Όπως μετέδωσε το επίσημο πρακτορείο ειδήσεων της χώρας, ο δικαστής Φαντί Σαουάν απηύθυνε κατηγορίες εναντίον του Χασάν Ντιάμπ, του πρώην υπουργού Οικονομικών Αλί Χασάν Κχαλίλ, καθώς και κατά των Γκχαζί Ζεϊτάρ και Γιουσέφ Φενιάνος, και οι δύο πρώην υπουργοί δημοσίων έργων.

Και οι τέσσερις κατηγορούνται για αμεριμνησία και αμέλεια που οδήγησε, στις 4 Αυγούστου στον θάνατο πάνω από 200 ανθρώπους, ενώ τραυματίστηκαν χιλιάδες, κατά την έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού. Η έκρηξη προκλήθηκε από την ανάφλεξη ενός μεγάλου αποθέματος εκρηκτικού υλικού (νιτρική αμμωνία) που είχε αποθηκευτεί στο λιμάνι για χρόνια, εις γνώσιν κορυφαίων αξιωματούχων ασφαλείας και πολιτικών που δεν έκαναν τίποτα γι ‘αυτό.

Αυτοί οι τέσσερις είναι οι πιο υψηλόβαθμοι κρατικοί λειτουργοί που έχουν κατηγορηθεί μέχρι στιγμής κατά την έρευνα, η οποία διεξάγεται κρυφά, με τη λαϊκή οργή να έχει διογκωθεί, λόγω της αργής εξέλιξής της, της έλλειψης απαντήσεων και του γεγονότος ότι δεν έχουν κατηγορηθεί ανώτεροι αξιωματούχοι.

Περίπου άλλοι 30 κρατικοί υπάλληλοι ασφαλείας, λιμενικοί και τελωνειακοί έχουν τεθεί υπό κράτηση.

Ο Ντιάμπ, πρώην καθηγητής στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού, ο οποίος έγινε πρωθυπουργός στα τέλη του περασμένου έτους, παραιτήθηκε λίγες μέρες μετά την έκρηξη, η οποία ισοπέδωσε το κύριο λιμάνι της χώρας και κατέστρεψε μεγάλα τμήματα της πόλης. Ο Ντιάμπ συνέχισε να κυβερνά υπό την ιδιότητα του επιμελητή, ενώ οι προσπάθειες για σχηματισμό νέας κυβέρνησης έχουν αδρανήσει εν μέσω πολιτικών διαφορών.

Η έκρηξη της 4ης Αυγούστου θεωρείται από τις μεγαλύτερες μη πυρηνικές εκρήξεις που έχουν καταγραφεί ποτέ.

Ο Ζεϊτάρ ήταν υπουργός Μεταφορών και Δημοσίων Έργων το 2014, ακολουθούμενος από τον Φενιάνος το 2016, ο οποίος κατείχε τη θέση μέχρι τις αρχές του 2020. Ο Κχαλίλ ήταν υπουργός Οικονομικών το 2014, το 2016 και μέχρι το 2020.

Έγγραφα που εμφανίστηκαν αμέσως μετά την έκρηξη, αποδεικνύουν ότι τουλάχιστον 10 φορές τα τελευταία έξι χρόνια, αρχές από τα τελωνεία, τον στρατό, τις υπηρεσίες ασφαλείας και το δικαστικό σώμα του Λιβάνου είχαν σημάνει συναγερμό για τη διατήρηση ενός τόσο τεράστιου αποθέματος δυνητικά επικίνδυνων χημικών ουσιών, χωρίς σχεδόν καμία προστασία, στο λιμάνι, στην καρδιά της Βηρυτού.

Ο πρόεδρος Μισέλ Άουν, στο αξίωμα από το 2016, είπε ότι έμαθε πρώτη φορά για το επικίνδυνο απόθεμα σχεδόν τρεις εβδομάδες πριν από την έκρηξη και διέταξε αμέσως στρατιωτικές υπηρεσίες και υπηρεσίες ασφαλείας να κάνουν «ό,τι χρειαζόταν». Υποστήριξε ωστόσο ότι η ευθύνη του έληξε εκεί, λέγοντας ότι δεν είχε καμία εξουσία επί του λιμανιού και ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν ενημερωθεί για την παρουσία του.

Διαβάστε το αφιέρωμα του TPP για την φονική έκρηξη στη Βηρυτό:

Αποστολή στη Βηρυτό: Αύγουστος 2020