Ο Χιλιανός κινηματογραφιστής Πατρίσιο Γκουσμάν μίλησε για όλα όσα μας κάνουν σπουδαίους ως ανθρώπους, μίλησε για την ομορφιά ακόμα και αν βίωσε την απόλυτη ασχήμια του είδους μας. Χρειάζεται μεγάλη γενναιότητα και κουράγιο να έχει ένας καλλιτέχνης ώστε να επιλέξει να βρεθεί στον κυκλώνα της ιστορίας και να μην χάσει τις ελπίδες του, να μας δώσει έργα στο μπόι των ονείρων μας, στο μπόι των ανθρώπων. Εκείνα τα έργα ώστε κανείς να μην μπορεί να πει πως «δεν ήξερε» ή πως «δεν θυμόταν». Η επίμονη μνήμη θα βρίσκει τρόπους και διόδους να βγει στην επιφάνεια, καθώς πάντα θα νοσταλγεί το φως.
“Y ahora el pueblo
Que se alza en la lucha
Con voz de gigante
Gritando: ¡adelante!
El pueblo unido, jamás será vencido
El pueblo unido, jamás será vencido!”
Inti-Illimani, “El Pueblo Unido”
Το ημερολόγιο έδειχνε 11 Σεπτεμβρίου του 1973 όταν τα τανκς του αρχηγού του στρατού της Χιλής, Αουγκούστο Πινοσέτ, ξεχύνονταν στους δρόμους του Σαντιάγκο και γάζωναν όποιον έβρισκαν στο πέρασμά τους κατόπιν εντολής της Αμερικανικής κυβέρνησης. Το Προεδρικό Μέγαρο, το Παλάτσιο ντε Λα Μονέδα, πολιορκείται από τις πρώτες πρωινές ώρες από βομβαρδιστικά αεροπλάνα και μέλη του στρατού που το έχουν περικυκλώσει ασφυκτικά. Μέσα στο Λα Μονέδα, ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, ο πρώτος εκλεγμένος σοσιαλιστής πρόεδρος, γνωρίζει καλά πως η Δημοκρατία στη Χιλή έχει πια χαθεί. Δεν θα σταματήσει, όμως, να την υπερασπίζεται μέχρι την τελευταία πνοή του μαζί με την προσωπική του φρουρά που απαρτίζεται από αγωνιστές της Unidad Popular, του κόμματος του Αλιέντε.
«Από εδώ μέσα θα βγω μόνο νεκρός» είχε δηλώσει ο Σαλβαδόρ Αλιέντε στο διάγγελμα που απηύθυνε προς τον Χιλιανό λαό.
Μια φωτογραφία αγνώστου πατρότητας θα βγει λίγο καιρό αργότερα στη δημοσιότητα. Ο Αλιέντε, φορώντας ένα στρατιωτικό κράνος βρίσκεται περιστοιχισμένος από ένοπλους άνδρες της προσωπικής του φρουράς την ώρα που το Λα Μονέδα δέχεται την επίθεση του στρατού. Λίγοι θα βγουν ζωντανοί από το Λα Μονέδα εκείνη τη σκοτεινή ημέρα του πραξικοπήματος, και ανάμεσα σε αυτούς τους νεκρούς θα είναι και ο Χιλιανός πρόεδρος.
«Ζήτω η Χιλή! Ζήτω ο Λαός! Ζήτω η Εργατική Τάξη!» θα είναι τα τελευταία λόγια του Σαλβαδόρ Αλιέντε προς τον λαό του, του οραματιστή προέδρου που ήθελε να αλλάξει τη Χιλή, να δώσει φωνή και ορμή στην εργατική τάξη, στους αυτόχθονες, στους φτωχούς και τους κατατρεγμένους. Τα σπασμένα γυαλιά του που, παραδόξως, διασώθηκαν μέσα σε αυτή τη θύελλα, έγιναν αιώνιο σύμβολο της Δημοκρατίας.
Μετά το αμερικανοκίνητο στρατιωτικό πραξικόπημα του Αουγκούστο Πινοσέτ και το νεοφιλελεύθερο πείραμα που επιβλήθηκε στη Χιλιανή οικονομία, ο προοδευτικός κόσμος της Χιλής θα γνωρίσει μαύρες ημέρες. Ήδη από την πρώτη ημέρα, εκατοντάδες αριστεροί, καθηγητές πανεπιστημίου, άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων θα μεταφερθούν στο Στάδιο της Χιλής, όπου εκτός από τα φρικτά βασανιστήρια, πολλοί από αυτούς θα εκτελεστούν. Μεταξύ των δολοφονημένων εκείνης της ημέρας θα είναι και ο λαϊκός τροβαδούρος Βίκτορ Χάρα, ο οποίος βασανίστηκε και εκτελέστηκε με πάνω από είκοσι σφαίρες. Τα επόμενα χρόνια, χιλιάδες θα είναι οι φυλακισμένοι σε κέντρα βασανιστηρίων, όπως η διαβόητη Βίλα Γκριμάλντι. Χιλιάδες θα είναι οι «εξαφανισμένοι», οι “desaparecidos”, άνθρωποι που συνελήφθησαν από τη χούντα του Πινοσέτ και δεν βρέθηκαν ποτέ, κάποιοι πετάχτηκαν στην έρημο Ατακάμα, άλλοι πετάχτηκαν στη θάλασσα ή σε κρυφές τοποθεσίες που ποτέ κανείς δεν μίλησε γι’ αυτές.
Ο Αουγκούστο Πινοσέτ έκατσε για σχεδόν είκοσι χρόνια πάνω στον θρόνο που του προσέφεραν απλόχερα οι ΗΠΑ, έναν θρόνο φτιαγμένο από πτώματα και από κρανία ανθρώπων, και αφού διέλυσε την οικονομία και την κοινωνία της Χιλής, δεν δικάστηκε ποτέ για τα εγκλήματά του εναντίον του Χιλιανού λαού, για τα εγκλήματά του εναντίον της ανθρωπότητας. Συνελήφθη μόνο για οικονομική απάτη και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό λίγο πριν πεθάνει από καρδιακή προσβολή στα βαθιά του γεράματα.
Το συλλογικό τραύμα της Χιλής, όπως συνήθως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, καλύφθηκε άτσαλα και κακοφόρμισε. Οι πληγές που άφησαν στην κοινωνία της Χιλής οι χιλιάδες νεκροί, οι χιλιάδες βασανισμένοι, αλλά και το όνειρο που χάθηκε μαζί με την σφαίρα που χτύπησε τον Αλιέντε είναι ανοιχτές μέχρι και σήμερα. Πάνω από πενήντα χρόνια μετά το πραξικόπημα και οι συγγενείς ψάχνουν τους νεκρούς τους, ψάχνουν τους δολοφόνους τους, δεκδικούν ακόμα και σήμερα τη δικαιοσύνη που δεν έλαβαν ποτέ τους.
Δεκδικούν το δικαίωμα στη μνήμη που τους στέρησε τόσο βάναυσα η χούντα και ο νεοφιλελευθερισμός.
Ο κινηματογραφιστής που στάθηκε στο πλευρό του Αλιέντε
Ο Πατρίσιο Γκουσμάν είχε μόλις τελειώσει τις σπουδές κινηματογράφου και σκηνοθεσίας στη Μαδρίτη όταν, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, επέστρεψε στη Χιλή με σκοπό να φτιάξει ταινίες μυθοπλασίας. Όταν, όμως, πάτησε ξανά το πόδι του στην πατρίδα του, κατάλαβε πως κάτι τελείως διαφορετικό συντελούνταν εκεί.
Ο σοσιαλιστής γιατρός Σαλβαδόρ Αλιέντε και το κόμμα του, τη Λαϊκή Ενότητα, που απαρτιζόταν από έναν συνασπισμό όλων των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων της χώρας, κέρδιζε γοργά έδαφος στις λαϊκές συνειδήσεις, στις λαϊκές καρδιές. Και ο Πατρίσιο Γκουσμάν γοητεύτηκε βαθύτατα από τα λόγια εκείνου του γιατρού που αγωνιζόταν χέρι με χέρι με τους εργάτες, τους αγρότες, του φοιτητές και τους αυτόχθονες, που υποσχόταν μια άλλη Χιλή που δεν θα την κατασπάραζαν τα κοράκια του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας.
Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1970, η Χιλή, η «πίσω αυλή» των ΗΠΑ όπως χαρακτηριζόταν, κέρδισε το στοίχημα με την ιστορία και εξέλεξε πρόεδρο τον Αλιέντε με ποσοστό 36,3%, μια ανάσα από τον υποψήφιο της δεξιάς Αλεσάντρι, που συγκέντρωσε το 34,9% των ψήφων, μέσα σε ένα οξύ κλίμα πόλωσης και συγκρούσεων ανάμεσα στα μέλη της Λαϊκής Ενότητας και στη Δεξιά. Μια ανελέητη μάχη ανάμεσα στον λαό της Χιλής και της μπουρζουαζία είχε ξεκινήσει και ο Πατρίσιο Γκουσμάν ύψωσε την κινηματογραφική του κάμερα και την κατέγραψε λεπτό προς λεπτό.
«Η Μάχη της Χιλής», μια τραγωδία σε τρία μέρη
Η «Μάχη της Χιλής», μια πεντάωρη ταινία σε τρία μέρη, αποτελείται από μια συρραφή βιντεοσκοπημένων ρεπορτάζ και κινηματογραφικών ντοκουμέντων των πρώτων χρόνων της διακυβέρνησης του Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή μέχρι και λίγο μετά το πραξικόπημα της 11ης Σεπτεμβρίου. Οι μπομπίνες και τα φιλμ σώθηκαν από τύχη, όπως θα πει ο Πατρίσιο Γκουσμάν αρκετές δεκαετίες αργότερα, κρυμμένα στο σπίτι ενός θείου του που τα έστειλε στη Μαδρίτη -όπου βρισκόταν ο εξόριστος Γκουσμάν- σε μια κούτα με σύνεργα αλιείας.
Χωρισμένο σε τρία μέρη, που το καθένα καταπιάνεται με τα ταραχώδη ιστορικά επεισόδια που συντελέστηκαν πριν και μετά το πραξικόπημα, ο Γκουσμάν στη «Μάχη της Χιλής» ρίχνει φως τόσο στις προσπάθειες του Αλιέντε για μια ουσιαστική σοσιαλιστική μεταρρύθμιση στη Χιλή όσο και στην ακραία αντιδραστικότητα της δεξιάς, του παρακράτους και των ΗΠΑ και τις συστηματικές προσπάθειες τους να σταθούν εμπόδιο στα σχέδια του Προέδρου.
https://www.arte.tv/en/videos/116002-000-A/the-battle-of-chile-1-3/
Ο Γκουσμάν, συνεπαρμένος από τα γεγονότα, θα δηλώσει εκείνη την περίοδο:
«Η αστική τάξη θα χρησιμοποιήσει όλους τους πόρους της. Θα αναπτύξει το αστικό νομικό σύστημα. Θα αναπτύξει τις δικές της επαγγελματικές οργανώσεις μαζί με την οικονομική δύναμη του [Ρίτσαρντ] Νίξον… Πρέπει να κάνουμε μια ταινία για όλα αυτά! Μια ταινία μεγάλης εμβέλειας γυρισμένη στα εργοστάσια, στα χωράφια, στα ορυχεία. Μια ερευνητική ταινία της οποίας τα μεγάλα σκηνικά είναι οι πόλεις, τα χωριά, η ακτή, η έρημος. Μια ταινία σαν τοιχογραφία, χωρισμένη σε κεφάλαια, της οποίας πρωταγωνιστές είναι ο λαός και οι ηγέτες των συνδικάτων τους από τη μια και η ολιγαρχία, οι ηγέτες της και οι διασυνδέσεις τους με την κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον από την άλλη. Μια ταινία ανάλυσης».
Ο κινηματογραφιστής και φίλος του Γκουσμάν, Κρις Μάρκερ, θα τον βοηθήσει να πραγματοποιήσει το φιλόδοξο σχέδιο του, στέλνοντας του κινηματογραφικά υλικά, φιλμ και χημικά που ήταν δυσεύρετα στη Χιλή λόγω του οικονομικού μποϊκοτάζ των ΗΠΑ.
Έτσι, ο Γκουσμάν και οι συνεργάτες τους συνέταξαν το θεωρητικό περίγραμμα της ταινίας τους και οριοθέτησαν τη χιλιανή πραγματικότητα σε τρεις κατηγορίες – ιδεολογική, πολιτική και οικονομική. Για να σφυρηλατήσουν ένα διαλεκτικό όραμα της κατάστασης στη Χιλή, εντόπισαν τα κρίσιμα σημεία αμφισβήτησης για το προλεταριάτο και τους αγρότες καθώς προσπαθούσαν να επεκτείνουν τη δύναμή τους ενόψει της αυξανόμενης βίας από τις ελίτ της χώρας.
«Η Εξέγερση της Μπουρζουαζίας» (1975)
Το πρώτο μέρος, «Η Εξέγερση της Μπουρζουαζίας», ανοίγει με ύφος ρεπορτάζ, καθώς διάφοροι δημοσιογράφοι ρωτούν τον κόσμο στο δρόμο τι θα ψηφίσουν στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές. Είναι εμφανές πως η πολιτική κατάσταση στη Χιλή βρίσκεται στη κόψη του ξυραφιού. Μαζικές συγκεντρώσεις τόσο της Λαϊκής Ενότητας όσο και του Χριστιανό-Δημοκρατικού κόμματος λαμβάνουν χώρα σε δρόμους και σε θέατρα της Χιλής, το πλήθος συγκρούεται μεταξύ του πριν τις εκλογές. Οι εργάτες και οι αυτόχθονες στέκονται στο πλευρό του Σαλβαδόρ Αλιέντε, μιλάνε για τις άθλιες συνθήκες που ζούσαν μέχρι την εκλογή του και για το πόσο ριζικά άλλαξε η ζωή τους μετά τις εκλογές του 1970.
«Στο διάολο η μικροαστική τάξη, στο διάολο η αστική τάξη. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη και θεμελιώδης για τη νίκη του εργατικού κινήματος», θα πει ένας οικοδόμος σε μια συγκέντρωση της Λαϊκής Ενότητας.
Ένας σύγχρονος μελετητής δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί από τον βαθύ πολιτικό λόγο που ακούγεται στα εργατικά σωματεία, στις συγκεντρώσεις και τις συνεδριάσεις του προλεταριάτου. Τα πλάνα του Γκουσμάν δεν φωτίζουν μια γενική και αόριστη κατάσταση, αλλά αποτελούν τρομερά ντοκουμέντα της ίδιας της μορφής που έλαβε η ταξική πάλη στη Χιλή τη δεκαετία του 1970. Μια εργατική τάξη που θέλει και παλεύει να πάει στον παράδεισο, που διαβάζει, ακούει, συζητάει και επιχειρηματολογεί, που έχει πλήρη συνείδηση της ταξικής της θέσης μέσα στον καπιταλισμό.
Στην άλλη μπάντα, οι οπαδοί της δεξιάς και οι ΗΠΑ, τρομοκρατημένοι από το ξυπόλητο προλεταριάτο που κερδίζει έδαφος στη Χιλή, προσπαθούν να δημιουργήσουν κρίση στον πληθωρισμό και την αγορά των βασικών αγαθών. Το μποϊκοτάρισμα των ΗΠΑ στη Χιλή οδηγεί σε μια μαζική έλλειψη σε προϊόντα πρώτης ανάγκης, την ίδια ώρα που προμηθευτές και μαγαζάτορες κρύβουν τόνους προϊόντων που αντί να τα διοχετεύσουν στα μαγαζιά, τα πουλάνε στη μαύρη αγορά σε υπερπλάσιες τιμές. Επιτροπές διανομής αγαθών στήνονται από μέλη της Λαϊκής Ενότητας, προσπαθούν να βρουν τους μαυραγορίτες, να διανείμουν τα προϊόντα στον λαό.
«Κανένας πεινασμένος» θα δηλώσει μια συντρόφισσα της Επιτροπής. Σε πείσμα των αντιδραστικών, οι λαϊκές επιτροπές αγώνα θα διαχειριστούν την έλλειψη αγαθών και θα φροντίσουν όντως να μη μείνει κανένας πεινασμένος σε κάθε περιοχή.
Ο Αλιέντε κερδίζει τις βουλευτικές εκλογές καθώς ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης δεν πληροί της προϋποθέσεις για να ρίξει την κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας. Η δεξιά και οι ΗΠΑ αφηνιάζουν, δεν κρατάνε πια κανένα πρόσχημα, αιματηρές συγκρούσεις λαμβάνουν χώρα στους δρόμους της Χιλής σχεδόν σε καθημερινή βάση.
Το πολιτικό μποϊκοτάζ, οι συστηματικές αντιδράσεις της Δεξιάς και του παρακράτους, έτσι όπως κινηματογραφούνται από τον Γκουσμάν και τους συνεργάτες τους, τους προβληματίζουν. Ο αέρας της Χιλής μυρίζει πραξικόπημα, οι βίαιες συγκρούσεις στους δρόμους, η αυτομόληση της Χιλιανής αστυνομίας και του στρατού, οι επεμβάσεις των δεξιών πολιτικών που καταγράφουν, καταδιώκουν και ανοίγουν φακέλους στους ανθρώπους του Αλιέντε δείχνουν πως η αστική τάξη αντεπιτίθεται άγρια και με βαρβαρότητα. Είναι, όμως, πεπεισμένοι μέχρι την τελευταία στιγμή πως ο Πρόεδρος θα ξεπεράσει τα εμπόδια και θα αποφύγει το πραξικόπημα. Ο στρατός, όμως, είχε άλλα σχέδια, κατακλύζει τους δρόμους, διαλύει διαδηλώσεις, σκοτώνει αγωνιστές. Ένα αποτυχημένο πραξικόπημα θα λάβει χώρα στις 29 Ιουνίου, αλλά ο προοδευτικός κόσμος της Χιλής ξέρει πως η μάχη τώρα μόλις ξεκινάει. Κάποιοι είναι έτοιμοι να αγωνιστούν μέχρι το τέλος για τη Δημοκρατία στη Χιλή, για τον Αλιέντε, για τον σοσιαλισμό. Κάποιοι άλλοι τα ζυγιάζουν διαφορετικά, οι πρώτοι εσωκομματικοί τριγμοί έχουν ξεκινήσει και ορισμένοι σύμμαχοι του Αλιέντε θέλουν να εγκαταλείψουν το καράβι πριν βουλιάξει με αυτούς μέσα.
Το τέλος του πρώτου μέρους θα είναι μια ωδή στη μνήμη του Αργεντίνου καμεραμάν Λεονάρντο Χένριχσεν, ο οποίος βιντεοσκοπεί τις συγκρούσεις ανάμεσα στον στρατό και τον Χιλιανό λαό δύο μήνες πριν το πραξικόπημα. Ένας στρατιώτης τον πυροβολεί και ο Χένρισχεν πέφτει νεκρός, το τελευταίο πλάνο του δείχνει τον ορίζοντα να χάνεται καθώς ο ίδιος σωριάζεται στον δρόμο.
«Το πραξικόπημα» (1976)
Το δεύτερο μέρος της τριλογίας, «Το πραξικόπημα» αποτελεί μια ζωντανή σκιαγράφηση των γεγονότων που οδήγησαν στην ημέρα του πραξικοπήματος της 11ης Σεπτεμβρίου. Η θυελλώδεις πολιτική κατάσταση αποτυπώνεται σε κάθε σεκάνς, από τις μαζικές διαδηλώσεις των υποστηρικτών του Αλιέντε, τις ταραχώδεις διαβουλεύσεις στο Κοινοβούλιο όπου ακόμα και βουλευτές της Λαϊκής Ενότητας καταψηφίζουν τις κυβερνητικές προτάσεις, τις αντιδραστικές απεργίες των Μεταφορέων που χρηματοδοτήθηκε από το CIA με σκοπό να παραλύσει τη Χιλιανή οικονομία, να σταθεί εμπόδιο στη διανομή των προϊόντων και να οδηγήσει για ακόμα μια φορά των λαό της Χιλής στην πείνα.
Όλοι γνωρίζουν και όλοι μιλούν για το επικείμενο πραξικόπημα, αλλά ο Αλιέντε και το κόμμα του, απομονωμένο πια από τις κεντρώες δυνάμεις και τους μετριοπαθείς συμμάχους του, βρίσκεται σε πολύ δυσμενή θέση, σχεδόν ανίκανο να διαχειριστεί μια κατάσταση που μοιάζει με καζάνι που βράζει. Οι δυτικές κυβερνήσεις έχουν κάνει σαφές πως θέλουν η κυβέρνηση του Αλιέντε να πέσει και ο φόβος μιας δημοκρατικής μετάβασης στον σοσιαλισμό να διαγραφεί από προσώπου γης.
Ένας διανοούμενος θα πει πως ο Κίσινγκερ φοβάται πιο πολύ τον Αλιέντε από ότι τον Κάστρο και ίσως να έχει δίκιο, αν λάβει κανείς υπόψη πόσο πολεμήθηκε ο Αλιέντε από την κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Ο Αρτούρο Αράγια, ο υπασπιστής του Ναυτικού και υποστηρικτής του Σαλβαδόρ Αλιέντε δολοφονείται εν ψυχρώ από μέλη της ακροδεξιάς παρακρατικής οργάνωσης Patria y Libertad. Στα πλάνα από την κηδεία του εντοπίζεται και ο αρχηγός του στρατού, Αουγκούστο Πινοσέτ. Είναι, πια, γεγονός ότι ο στρατός και οι παραστρατιωτικές οργανώσεις προσπαθούν να επιβάλλουν την ηγεμονία τους παντού, σε όλη τη Χιλή.
Τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο, και τα μέλη της Λαϊκής Ενότητας συνεδριάζουν και συζητούν σε κάθε χώρο δουλειάς, σε σωματεία, στο πανεπιστήμιο σε μια ύστατη προσπάθεια να υποστηρίξουν την κυβέρνηση Αλιέντε. Πρόκειται για ένα υπόδειγμα μαρξιστικής και διαλεκτικής σκέψης, ο τρόπος που ο Γκουσμάν αποτυπώνει το κίνημα της Χιλής στο φιλμ του. Είναι ένα πολύτιμο τεκμήριο για τους τρόπους οργάνωσης και στρατηγικής του φοιτητικού και αγροτικού κινήματος, μια πραγματική σπουδή στον διαλεκτικό υλισμό και τον τρόπο καταγραφής του και μεταφοράς του στον κινηματογράφο.
Οι οπισθοχωρήσεις του Αλιέντε, η προσπάθεια συνεργασίας με τους Χριστιανό-Δημοκράτες δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα. Οι όροι που θέτουν οι Χριστιανό-Δημοκράτες είναι ανυπόφοροι και ο Αλιέντε τους αρνείται, οι συζητήσεις θα πάψουν και ο πρόεδρος θα έρθει πάλι αντιμέτωπος με την οργή του παρακράτους και των μυστικών υπηρεσιών. Οποιαδήποτε προσπάθεια του Αλιέντε να παραμείνει στην εξουσία συντρίβεται με φόρα, είναι εμφανές πως το κράτος της δεξιάς δεν ενδιαφέρεται πια για καμία οπισθοχώρηση, για καμία δημοκρατική διέξοδο.
Ο λαός της Χιλής ξεχύνεται στους δρόμους, φωνάζει «Αλιέντε, μη φοβάσαι, ο λαός σου θα σε υπερασπιστεί».
Ξημερώνει η ημέρα του πραξικοπήματος. Το ναυτικό πρώτο αυτομολεί και ξεκινάει την αποστασία στο Βαλπαραϊσο μαζί με τέσσερα Αμερικανικά πολεμικά πλοία. Μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, όλοι οι υπερασπιστές του Συντάγματος και της Δημοκρατίας έχουν συλληφθεί. Τα πολεμικά αεροπλάνα αναλαμβάνουν να τσακίσουν την αντίσταση στο Λα Μονέδα και στο Πανεπιστήμιο, να σμπαραλιάσουν κάθε εστία αντίστασης στο Σαντιάγκο.
«Η ιστορία μου έδωσε μια θέση, και εγώ θα πληρώσω με τη ζωή μου την πίστη που έχω στον Χιλιανό λαό. Η ιστορία είναι δική μας, είναι το έργο του λαού. Ζήτω η Χιλή! Ζήτω ο λαός! Ζήτω η εργατική τάξη!».
Ο Αλιέντε αρνείται να παραδοθεί στον στρατό και αποχαιρετά τον λαό του μέσα από το Λα Μονέδα. Το Λα Μονέδα πέφτει και όσοι είναι μέσα είτε συλλαμβάνονται είτε σκοτώνονται, μαζί τους και ο σοσιαλιστής πρόεδρος που τόλμησε να ονειρευτεί να αλλάξει τον κόσμο.
Λίγες ώρες αργότερα, ο Πινοσέτ θα κάνει το πρώτο του διάγγελμα ως δικτάτορας στη δημόσια τηλεόραση της Χιλής. Από την 11η Σεπτεμβρίου και έπειτα ο μοναδικός σκοπός του στρατού είναι να διαλύσει το Χιλιανό εργατικό κίνημα, όλες τις εστίες της αντίστασης.
Η μάχη είχε τελειώσει και ξεκινούσε η σφαγή.
«Η δύναμη του λαού» (1979)
Το τρίτο μέρος της τριλογίας του Γκουσμάν, «Η δύναμη του λαού» αποτελεί μια συρραφή γεγονότων πριν από το πραξικόπημα, την περίοδο 1972-1973. Πρόκειται για ένα καθηλωτικό χρονικό που επικεντρώνεται σε όλες τις ραγδαίες κοινωνικές μεταβολές που κατάφερε η κυβέρνηση του Αλιέντε εκείνες τις 1000 ημέρες που έμεινε στην εξουσία. Το φιλμ παρακολουθεί πως η πεινασμένη και τρομοκρατημένη εργατική τάξη της Χιλής σηκώνει το ανάστημά της και αγωνίζεται με απύθμενο πάθος και πρωτόγνωρη ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Όπως και τα προηγούμενα μέρη της τριλογίας, και αυτό το φιλμ βρίσκεται στην αιχμή του δόρατος της μαρξιστικής θεωρίας, που διεισδύει στα βάθη της εργατικής τάξης, δίνει φωνή και υπόσταση στο Χιλιανό προλεταριάτο και στους αγώνες του.
Καταγράφονται οι στρατηγικές αυτοόργανωσης των εργατών, οι επιτροπές αγώνα που σχηματίστηκαν από άκρη σε άκρη της Χιλής, αλλά και τα γλέντια, οι μουσικές, τα αναγνώσματα και η πολιτική και πολιτιστική κουλτούρα ενός λαού που αναζητούσε το αδύνατο. Πρόκειται για τη δύναμη του λαού που αποφάσισε να σπάσει τις αλυσίδες του και να χειραφετηθεί, και ο Γκουσμάν είναι μάρτυρας αυτής της αναζωογονητικής χειραφέτησης του λαού του.
«Σύντροφε, είναι ή τώρα ή ποτέ. Είναι η ώρα της πάλης» θα πει ένας οικοδόμος στον δημοσιογράφο.
https://www.youtube.com/watch?v=nfq3E5JO7jk
Νοσταλγώντας την επίμονη μνήμη του φωτός
Μετά το πραξικόπημα, ο Πατρίσιο Γκουσμάν θα καταφύγει ως πολιτικός πρόσφυγας πρώτα στην Ισπανία και μετά στη Γαλλία, όπου εκεί θα εγκατασταθεί και θα αρχίσει να δουλεύει τις κόπιες που τράβηξε τα προηγούμενα χρόνια. Τα τρία φιλμ του θα αποτελέσουν μια γροθιά στο στομάχι για τον προοδευτικό κόσμο της εποχής και μαζί με τις πληροφορίες για τα βασανιστήρια και τις εξαφανίσεις αγωνιστών, αναζωπυρώνουν το ενδιαφέρον για την κατάσταση της Χιλής.
Ο Πινοσέτ, όμως, παραμένει το αγαπημένο παιδί των Αμερικανικών κυβερνήσεων αλλά και της Μάργκαρετ Θάτσερ, που στα τέλη της δεκαετίας του 1970 αναλαμβάνει τα ηνία του Ηνωμένου Βασιλείου. Το πείραμα του νεοφιλελευθερισμού μπορεί να πέτυχε στη Χιλή, αλλά με τρομερό κόστος, τώρα ήταν καιρός να πετύχει και με δημοκρατικά μέσα.
Ο Πατρίσιο Γκουσμάν, όμως, ποτέ δεν ξέχασε ότι η Χιλή άγγιξε για λίγο το όνειρο, ότι ο λαός της συνασπίστηκε κάποτε ενάντια στο τέρας του καπιταλισμού και ας τσακίστηκε τόσο σύντομα. Αυτή τη σμπαραλιασμένη, τραυματική μνήμη της Χιλής, ο Γκουσμάν έβαλε σκοπό της ζωής του να τη βάλει σε μια σειρά και να τη συντηρήσει, να την επιστρέψει πίσω στους συμπολίτες τους που ακόμα πάλευαν με τους εφιάλτες της δικτατορίας.
Να δώσει όνομα στους αγωνιστές που χάθηκαν αλλά και σε εκείνους που έμειναν πίσω, να τους ψάχνουν μια ολόκληρη ζωή. Να δώσει ορατότητα στους αυτόχθονες, που κυνηγήθηκαν ανελέητα από τη δικτατορία του Πινοσέτ, να θυμίσει την περηφάνια του πρόσφατου παρελθόντος, αυτή τη μοναδική περηφάνια που προσφέρουν οι συλλογικοί αγώνες ενός λαού.
Θα επιστρέψει στη Χιλή τη δεκαετία του 1990, και στις βαλίτσες του θα κουβαλάει μια κόπια από τη «Μάχη της Χιλής» που θα την προβάλλει σε παλιούς αγωνιστές, σε φοιτητές πανεπιστημίου, σε συγγενείς των θυμάτων. Πολλοί αναγνωρίζουν συντρόφους που «εξαφανίστηκαν», οι νέοι έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με το ιστορικό παρελθόν, αποκρυσταλλωμένο από τη χουντική προπαγάνδα. Μάρτυρες θα μιλήσουν για τα βασανιστήρια που υπέστησαν, για τις φυλακίσεις, για την εξορία, για την απομόνωση. Η μνήμη της Χιλής αρχίζει να παίρνει ξανά μορφή και τα τραύματα να ανοίγουν και να αιμορραγούν. Το ντοκιμαντέρ «Χιλή, η Επίμονη Μνήμη» που προβλήθηκε το 1997 είναι μια ελεγεία στα θύματα της δικτατορίας του Πινοσέτ, καταγράφει όλες αυτές τις μνήμες που θάφτηκαν στην έρημο Ατακάμα, που πετάχτηκαν στη θάλασσα, που γέμισαν με τάφους τη Χιλή.
Η «Υπόθεση Πινοσέτ» (2001), με αφορμή τη σύλληψη του Πινοσέτ στο Λονδίνο, θα δώσει φωνή στα ίδια τα θύματα που επέζησαν για να καταθέσουν ενώπιον των αρχών όσα βίωσαν. Η ταινία του Γκουσμάν αφηγείται πώς μια μικρή ομάδα ανθρώπων στη Μαδρίτη έθεσε τις βάσεις γι’ αυτό το απίθανο κατόρθωμα: να συλληφθεί ένας δικτάτορας 25 χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας. Το ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε από τη Σκότλαντ Γιάρντ, και το φιλμ παρακολουθεί και τις διεργασίες του βρετανικού νομικού συστήματος που επακολούθησαν. Ο Στρατηγός Πινοσέτ πέρασε 503 μέρες σε κατ’ οίκον περιορισμό σε μια έπαυλη έξω από το Λονδίνο, ώσπου η κυβέρνηση Τόνι Μπλερ τον άφησε ελεύθερο για λόγους υγείας. Ωστόσο, είχε προηγηθεί η ιστορική και με διεθνή αντίκτυπο απόφαση της Βουλής των Λόρδων, η οποία αφαιρούσε από τον Πινοσέτ τη νομική του ασυλία και όριζε πως ακόμα και οι επικεφαλής κρατών μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Ο Γκουσμάν θα ξαναβρεί την αγάπη του για τη χώρα του, για τους ανθρώπους της, για τα τοπία της. Θα φτιάξει τα επόμενα χρόνια, μεταξύ άλλων ταινιών που ήταν αφιερωμένες στον Αλιέντε και στη Χιλιανή μνήμη αλλά και αμνησία, ένα ακόμα τρίπτυχο το οποίο πρόκειται για ένα πραγματικό διαμάντι στην ιστορία του κινηματογράφου, τόσο τεχνικά, σκηνοθετικά όσο και σεναριακά, η πιο ώριμη στιγμή της φιλμογραφίας του Γκουσμάν.
«Η Τριλογία του Φωτός» (2010), «Το Μαργαριταρένιο Κουμπί» (2015) και η «Οροσειρά των Ονείρων» (2019) αποτελούν εξαιρετικά δείγματα του ποιοτικού κινηματογράφου που ο Γκουσμάν υπερασπίστηκε σε ολόκληρη τη ζωή του. Η Χιλή καταγράφεται από τον Βορρά μέχρι τον Νότο με φόντο ένα σύμπαν που συνεχώς διαστέλλεται. Στα φιλμ του, φυσικοί επιστήμονες, αστρονόμοι, ιστορικοί, αρχαιολόγοι, συγγραφείς και ζωγράφοι συνδέονται δραστικά με την πρόσφατη ιστορία της Χιλής, με το τραυματικό παρελθόν της.
Μόνο ένας σκηνοθέτης με την ψυχή του Γκουσμάν θα μπορούσε να συνδέσει τις αρχαιολογικές ανασκαφές των αρχαίων οικισμών της ερήμου Ατακάμα με τις έρευνες στο Ινστιτούτο Αστρονομίας που υπάρχει εκεί λόγω του φυσικού περιβάλλοντος που ευνοεί τέτοιου είδους επιστημονικές προσπάθειες, με τις γυναίκες που εδώ και δεκαετίες πηγαίνουν καθημερινά στην έρημο και σκάβουν για να βρουν τα λείψανα από τους νεκρούς συγγενείς τους αλλά και με τους αγώνες των σκλάβων και των εργατών στα ορυχεία αλατιού τον 19ο αιώνα.
Μη μπορώντας να αντισταθεί στον μαγικό ρεαλισμό, στις βαθιές θρησκευτικές ρίζες της Λατινικής Αμερικής των αυτοχθόνων που πάντα χαρακτηρίζονταν από μια βαθιά πνευματική ένωση με το μεταφυσικό στοιχείο, ο Γκουσμάν προσπαθεί και πάλι να αφουγκραστεί τον Χιλιανό λαό, να τοποθετήσει τη σκαπάνη της μνήμης ακόμα πιο βαθιά στο χώμα, να αναμοχλεύσει το παρελθόν. Λόγια από χώμα, λόγια από βροχή και από τα ποτισμένα φύλλα των δέντρων, των τροπικών δασών, των ζώων και των ψαριών, λόγια των επιβλητικών βουνών και των μαύρων θαλασσών. Λόγια και μνήμες, μνήμες που εγγράφονται μυστηριακά στα τοπία για χιλιάδες χρόνια για να συναντήσουν τους σύγχρονους κοινωνικούς αγώνες.
«Νομίζω ότι η ζωή είναι μνήμη, όλα είναι μνήμη. Δεν υπάρχει παρών χρόνος και όλα στη ζωή είναι μια θύμηση. Νομίζω ότι η μνήμη περικλείει όλη τη ζωή και όλο το πνεύμα», θα πει ο ίδιος ο Γκουσμάν.
Ο Πατρίσιο Γκουσμάν μίλησε για όλα όσα μας κάνουν σπουδαίους ως ανθρώπους, μίλησε για την ομορφιά ακόμα και αν βίωσε την απόλυτη ασχήμια του είδους μας.
Χρειάζεται μεγάλη γενναιότητα και κουράγιο να έχει ένας καλλιτέχνης ώστε να επιλέξει να βρεθεί στον κυκλώνα της ιστορίας και να μην χάσει τις ελπίδες του, να μας δώσει έργα στο μπόι των ονείρων μας, στο μπόι των ανθρώπων. Εκείνα τα έργα ώστε κανείς να μην μπορεί να πει πως «δεν ήξερε» ή πως «δεν θυμόταν».
Η επίμονη μνήμη θα βρίσκει τρόπους και διόδους να βγει στην επιφάνεια, καθώς πάντα θα νοσταλγεί το φως.