Η ανάληψη ευθύνης [για τις θέσεις κι απόψεις τους] μεταξύ των δυτικών και με έδρα τη Δύση «ειδικών» της Δυτικής Ασίας και της Βόρειας Αφρικής, είναι μάλλον σπάνια αν όχι ανύπαρκτη. Βιβλία, άρθρα, ακαδημαϊκές εργασίες και εκθέσεις για τα σημερινά ζητήματα, ιστορικό πλαίσιο και τάσεις του μέλλοντος αναλύονται σε απίστευτο ρυθμό, αλλά πολύ λίγα από όλα αυτά φαίνεται να «γερνούν» καλά. Ο Άρθουρ Χιου Κλαφ, βρετανός ποιητής του 19ου αιώνα, κάποτε έγραψε: «Νιότη ακμαία και ευτυχισμένη στην πρώτη αγάπη / τόσο ευγνώμονες για την ψευδαίσθηση». Ωστόσο, φαίνεται ότι για τους περισσότερους από αυτούς τους μέσης ηλικίας ειδικούς της «Μέσης Ανατολής», το πέρασμα του χρόνου και η εμπειρία δεν μειώνουν ούτε κατ’ ελάχιστον τις ψευδαισθήσεις τους.

Η χεγκελιανή έννοια του «τέλους της ιστορίας» βαραίνει ιδιαίτερα σχεδόν σε όλες τις αναλύσεις και έρευνες που αφορούν σε αυτό το μέρος της «Ανατολής» (Orient). Όντως, μπορεί κανείς να βρει βάσιμους παραλληλισμούς με τη δυτική γνώση, που έχει αποκτηθεί από άλλα μέρη του κόσμου. Η αλληλεπίδραση αυτής της κυρίαρχης δυτικής κοσμοθεωρίας – ενισχυμένης από την ίδια δεξαμενή άδηλης «γνώσης» – με τις σύγχρονες αναλύσεις δυτικών εμπειρογνωμόνων, καταλήγει αναπόφευκτα σχεδόν στο ότι όλες οι ιδεολογίες και οι δυνάμεις πέρα από τη σφαίρα του «δυτικού πολιτισμού» είναι παροδικές και ως εκ τούτου καταδικασμένες σε αποτυχία.

Αντικρύζοντας την περιοχή μέσα από τα τεχνητά πρίσματά τους, τους φαίνεται προφανώς αναπόφευκτη η τελική υποταγή του Ιράν και του Μετώπου της Αντίστασης. Σύμφωνα με τα ευρωκεντρικά συμπεράσματα των περισσοτέρων δυτικών αναλυτών, η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν δεν μπορεί να σχεδιάσει ένα επιτυχημένο και βιώσιμο μοντέλο Αντίστασης, πόσο μάλλον διακυβέρνησης, λόγω αυτών που [οι δυτικοί αναλυτές] θεωρούν πρωτόγονες και και οπισθοδρομικές (μη δυτικές) ρίζες της. Κι έτσι, παρά την αυξανόμενη επιρροή του Ιράν εν μέσω δυτικών κυρώσεων, σαμποτάζ, τρομοκρατίας και πολέμου, το δυτικό consensus εξακολουθεί να παραμένει ακριβώς το ίδιο εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Το Ιράν θεωρείται εύθραυστο και ίσως (ευτυχώς, λέει η Δύση) στα πρόθυρα της κατάρρευσης.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου [των 40 ετών], κάθε αλλαγή κυβέρνησης στο Ιράν έχει αντιμετωπιστεί με παρόμοιο τρόπο. Μετά τον θάνατο του ιμάμη Χομεϊνί το 1989, το consensus συμφώνησε πως το Ιράν ήταν στα πρόθυρα ριζικής αλλαγής και ότι πολύ σύντομα η Ισλαμική Δημοκρατία θα έπαυε να υπάρχει στη σημερινή της μορφή. Η εκλογή του πρώην προέδρου Χαταμί, το 1997, ερμηνεύτηκε ως αποτέλεσμα της έλλειψης δημοφιλίας του «καθεστώτος», ενώ η εκλογή του πρώην προέδρου Αχμαντινετζάντ θεωρήθηκε ως «η εχθρική απάντηση του κοινού στην κληρικοκρατία και τη διαφθορά». Ακριβώς αυτά, ο διαρκής χλευασμός, οι ευσεβείς πόθοι και η πνευματική περιφρόνηση, εξακολουθούν να θολώνουν τις προερχόμενες από τη Δύση αναλύσεις για το Ιράν σήμερα.

Μετά την άνοδό του στην εξουσία και την [μονομερή] αποχώρησή του από την πυρηνική συμφωνία, ο Τραμπ επανέφερε τις κυρώσεις μέγιστης πίεσης  (maximum pressure) του Ομπάμα, στοχεύοντας ακόμη πιο αδίστακτα τους απλούς Ιρανούς πολίτες. Και πάλι, οι αναλυτές του δυτικού κατεστημένου, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, προέβλεψαν ότι αναπόφευκτα το Ιράν θα υποκύψει στις πιέσεις των ΗΠΑ και της Δύσης και θα αποδεχθεί τις παράλογες και ταπεινωτικές αλλαγές στο συμφωνημένο Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (ΚΟΣΔ, Joint Comprehensive Plan of Action, JCPOA). Ανεξάρτητα από το πόσο συχνά οι Ιρανοί εξηγούσαν ότι δεν πρόκειται να αποδεχθούν ούτε την πολιτική κατευνασμού ούτε καμία αλλαγή στην πυρηνική συμφωνία, ακόμη και αναλυτές που είχαν στραφεί εναντίον του Τραμπ συνέχισαν να επαναλαμβάνουν ότι αυτό [η υποταγή του Ιράν] ήταν αναπόφευκτο.

Εν μέρει λόγω της αφελούς και αισιόδοξης προσέγγισής του προς τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, και εν μέρει λόγω των οδυνηρών συνεπειών των φιλελεύθερων οικονομικών μεταρρυθμίσεών του, ο Ρουχανί και οι ρεφορμιστές σύμμαχοί του έγιναν σταδιακά βαθιά αντιπαθής για τους περισσότερους Ιρανούς. Και αυτό συνέπεσε με την άνοδο του Σεγιέντ Ιμπραήμ Ραϊσί στις δημοσκοπήσεις. Είδαν τον Ραϊσί ως προσωπικότητα ξεκάθαρα κατά της διαφθοράς, που προωθούσε μεγαλύτερη κοινωνική δικαιοσύνη και που ήταν επίσης ασυμβίβαστος σε θέματα εθνικής κυριαρχίας. Το μήνυμά του προς τα δυτικά καθεστώτα ήταν ότι το Ιράν θα αποδεχθεί την εφαρμογή της πυρηνικής συμφωνίας, μόνο εάν οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί της τηρήσουν πλήρως τις δεσμεύσεις τους.

Εδώ, λοιπόν, και πάλι οι δυτικοί αναλυτές και ψευτο-ειδικοί μπέρδεψαν τους δικούς τους ευσεβείς πόθους και τις δικές τους Οριενταλιστικές προσδοκίες με την πραγματικότητα.

Υποστήριξαν ότι «το Ιρανικό πολιτικό κατεστημένο μπλοκάρισε τις προσπάθειες του Προέδρου Ρουχανί να αναβιώσει την πυρηνική συμφωνία, καθησυχάζοντας με νέες παραχωρήσεις τις δυτικές κυβερνήσεις, έτσι ώστε να έρθει στην εξουσία ένας “συντηρητικός” (Principalist), ο οποίος θα κατευνάσει αυτός τις ίδιες τις δυτικές δυνάμεις, υπονομεύοντας τις Ιρανικές αρχές της Εθνικής Κυριαρχίας».

Αυτή η περίεργη, αλλά συνηθισμένη (mainstream), δυτική ανάλυση δείχνει σαφώς ότι οι δυτικές χώρες εξακολουθούν να μην κατανοούν την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, βασιζόμενες στην Χέγκελιανης επιρροής κοσμοθεώρησή τους. Αν δεν υπάρξει κεφαλαιώδης αλλαγή στη νοοτροπία της Δύσης, αυτά όλα θα οδηγήσουν σε περαιτέρω λανθασμένους υπολογισμούς και συγκρούσεις με το Ιράν και τους συμμάχους του. Σε αντίθεση με τις υπερβολικές προσδοκίες τους, ο Πρόεδρος Ραϊσί δεν προτίθεται να εξευμενίσει τις δυτικές κυβερνήσεις και μόνον καλό τέλος δε θα έχουν τα παιγνίδια υποχωρήσεων (game of chicken) που θέλουν να παίξουν οι αντίπαλοι του Ιράν, με βάση αυτή την ελλιπή ανάλυση.

* Ο Σαγιέντ Μωχάμαντ Μαραντί είναι καθηγητής Αγγλικών σπουδών και Οριενταλισμού στο Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης. Το άρθρο μετάφρασε από τα αγγλικά η Λαμπρινή Θωμά, με την άδεια του συγγραφέα.