του Θάνου Καμήλαλη

Η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί ήδη να τα ρίξει στον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί, όπως λέει, το αίτημα Μιχαλολιάκου βασίζεται σε μία ρύθμιση που επανήλθε τον Φεβρουάριο του 2019 κι έδινε τη δυνατότητα στους  πρώην πρόέδρους κοινοβουλευτικών ομάδων να διορίσουν έναν μετακλητό υπάλληλο της επιλογής τους στη Βουλή. Αλλά δεν διόρισε τη Ζαρούλια ο τότε πρόεδρος της Βουλής, Νίκος Βούτσης. Αυτός επανέφερε μία ρουσφετολογική διάταξη. Ένα κόμμα που δεν εκπροσωπείται πια στη Βουλή δεν θα πρεπε να χει τη δυνατότητα να διορίζει ανθρώπους στη Βουλή, τόσο απλά. Ούτε όμως είναι ο Βούτσης αυτός που είπε «ναι» σε αίτημα του Μιχαλολιάκου για διόρισμο υπόδικης σε μία από της σημαντικότερες δίκες της σύγχρονης ιστορίας. Ο Τασούλας παραλίγο να το κάνει, με την υπογραφή του.

Το έκανε μάλιστα σε απόφαση που δημοσιεύθηκε 5 μέρες πριν την έκδοση της απόφασης. Μάλλον θα διάβασε τι υπέγραψε. Προσπάθησε κιόλας, μέσω «πηγών» που διέρρευσαν σε πολλά ΜΜΕ, να υπερασπιστεί την απόφαση, λέγοντας ότι είναι «δικαίωμα του Μιχαλολιάκου». Υπήρχε ένα κάποιο ερωτηματικό στην αρχή αν γινόταν να μην υπογράψει άμεσα, μέχρι την απόφαση. Τελικά ναι, υπήρχε, όπως ομολόγησε ο ίδιος στην ανακοίνωσή του για το πάγωμα του διορισμού. Προηγήθηκαν βέβαια οι μαζικές αντιδράσεις πρώτα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στη συνέχεια από σύσσωμη την αντιπολιτευση, που έφεραν «παρέμβαση Μαξίμου», που έφεραν όλα μαζί το άδειασμα του Προέδρου της Βουλής.

Πάλι καλά βέβαια, γιατί το τελευταίο που χρειαζόταν θα ήταν ένα ακόμα πλυντήριο νομιμότητας της δράσης της Χρυσής Αυγής. Να της φερθεί δηλαδή το πολιτικό σύστημα, ελάχιστες μέρες πριν την απόφαση ως «ένα κανονικό κόμμα», παρά τη σωρεία στοιχείων που αποκαλύφθηκαν όλα αυτά τα χρόνια περί της εγκληματικής οργάνωσης και των ταγμάτων εφόδου.

Υπογράφοντας όμως τον διορισμό, ο Τασούλας, στην καλύτερη, απλά αδιαφόρησε για την έκβαση της ιστορικής δίκης της Χρυσής Αυγής, που έρχεται σε ελάχιστο διάστημα. Δεν είναι και μικρό πράγμα, ο Πρόεδρος της Βουλής να δείχνει τέτοια αδιαφορία και να προχωράει σε τέτοια γκάφα, είναι εξευτελιστικό για τον θεσμό που εκπροσωπεί, τον «ναό της Δημοκρατίας». Και μάλιστα να ανακαλεί μόνο μετά το «τράβηγμα του αυτιού» από το Μέγαρο Μαξίμου και μετά τις φωνές στα social media. Φυσικά, για ακόμη μία φορά, από ακόμα μία μεγάλη «γκάφα» του κόμματος Μητσοτάκη, λείπει έστω η συγγνώμη. Η καχυποψία φυσικά είναι έκδηλη στις αντιδράσεις, γιατί υπάρχουν και πολλές αναμνήσεις, που όσο κι αν θα θελαν πολλοί, δεν σβήνουν.

Τουλάχιστον λοιπόν, είναι μία ευκαιρία να θυμηθούμε έτσι τον Τάκη Μπαλτάκο, σύμβουλο του τότε πρωθυπουργού Σαμαρά που συνομιλούσε με τους νεοναζί. Ή τα πλυντήρια σε κανάλια και μεγάλες εφημερίδες, με τα λαιφστάιλ άρθρα για τον «γόη Κασιδιάρη» και το τατουάζ του και τον «ροκά Καιάδα». Ή τα «είναι αυθεντικό κίνημα» του Ανδρέα Λοβέρδου, τη «σοβαρή Χρυσή Αυγή» του Μπάμπη Παπαδημητρίου και πάρα πολλά ακόμα. Το ποιοι και πόσοι δηλαδή, χάιδευσαν το φίδι, το βοήθησαν να γίνει «mainstream» πριν αρχίσει να δαγκώνει όλο και πιο επικίνδυνα. Το πώς δηλαδή ένα ολόκληρο σύστημα ήταν σε κάποιο χορνικό σημείο πρόθυμο να αποδεχθεί τους χρυσαυγίτες ως κάτι «φυσιολογικό» για το πολίτευμα.

Α, και δεν είναι αθώοι. Στη φυλακή είναι το αίτημα, όχι στη Βουλή.