ανάπτυξη των παραγωγικών τους δυνάμεων. Ταυτόχρονα όμως επισημαίνει ότι τα νέα καθεστώτα βρίσκονται σε διαρκή σχεδόν κρίση, που εκδηλώνεται στις σχέσεις τους με την εργατική και αγροτική τάξη και στις σχέσεις τους με το Κρεμλίνο. Μια διάγνωση που θα επιβεβαιωθεί θεαματικά με την σινο-σοβιετική διαμάχη που θα ξεσπάσει σε λίγα χρόνια και τα τρία επαναστατικά κύματα που θα συγκλονίσουν την Ανατολική Ευρώπη το 1956, το 1968 και το 1980.

 

Αυτοδιαχείριση και μετάβαση στο σοσιαλισμό

 

Κυρίως όμως, είναι το παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας και της αυτοδιαχείρισης, αλλά και o ρεφορμισμός τύπου Τίτο, Γκομούλκα και Χρουστσώφ, που θα τραβήξουν το ενδιαφέρον του Πάμπλο, που αντιλαμβάνεται αυτές τις προσπάθειες ως αποτέλεσμα συνειδητοποίησης από μερίδα της σταλινικής ηγεσίας της ανάγκης να συμμετάσχουν πιο ενεργά οι εργαζόμενοι στην παραγωγική διαδικασία. Τα νέα καθεστώτα, που εγκαθιδρύονται στην Ανατολική Ευρώπη, την Κίνα και αργότερα τον τρίτο κόσμο, είναι επηρεασμένα καταθλιπτικά από το σοβιετικό υπερσυγκεντρωτικό και γραφειοκρατικό μοντέλο. Οι πιο καινοτόμοι και ανεξάρτητοι, οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές του Τίτο, εισάγουν μεν την αυτοδιαχείριση, την αντιμετωπίζουν όμως αποκλειστικά ως μέθοδο οικονομικής διαχείρισης, κρατώντας για την κομματική ηγεσία το πρακτικό μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας.

Δεν είναι οι υπερβολές της αυτοδιαχείρισης που προκαλούν τις δυσκολίες του γιουγκοσλαβικού συστήματος, αλλά τα γραφειοκρατικά, συγκεντρωτικά εμπόδια που εμποδίζουν τη διάχυση της αυτοδιαχείρισης σε όλα τα επίπεδα, γράφει o Πάμπλο σε ένα κείμενο τού 1953. Είναι σαφές, γράφει, ότι μια κοινωνία αληθινής άμεσης δημοκρατίας θα μπορούσε εύκολα, (πολύ ευκολότερα από όσο οι γραφειοκρατικοί συγκεντρωτικοί θεσμοί) να διορθώσει οποιαδήποτε ιδιαίτερη “υπερβολή” ή αντικοινωνικές οικονομικές τάσεις.

Τριάντα χρόνια πριν από τον ευρωκομμουνισμό, και αφού εξετάσει κριτικά τις ιδέες των Μπολσεβ κων και της Ρόζας Λούξεμπουργκ, ο Πάμπλο υπογραμμίζει ότι το νόημα της δικτατορίας του προλεταριάτου, στην αρχική της σύλληψη, είναι μια δημοκρατία πιο διευρυμένη από την αστική, που διευκολύνει τον μαρασμό και όχι την ενίσχυση του κράτους. Αν οι επαναστάτες θέλουν να κρατήσουν ανοιχτό το δρόμο του σοσιαλισμού, τότε θα πρέπει το πολιτικό καθεστώς που θα εγκαθιδρύσουν να διακρίνεται από τέσσερα χαρακτηριστικά: 1) την ύπαρξη αντιπροσωπευτικών οργάνων των μαζών, ικανών να ασκήσουν άμεσα τον έλεγχό τους έως την πραγματική κορυφή της εξουσίας. 2) τη νομιμοποίηση όλων των σοβιετικών κομμάτων. 3) ένα αληθινό καθεστώς δημοκρατικού συγκεντρωτισμού στο επαναστατικό κόμμα. 4) την αυτονομία των συνδικάτων απέναντι στο κράτος και τα κόμματα.

Από τα χαρακτηριστικά αυτά, το πιο σημαντικό για τον Πάμπλο είναι η δυνατότητα του σοβιετικού πολυκομματισμού. Μόνο αυτή προσδίδει στην προλεταριακή δημοκρατία την ουσιαστική της έννοια και την αποτελεσματικότητά της, υποστηρίζει, υπογραμμίζοντας τρεις βασικούς θεωρητικούς λόγους για την αποδοχή του πολυκομματισμού

την έλλειψη ομοιογένειας, σε κάθε δεδομένη στιγμή, της εργατικής τάξης και της συνείδησής της

τον απρόβλεπτο, αβέβαιο χαρακτήρα της πορείας προς τον σοσιαλισμό, μιας πορείας χωρίς ιστορικό προηγούμενο, που έχει ανάγκη από διαρκή έλεγχο και διορθώσεις

και τέλος, το γεγονός ότι αν δώσει κανείς μόνο σε μια μερίδα της τάξης τη δυνατότητα πολιτικής οργάνωσης, μέσω του ενός και μόνου επαναστατικού κόμματος, η ταξική δικτατορία εκφυλίζεται μοιραία σε μια γιακωβίνικη δικτατορία. Το υπόλοιπο της εργατικής τάξης, δεν μπορεί να εκφράσει και να υπερασπίσει τα συμφέροντά του με τρόπο συνεκτικό, δηλαδή πολιτικό, ή τα εκφράζει τελικά εναντίον του επαναστατικού κόμματος.

Στο διεθνές περιβάλλον του 1953, που χαρακτηρίζεται από την επέκταση της Επανάστασης στην Κίνα και την Ευρώπη, και την ακτινοβολία της στον υπόλοιπο κόσμο, o Πάμπλο βρίσκει ότι οι Γιουγκοσλάβοι ηγέτες έχουν πολύ λιγότερες δικαιολογίες από τους Μπολσεβίκους του 1918 να μην προχωρούν προς ένα παρόμοιο πολιτικό καθεστώς.

Ήδη όμως, στο φως της γιουγκοσλαβικής εμπειρίας και του δρόμου που παίρνουν τα ανατολικά κράτη, ωριμάζει σταδιακά στο μυαλό του Πάμπλο μια καινούρια ιδέα που θα αποτελέσει τομή σε σχέση και με τις αντιλήψεις του Τρότσκι και θα επιτρέψει στον Πάμπλο, σε συνδυασμό με τη μεγάλη εμπειρία της Αλγερινής επανάστασης, να καταλήξει σε μια νέα, πιο ολοκληρωμένη και λιγότερο οικονομιστική προσέγγιση του προβλήματος της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Ο Πάμπλο αναγνωρίζει σταδιακά ότι δεν αρκεί το κριτήριο των παραγωγικών σχέσεων και της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων για να χαρακτηρίσει ένα καθεστώς μετάβασης στον σοσιαλισμό. Ακόμα μεγαλύτερη σημασία από τις νομικές σχέσεις ιδιοκτησίας, αποκτούν οι πραγματικές σχέσεις διαχείρισης αυτής της ιδιοκτησίας. Η εθνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής είναι αναγκαία, όχι όμως και ικανή προϋπόθεση για τη μετάβαση στον σοσιαλισμό. Για να μείνει ανοιχτός o δρόμος της σοσιαλιστικής μετάβασης χρειάζεται η κοινωνικοποίηση και όχι η απλή κρατικοποίηση της ιδιοκτησίας. Το εργαλείο αυτής της κοινωνικοποίησης είναι για τον Ράπτη η αυτοδιαχείριση, που θα προσπαθήσει να την εφαρμόσει πρακτικά στην Αλγερία και τη Χιλή και θα φτάσει τελικά να την ορίσει ως το μοναδικό, αποκλειστικό περιεχόμενο του σοσιαλισμού.

Τα ίδια τα πρακτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η επαναστατική εξουσία στην Αλγερία οδηγούν τον Μιχάλη Ράπτη σε μια λεπτομερή και συστηματική κριτική του μοντέλου της γραφειοκρατικής διαχείρισης, που επηρέασε αποφασιστικά όλες τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και πολλές του τρίτου κόσμου. Ταυτόχρονα επιχειρεί να διαμορφώσει μια δυναμική αντίληψη του σχεδιασμού και της σύνδεσής του με την αυτοδιαχείριση. Ο Πάμπλο θα υπογραμμίσει ακόμα ότι η “επέκταση κατά τρόπο ασύνετο των εθνικοποιήσεων στις μικρές επιχειρήσεις και ακόμα σε μερικούς τομείς της μικρής και μεσαίας βιομηχανίας πρέπει αρχικά να αποφεύγεται”. Δεν είναι δυνατή η διοικητική κατάργηση του χρήματος, του νόμου της αξίας, ή των εμπορευματικών σχέσεων στην ολότητά τους, όπως δεν είναι δυνατό να αγνοηθεί εντελώς η παγκόσμια αγορά και το κόστος της παραγωγής για την αγορά αυτή, υποστηρίζει ο Πάμπλο, που υπενθυμίζει ότι ο Τρότσκι, ιδίως στην “Προδομένη Επανάσταση”, φτάνει ήδη στο συμπέρασμα ότι η Νέα Οικονομική ,Πολιτική δεν αποτελεί μια συγκυριακή τακτική υποχώρηση, αλλά είναι η αναγκαία οικονομική πολιτική της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, σε εθνικό πλαίσιο και προτού η Επανάσταση αποκτήσει μια επαρκή διεθνή βάση. Σε ένα κείμενό του, το 1964, διακηρύσσει ότι η πραγματική σημασία του σοσιαλισμού, δεν είναι μόνο η κοινωνικοποίηση της ιδιοκτησίας, αλλά επίσης της διαχείρισής της, όπως και της διαχείρισης του κράτους στο σύνολό του”. Τελικά, υποστηρίζει ότι η αυτοδιαχείριση είναι το μοναδικό, αποκλειστικό περιεχόμενο του σοσιαλισμού.

Οι ιδέες της αυτοδιαχείρισης και της άμεσης δημοκρατίας είναι πολύ παλιότερες από τον Πάμπλο. Αυτός όμως είναι ο πρώτος μαρξιστής που προσπαθεί να τις συνθέσει και θεωρητικά με μια παράδοση περισσότερο λενινιστική, που, παρά τα άλλα μειονεκτήματά της, έχει το προσόν να είναι καλύτερα προσανατολισμένη στις ενίοτε σκληρές πραγματικότητες της πάλης για την εξουσία. Στη Γιουγκοσλαβία και, ακόμα λιγότερο, στην Αλγερία, δεν υπήρχαν πολλές προϋποθέσεις για την επιτυχία ενός αυτοδιαχειριστικού πειράματος. Ήδη όμως, o Μάης του 1968 και, ακόμα περισσότερο, η πολωνική επανάσταση του 1980, αναδεικνύουν τις αυτοδιαχειριστικές προσδοκίες των νέων στρωμάτων εργαζομένων στις βιομηχανικές χώρες.

Η ιδέα της αυτοδιαχείρισης θα επηρεάσει σημαντικά και θα βρεθεί στο επίκεντρο των αναζητήσεων της ευρωπαϊκής και όχι μόνο πολιτικής και συνδικαλιστικής αριστερός, έως ότου η αντεπίθεση των νεοφιλελεύθερων δυνάμεων, που εκδηλώνεται στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ανακόψει τις προόδους της ή την οδηγήσει σε συνθηκολόγηση, όπως συνέβη ιδίως με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Σε ότι αφορά την Ελλάδα, οι Ιδέες της κοινωνικοποίησης και της αυτοδιαχείρισης βρίσκουν απήχηση στο πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ και, σύμφωνα με αρκετές μαρτυρίες που σήμερα διαθέτουμε, η στενή επαφή που ανέπτυξαν, στη διάρκεια της χούντας, ο Μιχάλης Ράπτης και ο Ανδρέας Παπανδρέου, έπαιξε ασφαλώς το ρόλο της. Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι, τουλάχιστο το καλοκαίρι του 1974, ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ είχε αποδεχθεί και την δυνατότητα λειτουργίας τάσεων στο εσωτερικό του Κινήματός του.

 

Οι συζητήσεις για την ΕΣΣΔ

 

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 ο Πάμπλο εγκαταλείπει και τυπικά θα λέγαμε την κλασική τροτσκιστική προσέγγιση στο ζήτημα των μη καπιταλιστικών κρατών, επικρίνοντας το φετίχ, όπως το αποκαλεί, της κρατικής σχεδιασμένης οικονομίας και απορρίπτοντας τον ορισμό των κρατών αυτών ως γραφειοκρατικά εκφυλισμένων εργατικών κρατών. Προτιμά τον όρο “γραφειοκρατικά κράτη”. Η αλλαγή αυτή αντανακλά αφενός την παρατεινόμενη διάρκεια και σχετική σταθερότητα του γραφειοκρατικού φαινομένου, αφετέρου την πολύ σαφέστερη πια ιδέα που έχει ο ίδιος ο Πάμπλο για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό και για το περιεχόμενό του.

Για να χαρακτηρίσουμε ένα κράτος ως εργατικό, υποστηρίζει ο Πάμπλο, στο κείμενό του 1974 με τον τίτλο “Μια επανεκτίμηση της σοβιετικής γραφειοκρατίας”, δεν μπορούμε να πάρουμε υπόψη μας μόνο τον χαρακτήρα των παραγωγικών σχέσεων και της ιδιοκτησίας. Η Ιδέα της κρατικής σχεδιασμένης οικονομίας, με μόνο κριτήριο την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της παραγωγικότητας, έχει δείξει τα όριά της. Χρειάζεται να εξετάσουμε τις πραγματικές σχέσεις των ανθρώπων ως παραγωγών και εργαζόμενων με αυτές τις παραγωγικές σχέσεις. Εξ ου η σημασία της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, δηλαδή του συνδυασμού της συλλογικής ιδιοκτησίας και της δημοκρατικής διαχείρισης αυτής της ιδιοκτησίας από τους ίδιους τους εργαζόμενους. Τα κράτη με κρατική ιδιοκτησία μπορούν να ακολουθήσουν δύο δρόμους: είτε να γίνουν τα κράτη της γραφειοκρατίας που διαχειρίζεται, προς ίδιον όφελός, τη συλλογική ιδιοκτησία, είτε να γίνουν τα κράτη των συνεταιρισμένων εργαζομένων, που αφήνουν ανοιχτό το δρόμο στο σοσιαλισμό.

Μιλώντας για την ειδικότερη περίπτωση της Σοβιετικής Ένωσης, ο Πάμπλο υπογραμμίζει ότι η γραφειοκρατία, που διαμορφώθηκε στη δεκαετία του 1920, θεσμοποιήθηκε στη δεκαετία του 1930 μέσω της μαζικής, χωρίς κανένα οίκτο, τρομοκρατίας κάθε αντιπολίτευσης. Αυτή η γραφειοκρατία, σημειώνει, διαφέρει από το προλεταριάτο όσο διαφέρει και η αστική τάξη και, στην πραγματικότητα, η γραφειοκρατία είναι πιο κοντά στην αστική τάξη, από την άποψη των υλικών προνομίων, της εξουσίας, της νοοτροπίας, των ηθών και των προσδοκιών της. Για να εγκαθιδρυθεί λοιπόν στη σοβιετική περίπτωση ένα καθεστώς αυτοδιαχειριζόμενου σοσιαλισμού χρειάζεται μια επανάσταση που πρακτικά δεν θα διαφέρει από μια κοινωνική επανάσταση. Παρόλα αυτά, υπογραμμίζει ο Πάμπλο, ο γραφειοκρατικός σοσιαλισμός σοβιετικού τύπου, που μερικές φορές τον ονομάζει “νεοασιατικό σύστημα παραγωγής”, διατηρώντας ένα μίνιμουμ υλικό επίπεδο και μια σταθερή απασχόληση εξακολουθεί, υπό ορισμένες συνθήκες, να αποτελεί πόλο έλξης των πεινασμένων και απειλουμένων μαζών του Τρίτου Κόσμου, επιτρέποντάς τους μια πρώτη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και εμφανιζόμενος έτσι ως ένα ιστορικά αναγκαίο στάδιο.

Αλλά δεν πρόκειται μόνο για το ότι τα γραφειοκρατικά κράτη κλείνουν το δρόμο του σοσιαλισμού. Έχουν όλο και μεγαλύτερη δυσκολία να παρακολουθήσουν τον καπιταλισμό στην επιτυχή εφαρμογή της επιστήμης και της τεχνολογίας στην παραγωγή, που αποτελεί το θεμέλιο των νέων παραγωγικών δυνάμεων που αναπτύσσονται μετά τον πόλεμο. Αυτές οι νέες παραγωγικές δυνάμεις έχουν την εγγενή τάση, υπογραμμίζει ο Πάμπλο, να οδηγούν σε ένα ανώτερο πολιτιστικό επίπεδο των εργαζομένων και στον εκδημοκρατισμό της κοινωνικοποιημένης εργασίας. Με την εκτεταμένη κρατικοποίηση, οι χώρες που ανατρέπουν τον καπιταλισμό πραγματοποιούν μια γρήγορη εκβιομηχάνιση και επέκταση των οικονομιών τους. Όταν όμως χρειάζεται τα κράτη αυτά να περάσουν σε εντατική ανάπτυξη της οικονομίας, με τη χρήση της επιστήμης και της τεχνολογίας στην παραγωγή, η παντοδύναμη γραφειοκρατία που έχει ήδη σχηματισθεί συνιστά ένα σχετικό φρένο στην περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και ένα απόλυτο φρένο στον ισορροπημένο χαρακτήρα αυτής της ανάπτυξης.

Εκπλήσσεται κανείς όταν διαβάζει σήμερα το άρθρο του Πάμπλο για την «Αυτοδιαχείριση και το Σχέδιο». Δημοσιεύτηκε το 1965, σε μια εποχή που η σοβιετική οικονομία, παρά τα προβλήματά της, έμοιαζε στους περισσότερους παρατηρητές υπόδειγμα δυναμισμού και, οπωσδήποτε, ένα μοντέλο αξιοζήλευτο για τον Τρίτο Κόσμο. Ούτε και ο ίδιος ο συγγραφές δεν θα μπορούσε ίσως να συνειδητοποιήσει, την εποχή που το έγραφε, πόσο δραματικά ακριβής θα απεδεικνύετο, όχι μόνο στην περίπτωση των «σοσιαλισμών» του Τρίτου Κόσμου, αλλά και στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, η περιγραφή του για τις αρνητικές συνέπειες του γραφειοκρατικού μοντέλου ανάπτυξης. «Με μια οικονομία σε επέκταση», γράφει ο Πάμπλο, «είναι δυνατό να φτιάξει κανείς ένα σχέδιο που δεν θα πάρει υπόψη του την ποιότητα και το κόστος της παραγωγής, την απόδοση των επενδύσεων και τις ανάγκες των καταναλωτών. Αυτό μπορεί να έχει επιτυχία, μόνο όμως θυσιάζοντας μια ισόρροπη ανάπτυξη της οικονομίας και του επιπέδου ζωής των εργαζομένων… Απομονώνοντας τεχνητά ένα καθεστώς από την παγκόσμια αγορά, μέσω της συγκεντρωτικής γραφειοκρατικής σχεδιοποίησης, μπορεί κανείς να δημιουργήσει την αυταπάτη ότι οικοδομεί τον σοσιαλισμό, χωρίς να έχει το κουράγιο να συγκρίνει το κόστος και την ποιότητα της σχεδιασμένης και της καπιταλιστικής παραγωγής. Μακροχρόνια, το πείραμα δεν μπορεί να διατηρηθεί και θέτει σε μόνιμο κίνδυνο την ίδια την ύπραξη του κοινωνικού καθεστώτος».

Στο κείμενό του για την επανεκτίμηση της σοβιετικής γραφειοκρατίας, ο Πάμπλο θεωρεί ασήμαντες τις εσωτερικές παλινορθωτικές τάσεις στη Σοβιετική Ένωση, και χωρίς άμεσο πολιτικό περιεχόμενο το σύνθημα της άνευ όρων υπεράσπισής της. Στο υποθετικό πάντως ενδεχόμενο μιας τέτοιας καπιταλιστικής παλινόρθωσης, θα υποστηρίζαμε τη Σοβιετική Ένωση, τονίζει ο Πάμπλο, όχι γιατί είναι εργατικό κράτος, αλλά γιατί ο καπιταλισμός θα οδηγούσε στην αποσύνθεση της χώρας και στη φτώχεια τις μάζες της.

Η απόσταση, που σε ανύποπτο χρόνο διαπιστώνει ο Πάμπλο, ανάμεσα στη γραφειοκρατία και το προλεταριάτο, συνιστά ίσως και έναν από τους βασικότερους λόγους των δυσκολιών που θα συναντήσει, πολύ αργότερα, η Μεταρρύθμιση του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ. Στην κρίση που θα προκύψει από την αποτυχία της, ένα σημαντικό μέρος της σοβιετικής γραφειοκρατίας θα προσανατολισθεί πλέον συνειδητά και ανοιχτά να μετατραπεί το ίδιο σε ιδιοκτήτρια άρχουσα τάξη, πραγματοποιώντας τα πιο τρελλά του όνειρα και τη βαθύτερη φιλοδοξία του ύστερου σοβιετικού γραφειοκράτη, που δεν είναι παρά να μοιάσει στο δυτικό μάνατζερ ή αστό. Την ενστικτώδικη άλλωστε άπωση της σοβιετικής γραφειοκρατίας απέναντι στην εργατική τάξη και οτιδήποτε τη θυμίζει, επιβεβαιώνουν συχνά όχι μόνο τα νέα αφεντικά της Ρωσίας, αλλά ακόμα και ο ηγέτης του Κομμουνιστικού της Κόμματος, ο Γκενάντι Ζιουγκάνωφ, που αναφέρεται στα βιβλία του με αρκετά υποτιμητικό τρόπο για τους εργάτες.

 

Αποτιμώντας το πείραμα του Οκτώβρη

 

Προσπαθώντας να απαντήσει στα θεωρητικά και πολιτικά προβλήματα που θέτει στους μαρξιστές η ύπαρξη των γραφειοκρατικών κρατών, ο Πάμπλο επανέρχεται διαρκώς στην εμπειρία της Οκτωβριανής Επανάστασης και των Μπολσεβίκων. Τοποθετεί τη ρήξη ανάμεσα στις μάζες και την πρωτοπορία γύρω στο 1922, «όταν οι Μπολσεβίκοι περνάνε στη Νέα Οικονομική Πολιτική, που είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της συμμαχίας εργατών και αγροτών. Ταυτόχρονα όμως», γράφει, «διατηρούν την απαγόρευση όλων των άλλων κομμάτων, ρίχνοντας στην αδράνεια τα Σοβιέτ και τα συνδικάτα, ως ανεξάρτητους από το Κόμμα και το Κράτος μηχανισμούς της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, αναστέλλοντας μάλιστα τη δημοκρατία στο ίδιο το δικό τους κόμμα. Μπαίνουν εδώ στο δρόμο του Θερμιδώρ… Η ρώσικη Επανάσταση δεν μπόρεσε να αποφύγει τον γραφειοκρατικό της εκφυλισμό, γιατί περιορίστηκε σε ένα εθνικό πλαίσιο και γιατί δεν μπόρεσε να αποκτήσει έγκαιρα μια υλικά και πολιτιστικά αναπτυγμένη διεθνή βάση»

Ο Πάμπλο δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τη βαθιά αλληλεγγύη του προς την απόπειρα των Μπολσεβίκων. Οι κριτικές που τους απευθύνει γίνονται από τη σκοπιά ενός ανθρώπου και ενός ρεύματος που βρίσκεται σε ασυμφιλίωτη αντίθεση με τον καπιταλισμό και που δεν του αναγνωρίζει οποιαδήποτε ύστερη δημοκρατική «αρετή». Υποστηρίζει πάντα εξάλλου, ότι για να έχουν οι κριτικές νόημα, πρέπει κανείς να μπαίνει στη θέση των Ρώσων Επαναστατών, που δοκίμασαν στο συγκεκριμένο και εξαιρετικά αντίξοο πλαίσιο της Ρωσίας του εμφυλίου πολέμου και της ξένης επέμβασης, να λύσουν, χωρίς καμιά προγενέστερη εμπειρία, προβλήματα που πρώτοι αυτοί αντιμετώπισαν.

 

Πρωτοβουλία και Νομοτέλεια: Από τον Ροβεσπιέρο στον Λένιν και τον Τρότσκι

 

Ο λενινισμός και, πριν από αυτόν, ο ιακωβινισμός αγγίζουν οπωσδήποτε μια ουσιώδη πτυχή του πολιτικού είναι του Μιχάλη Ράπτη, όπως ίσως και ο αναρχισμός. Πιστεύει πολύ στον  ρόλο της πρωτοβουλίας και του ατόμου στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Δεν καταλαβαίνει έναν Τρότσκι που δίστασε να αρχίσει έγκαιρα τον αγώνα κατά του Στάλιν και να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που η κατάσταση επέβαλε. Στεκόταν άλλωστε προσεκτικά, όχι μόνο στους θετικούς, αλλά και στους αρνητικούς για τον Τρότσκι χαρακτηρισμούς, που περιέχει η περίφημη Διαθήκη του Λένιν.

Ολόκληρη η προσέγγιση του Πάμπλο, θεωρητική και πρακτική, είναι μια προσέγγιση ανθρώπου της δράσης, που  αναγνωρίζει το θεμελιώδη ρόλο της πρωτοβουλίας στην Ιστορία, και τη γνωσιολογική σημασία της Πράξης. Υπενθυμίζει συχνά ότι ο μαρξισμός είναι μια πειραματική θεωρία της κοινωνίας. Προσπαθεί να ξεφύγει από τον αυστηρό ντετερμινιστικό χαρακτήρα πολλών σχημάτων του κλασικού μαρξισμού. Αν άλλωστε, η φυσική επιστήμη έχει τόσο επηρεαστεί από την αρχή της αβεβαιότητας και την έννοια των τυχαίων διαδικασιών και αν οι νόμοι της τείνουν σε πολλούς τομείς να πάρουν τη μορφή πιθανοθεωρητικών, στατιστικών νόμων, γιατί το ίδιο δεν μπορεί να συμβεί και με την ανάλυση του κοινωνικού γίγνεσθαι; Ο Πάμπλο δανείζεται για παράδειγμα από τη θερμοδυναμική την έννοια της εντροπίας, μέτρου της αταξίας, όταν θέλει να εξηγήσει τον μη γραμμικό χαρακτήρα της κοινωνικής εξέλιξης, επικρίνοντας ιστορικούς σαν τον Francois Furet που χαρακτηρίζουν τις επαναστάσεις επιζήμιες παραβιάσεις της ιστορικής κανονικότητας. «Το μέλλον», γράφει ο Πάμπλο, «δεν είναι ποτέ προκαθορισμένο και κάθε ιστορική συγκυρία περιέχει περισσότερες πιθανές διεξόδους. Όταν απουσιάζει μια δυνατή και οξυδερκής πρωτοβουλία, ικανή να επηρεάσει την εξέλιξη σε μια επιθυμητή κατεύθυνση, η τύχη ενεργεί με εκλεκτικό τρόπο».

Πώς όμως συντίθεται στην πράξη η Πρωτοβουλία και η Νομοτέλεια; Μιλώντας για τους Ιακωβίνους, ο Πάμπλο υπογραμμίζει την οργανική ενότητα που εγκαθιδρύθηκε, για μια σύντομη περίοδο, ανάμεσα στο επαναστατικό πάθος των πληβειακών κυρίως μαζών και την ομάδα των ριζοσπαστών Ιακωβίνων γύρω από τον Ροβιεσπιέρο… «Επρόκειτο», γράφει, «για μια προνομιακή στιγμή της ιστορίας, που πραγματοποιούσε τη συγχώνευση της πολιτικής φιλοσοφίας και της δράσης, οι σκοποί της οποίας δικαιολογούσαν όλα τα μέσα, περιλαμβανομένων αυτών της φάσης της «τρομοκρατίας», σχεδιασμένης ως πληβειακό εγχείρημα, απαραίτητο για να αντισταθεί η επανάσταση και να μπορέσει να νικήσει το σύνολο των εχθρών της στο εσωτερικό και το εξωτερικό». «Όσο η ‘’πρωτοπορία’’, άτομα ή κόμμα, εκφράζει τη θέληση της επαναστατικής δράσης των μαζών, η προσφυγή σε μεθόδους διακυβέρνησης όπως η ‘’τρομοκρατία’’, είναι αναπόφευκτη και αναγκαία. Εντούτοις από τη στιγμή που οι μάζες θεωρούν ότι έχουν πραγματοποιήσει τους σκοπούς τους, ή γιατί είναι κουρασμένες και υποχωρούν χωρίς την επιθυμία να υψώσουν τη ‘’διαρκή επανάσταση’’ σε ανώτερες φάσεις, για μακρινούς σκοπούς, η ‘’πρωτοπορία’’ πρέπει να ακολουθεί τη δημοκρατικά εκφρασμένη από τις μάζες θέληση, όποια και να είναι αυτή. Να συνεχίσεις να κρατάς την εξουσία στο όνομα των μαζών που την έχουν φανερά εγκαταλείψει σημαίνει να προσφεύγεις σε μια μειοψηφική εξουσία απαράδεκτη και αναγκαστικά δικτατορική».

Τα λάθη των Μπολσεβίκων κατά τον Πάμπλο, ήταν αφενός η εξιδανίκευση της πρωτοπορίας, του Κόμματος, αφετέρου η  αναγόρευση σε φετίχ της εθνικοποιημένης ιδιοκτησίας και του Σχεδίου. Λάθη κατανοητά με δεδομένη την παντελή απουσία προγενέστερης εμπειρίας και τις τεράστιες δυσκολίες που συνάντησης. Είναι γι’ αυτό που ο Πάμπλο τείνει να πιστεύει ότι, αν ο Λένιν είχε επιβιώσει, ή αν ο Τρότσκι κέρδιζε την εξουσία, πολλά από τα αρχικά σφάλματα θα είχαν διορθωθεί. Και σε κάθε περίπτωση, ένας Λένιν ή ένας Τρότσκι, θα έβρισκαν τελικά ένα τρόπο για να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους, όπως και δεν θα έχαναν τις επαναστατικές ευκαιρίες στην Ευρώπη, ούτε θα ακολουθούσαν μια πολιτική που θα επέτρεπε την άνοδο του Χίτλερ στη Γερμανία.

Βρίσκουμε τον απόηχο των αντιλήψεων αυτών στην επιδοκιμασία από τον Πάμπλο του τρόπου που οι Σαντινίστας χειρίσθηκαν το πρόβλημα της εξουσίας στις συγκεκριμένες συνθήκες του 1990, αποφεύγοντας να δώσουν στο καθεστώς τους χαρακτήρα δικτατορικό και προσπαθώντας, να διαφυλάξουν το κύρος και την απήχηση του για το μέλλον. Βεβαίως, η σημασία του παραδείγματος είναι σχετική. Έναν επαναστάτη όπως τον Πάμπλο τον ενδιαφέρει κυρίως να αποφύγει να βρεθεί στη θέση αυτή και γι’ αυτό είναι με αγωνία που θα παρακολουθήσει τον χαοτικό και άκρως εμπειρικό τρόπο με τον οποίο θα προσπαθήσει ο Γκορμπατσώφ να μεταρρυθμίσει το σοβιετικό σύστημα.

 

Η ΕΣΣΔ σε κρίση

 

Από τους διεισδυτικότερους παρατηρητές των διεθνών εξελίξεων, ο Μιχάλης Ράπτης, παρακολουθεί πολύ στενά την κατάσταση στην Σοβιετική Ένωση και αντιλαμβάνεται, πριν από όλους σχεδόν, και θα μπορούσα αν είχα τον χρόνο να το αποδείξω με τα κείμενά του, που βαδίζει η κατάσταση. Ήδη πριν από την άνοδο του Γκορμπατσώφ, συνειδητοποιεί και το εύρος των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Μόσχα και το σχεδόν αναπόφευκτο της ανόδου των μεταρρυθμιστών στην εξουσία. Σε μια εποχή μάλιστα που η κυρίαρχη δυτική σκέψη, όπως εκφράζεται αίφνης από τον Ζαν Φρανσουά Ραβέλ ή τον Κορνήλιο Καστοριάδη, επιμένει, για να δικαιολογήσει και τους ευρωπυραύλους, ότι οι «δυτικές δημοκρατίες» είναι τραγικά αδύναμες μπροστά στον κομμουνισμό. Μερικά χρόνια αργότερα, οι ίδιοι θα πουν ότι ήταν αναπόφευκτη η κατάρρευσή του.

Ο Πάμπλο ελπίζει στην εγκαθίδρυση μια διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στη μεταρρύθμιση από τα πάνω, που υποχρεώνεται να αναλάβει η σοβιετική ηγεσία και την επανάσταση από τα κάτω. Πολύ γρήγορα όμως συνειδητοποιεί ότι ο τρόπος που εξελίσσεται η μεταρρύθμιση εκθέτει τη Σοβιετική Ένωση σε ένα τεράστιο κίνδυνο διάλυσης και παλινόρθωσης του καπιταλισμού, που θα οδηγήσουν, κατά τον Πάμπλο, στην οικονομική αποσύνθεση και την ανάδειξη, στο σοβιετικό χώρο, εξουσιών υποτελών στις καπιταλιστικές μητροπόλεις. Ο πεπειραμένος επαναστάτης καταλαβαίνει, σε αντίθεση και με τη σοβιετική ηγεσία, και με πολλούς ριζοσπάστες, ότι οι αφηρημένοι όρκοι πίστης στη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν αρκούν από μόνοι τους, κινδυνεύουν μάλιστα να παραμείνουν φλυαρία, αν όχι δημαγωγία, χωρίς μια ηγεσία που να έχει στοιχειώδη συνείδηση των προβλημάτων και να μπορεί να υποδείξει στο λαό της μια συγκεκριμένη διέξοδο.

Ένα ισχυρό κίνημα για την αυτοδιαχείριση, η έκταση του οποίου παρέμεινε άγνωστη στη δύση, θα αναπτυχθεί πράγματι ανάμεσα στις εργατικές κολεκτίβες της Σοβιετικής Ένωσης, μεταξύ 1988 και 1990. Σε συνθήκες όμως απουσίας μιας κάπως σοβαρής και μαζικής ρώσικης αριστεράς, χωρίς ηγεσία το ρωσικό εργατικό κίνημα, πλαγιοκοπούμενο ανάμεσα στην εχθρότητα της γραφειοκρατίας και τον όλο και πιο κυρίαρχο ρόλο της φιλοδυτικής ιντελιγκέντσιας, θα αποσυντεθεί, αφού βοηθήσει τον Γέλτσιν να πάρει την εξουσία. Η δυτική αριστερά, ήδη σε διαρκή υποχώρηση απέναντι στην επίθεση των νεοφιλελεύθερων ιδεών, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, θα παρακολουθήσει αμήχανη τη σοβιετική κρίση. 

Η πρωτοφανής χρεωκοπία του σταλινισμού και η απίθανη κατάρρευσή του προς τα δεξιά, επιβεβαιώνει στα μάτια του Πάμπλο τον χαρακτηρισμό που είχε δώσει, στη δεκαετία του 1970, για τη σοβιετική γραφειοκρατία, αρνούμενος να της  αναγνωρίσει οποιοδήποτε εργατικό χαρακτηριστικό. Η σοβιετική κατάρρευση είναι και μια δικαίωση του τροτσκισμού μέσα στην ήττα, δικαίωση όμως αρνητική, που μοιάζει να επιβεβαιώνει την προφητεία του Ισαάκ Ντώυτσερ, ότι δηλαδή η ιστορία θα ξεπεράσει και τον σταλινισμό και τον τροτσκισμό, με διαφορετικό όμως τρόπο τον καθένα. 

Σε κάθε περίπτωση, η κατάρρευση είναι η στιγμή της αλήθειας. Χιλιάδες κομμουνιστές, αφού ύμνησαν διαδοχικά τον Στάλιν, τον Χρουστσώφ, τον Μπρέζνιεφ και τον Γκορμπατσώφ, επιδίδονται τώρα σε αγώνα δρόμου για να αλλάξουν τις ιδέες τους και κυρίως να το δείξουν. Σε μια εποχή που, ακόμα κι ο Γκενάντι Ζιουγκάνωφ δεν τολμά να καταψηφίσει τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, ο Ράπτης συγκαταλέγεται στους ελάχιστους διανοούμενος που εξακολουθούν να υπερασπίζονται τα θετικά στην κληρονομιά του Οκτώβρη και να αντιτάσσονται στη βαρβαρότητα μιας νέας παγκόσμιας τάξης, που μοιάζει περισσότερο παρωχημένη από αυτή του ψυχρού πολέμου.

 

Ο μετασοβιετικός κόσμος

 

Ο Πάμπλο δεν αναγνωρίζει στον ύστερο καπιταλισμό καμιά ιδιαίτερη δημοκρατική αρετή. Επιμένει στην πολύ σχετική σημασία της επέκτασης της λεγόμενης δυτικής δημοκρατίας, υπογραμμίζοντας ότι, για πρώτη φορά στην ιστορία, η εξουσία είναι τόσο πολύ συγκεντρωμένη στα χέρια μερικών εκατοντάδων πολυεθνικών εταιριών και ενός πολύ περιορισμένου αριθμού διεθνών οργανισμών, όπως η Επιτροπή των Βρυξελλών και η Παγκόσμια Τράπεζα, τελείως έξω από οποιονδήποτε δημοκρατικό έλεγχο. Γι’ αυτό και αντιτάσσεται αποφασιστικά στις δυτικές εκστρατείες  που αναλαμβάνονται, με το πρόσχημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εναντίον του Ιράκ, των Σέρβων και του ελεύθερα εκλεγμένου ρωσικού κοινοβουλίου, που διαλύει διά κανονιοβολισμού, άμεσα ενθαρρυμένος από τις δυτικές πρωτεύουσες, ο Ρώσος πρόεδρος Μπαρίς Γέλτσιν. Συγκρούεται με πολλούς ριζοσπάστες αριστερούς, που εγκαταλείπουν την συγκεκριμένη πολιτική, εν ονόματι μια ηθικολογίας χωρίς  πολιτικό περιεχόμενο και συμμαχούν στην πράξη με την κυρίαρχη πολιτική σκέψη της δύσης, που δικαιολογεί τις εκλεκτικές  εξάλλου επεμβάσεις της, ανακαλύπτοντας νέους εχθρούς, όπως ο εθνικισμός, ή χαρακτηρίζοντας ολοκληρωτικούς όσους δεν υποτάσσονται στα δόγματα της ελεύθερης αγοράς και της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, αμφισβητώντας στο ΝΑΤΟ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο την ιδιότητα υπερκυβερνήσεων όλης της Ανατολικής Ευρώπης.

Ο αγώνας κατά της νέας παγκόσμιας τάξης, δεν εμποδίζει τον Ράπτη να συνειδητοποιήσει ότι βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας νέας ιστορικής εποχής. Μιας εποχής που χαρακτηρίζεται καταρχήν από την πρωτοφανή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την εμφάνιση επομένως, για πρώτη φορά στην ιστορία, των αντικειμενικών, υλικών προϋποθέσεων του σοσιαλισμού. Η νέα εποχή όμως, που ανοίγει με τη σοβιετική κατάρρευση εξελίσσεται καταρχήν περισσότερο προς τη βαρβαρότητα.

Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η μειωμένη απήχηση και κρίση της ριζοσπαστικής αριστεράς και η κατάρρευση του σταλινικού καθεστώτος θέτουν όμως το ερώτημα της βιωσιμότητας του καπιταλισμού και της επικαιρότητας της Επανάστασης και του Σοσιαλισμού. Για τον Πάμπλο, που εξακολουθεί να βρίσκει τον κόσμο, συνολικά κρινόμενο, προϊστορικό και βάρβαρο, η πραγματική δοκιμασία του καπιταλισμού είναι η ικανότητά του να βγάλει τον Τρίτο Κόσμο, τη μεγάλη πλειοψηφία δηλαδή των ανθρώπων, από τον καταστρεπτικό, αποσυνθετικό φαύλο κύκλο που βρίσκεται. Αν αυτό το κατάφερνε, υποστηρίζει, οι επαναστάτες θα έπρεπε να γίνουμε ριζοσπάστες μεταρρυθμιστές. Τίποτα όμως, στην εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών, δεν στηρίζει μια παρόμοια αισιοδοξία.

Ο Πάμπλο διαισθάνεται, έστω κι αν δεν το λέει πολύ καθαρά, ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος εγκαινίασε μια διαφορετική ιστορική εποχή, όπου ίσως, και για μια ολόκληρη περίοδο, δεν ίσχυε η επικαιρότητα της Επανάστασης, αν τουλάχιστο γίνει αντιληπτή ως μεταβολή του κοινωνικού συστήματος που κυριαρχεί στον πλανήτη. Επιμένει όμως ότι στη Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε αυτό που υπήρχε και αυτό δεν ήταν ο σοσιαλισμός, καθεστώς κράτους που φθίνει και εξαφανίζεται, αλλά το τερατώδες γραφειοκρατικό καθεστώς του σταλινισμού.

Ο Πάμπλο θα τελειώσει τη ζωή του πεισμένος ότι υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να παραμείνει κανείς επαναστάτης, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι το απελευθερωτικό σχέδιο είναι εδώ, έτοιμο και δεν απομένει παρά η εφαρμογή του. Ο Πάμπλο, που έχει αφήσει ήδη πολύ πίσω του τα στενά λενινιστικά και τροτσκιστικά σχήματα, τονίζει όλο και περισσότερο, ότι δεν είναι οι απλές, αντικειμενικές ανάγκες της οικονομίας, που επαρκούν για το σοσιαλισμό – χρειάζεται και ένα περίσσευμα συνείδησης στους ανθρώπους. Παραδέχεται με ειλικρίνεια ότι δεν έχει την απάντηση στο πρόβλημα τού πώς μπορεί να επιβιώσει επί μακρόν ένα καθεστώς που μπαίνει στο δρόμο του σοσιαλισμού, αλλά βρίσκεται πάντα σε ένα αντίξοο διεθνές περιβάλλον. Ανοιχτό παραμένει και για τον Πάμπλο το ζήτημα του υποκειμένου της κοινωνικής αλλαγής – η εργατική τάξη παραμένει σημαντική, όχι όμως ίσως και επαρκής για τη μεταβολή. Ο μαρξισμός παραμένει η καλύτερη διαθέσιμη μέθοδος ανάλυσης της κοινωνικής πραγματικότητας, έχει ανάγκη όμως από ένα δεύτερο Κεφάλαιο, που θα φύγει από το στενά ευρωπαϊκό πλαίσιο του αρχικού, για να περιγράψει το πώς λειτουργεί ο παγκοσμιοποιημένος ήδη καπιταλισμός και να συμπληρώσει, να ξεπεράσει διαλεκτικά το Κεφάλαιο του Μαρξ, με τον τρόπο που η Καινή Διαθήκη συμπλήρωσε και ξεπέρασε την Παλαιά Διαθήκη.

 

Σημείωση: Το κείμενο αυτό είναι η εισήγηση του συγγραφέα στο Συνέδριο για τον Μιχάλη Ράπτη και τον σύγχρονο μαρξισμό που έγινε στο Πάντειο την άνοιξη του 1997.

 

Σύντομο βιογραφικό σημείωμα

 

Ο Μιχάλης Ράπτης (Pablo) (1911-1986) υπήρξε ‘Ελληνας επαναστάτης, γνωστός ιδίως για την ανάμειξή του στους αγώνες του Τρίτου Κόσμου και ιδίως για την καθοριστική συμβολή του στην Αλγερινή Επανάσταση. Από τους ηγέτες του ελληνικού τροτσκισμού πριν από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, φυλακίστηκε και εξορίστηκε από τη δικτατορία Μεταξά προτού φύγει στη Γαλλία, όπου συμμετείχε στο ιδρυτικό συνέδριο της Τετάρτης Διεθνούς. Στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριος στην αναγέννηση του ευρωπαϊκού τροτσκιστικού κινήματος, που είχε αποδεκατιστεί από την παράλληλη ναζιστική και σταλινική τρομοκρατία και τη δολοφονία των κυριότερων στελεχών του. Εκλέχτηκε εκτελεστικός Γραμματέας της 4ης Διεθνούς το 1943. Υπό την ηγεσία του, η 4η Διεθνής οργάνωσε διεθνείς ταξιαρχίες στη Γιουγκοσλαβία, που υποστήριξαν το Βελιγράδι απέναντι στις πιέσεις και απειλές του Στάλιν και συνεργάστηκαν στο αυτοδιαχειριστικό πείραμα της Γιουγκοσλαβίας. Υπό την ηγεσία του επίσης η 4η Διεθνής απετέλεσε την κύρια διεθνή υποστήριξη της αλγερινής επανάστασης,  με όλα τα μέσα, περιλαμβανομένης της εκτύπωσης του τύπου του Εθνικού Απελευθερωτικού Κινήματος (FLN) της Αλγερίας, της διοχέτευσης και της κατασκευής ακόμα όπλων. Ο Πάμπλο φυλακίστηκε επί ενάμισι χρόνο στην Ολλανδία για τη δράση του αυτή και απελευθερώθηκε μόνο μετά από μια μεγάλη διεθνή καμπάνια για την υπεράσπισή του, στην οποία συμμετείχαν οι μεγαλύτεροι διανοούμενοι της εποχής του όπως ο Ζαν – Πωλ Σαρτρ και ο Μπέρναντ Ράσελ. Προσωπικός φίλος και σύμβουλος του πρώτου Προέδρου της Αλγερίας Αχμέντ Μπεν Μπελά, ο Πάμπλο ανέλαβε την οργάνωση ενός συστήματος αυτοδιαχείρισης των κτημάτων που άφησαν πίσω τους οι Γάλλοι εγκαταλείποντας την Αλγερία και συνέταξε τα διατάγματα του Αλγερίου για την αυτοδιαχείριση. Κατά την παραμονή του στο Αλγέρι συνδέθηκε με όλους τους ηγέτες των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων του Τρίτου Κόσμου, ενώ ο Μακάριος, με τον οποίο ήρθε σε επαφή μέσω του Βάσσου Λυσσαρίδη, τον διόρισε επίτιμο πρόξενο της Κύπρου στο Αλγέρι. Ταυτόχρονα όμως ήρθε σε όλο και μεγαλύτερη αντίθεση με άλλους Ευρωπαίους ηγέτες της 4ης Διεθνούς που με μεγάλη δυσκολία ενέκριναν κι αν ενέκριναν το έκαναν μόνο φραστικά τις ριζοσπαστικές ενέργειές του υπέρ των επαναστάσεων του Τρίτου Κόσμου. Τότε είναι που δημιουργεί τη Διεθνή Επαναστατική Μαρξιστική Τάση της Τετάρτης Διεθνούς, που θα μείνει αργότερα σκέτη ΔΕΜΤ (TMRI).

Δραπετεύει από την Αλγερία όταν ο Μπουμεντιέν ανατρέπει τον Μπεν Μπελά και δημιουργεί, μαζί με τον Ντανιέλ Γκερέν την επιθεώρηση Autogestion (Αυτοδιαχείριση) στη Γαλλία, οι ιδέες της οποίας είχαν μια μεγάλη επίδραση στη γαλλική Αριστερά και στο ιδεολογικό κλίμα που προηγήθηκε και γέννησε τον Μάη του 1968. 

Συμμετέχει επίσης ενεργά στους αγώνες των τριτοκοσμικών κινημάτων συνδεόμενος ιδίως με το Λαϊκό Επαναστατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και βοηθώντας το στην πρακτική δράση του, ενώ ήταν ο εμπνευστής της δράσης και των ιδεών της αριστερής πτέρυγας του χιλιάνικου Σοσιαλιστικού Κόμματος. Συνδέθηκε στενά με τον Σαλβαδόρ Αλλιέντε, τον Ζωρζ Χαμπάς, τον Αουγκούστο Νέτο, τον συνταγματάρχη Καντάφι και τους Εούνες και Καρβάλιο στην Πορτογαλία και πολλούς άλλους ηγέτες και κινήματα ανά τον κόσμο.

Η οργάνωσή του υπήρξε ο κυριότερος τροφοδότης της ελληνικής αντιδικτατορικής αντίστασης με πλαστά διαβατήρια και τεχνικά μέσα για τη δράση της, γεγονός που επέτρεψε την διαφυγή μιας πληθώρας αγωνιστών και πολιτικών από την Ελλάδα. Συνδέθηκε στενά με τον Ανδρέα Παπανδρέου και ήταν η οργάνωσή του που φρόντισε την ασφάλεια του μετέπειτα ηγέτη του ΠΑΣΟΚ όταν έφυγε από την Ελλάδα.

Ο Πάμπλο θεώρησε παγκόσμια καταστροφή την κατάρρευση της ΕΣΣΔ προς τα δεξιά, προς την πλήρη αποκατάσταση του καπιταλισμού και αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής τους στην προσπάθεια δημιουργίας ενός διεθνούς μετώπου εναντίον της «Νέας Παγκόσμιας Τάξης» του Τζωρτζ Μπους. Οργάνωσε δύο μεγάλες διεθνείς διασκέψεις στην Αθήνα εναντίον των κυρώσεων και σε συμπαράσταση με τη Σερβία και το Ιράκ, τα κατεξοχήν θύματα του ιμπεριαλισμού εκείνη την περίοδο.  

 

*Ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος είναι δημοσιογράφος, διαχειριστής της σελίδας konstantakopoulos.gr και συνιδρυτής της Delphi Initiative.