Του Κωνσταντίνου Πουλή

Ο Στέφανος Κασιμάτης (συντάκτης του ιστορικού: «Η ευκαιρία της Χρυσής Αυγής για τη δημοκρατία», όπου έλεγε ότι οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Χρυσή Αυγή – εδώ ένα απάνθισμα από την ίδια φυλλάδα) ξαναχτύπησε: Γράφει αρχικά ότι δεν τον ενδιαφέρει η Βραζιλία, γιατί είναι μακριά και, έτσι κι αλλιώς, «μουσική και Βραζιλιάνες βρίσκεις εύκολα και στην Ευρώπη, εφόσον έχεις τα λεφτά». Φαντάζομαι ότι, ως πληρωμή για τέτοια κείμενα, η «Καθημερινή» θα εξασφαλίζει στον αρθρογράφο της αρκετά λεφτά για να αγοράζει μουσική και Βραζιλιάνες. Με δεδομένα όσα έχουν γραφτεί για την παιδική πορνεία στις διεθνείς αθλητικές συναντήσεις και πιο ειδικά στη Βραζιλία του μουντιάλ, αυτό είναι ένα εντελώς ανώδυνο αστειάκι. Φαντάζομαι ότι ο Δένδιας θα ξεκαρδίστηκε.

Συνεχίζει αναφέροντας πως κάποιοι ηλίθιοι στη Βραζιλία οργανώνουν μουντιάλ για φτωχούς, χωρίς να λάβουν υπόψη τους «κάτι βασικό για την ανθρώπινη φύση: ότι ο άνθρωπος ως άτομο, προτιμά να είναι με τους πλούσιους, έστω και ως θεατής στο μουντιάλ, παρά με τους φτωχούς». Αφήνω κατά μέρος την λεγόμενη «πλάνη της φυσιοκρατίας» (τι θα πει «ανθρώπινη φύση»;) και αναφέρομαι σε μια άλλη πλάνη, μεγαλύτερη, ότι θεωρεί πως ατομικά θα προτιμούσαμε τη δυσώδη συντροφιά των ματσωμένων κτηνών που τον περιστοιχίζουν, από οποιαδήποτε άλλη. Ολίγη ανθρωπολογία (αν όχι ολίγη τσίπα) θα τον δίδασκε όμως ότι υπάρχουν και άλλα ενδιαφέροντα στη ζωή, εκτός από τον πλούτο.

Καταλήγει γράφοντας: «Η πλάνη των βλαμμένων αριστεριστών (περιττολογία: βλαμμένος = αριστεριστής)» μας βοηθάει να δούμε ότι «ο μαρξισμός είναι η θρησκεία των βλακών και των τεμπέληδων (ιδιότητες παρεμφερείς ούτως ή άλλως), εκείνων που δεν τολμούν να επιδιώξουν (να διακινδυνεύσουν) μόνοι τη βελτίωση της ζωής τους». Εδώ ο αρθρογράφος από την πολλή ξετσιπωσιά αρχίζει πια να θυμίζει ιδιοκτήτη δημοφιλούς καφετέριας, που στα διαλείμματα της δουλειάς παρλάρει λιγάκι περί μαρξισμού στα κορίτσια που σερβίρουν, για να επαινέσει το δαιμόνιό του, που τον βοήθησε «να φτάσει εκεί που έφτασε».

Εν ολίγοις, η ιδέα ότι η οικονομική επιτυχία οφείλεται στην τόλμη του επιχειρηματία δεν προσκρούει μόνο στην ελληνική εμπειρία, των τολμητιών που βάζουν ρήτρα ότι θα εισπράττουν διόδια ακόμη και αν δεν περνάνε αυτοκίνητα, και το κράτος υπογράφει ότι αν πέσει η κυκλοφορία θα πληρώνουν οι βλάκες και τεμπέληδες, συνιστά αντικείμενο κριτικής διεθνώς (βλ. και σχολιασμό εδώ). Ακόμη και η Google, ακόμη και η Apple ξεκίνησε με κεφάλαιο μισού εκατομμυρίου δολαρίων από τη  Small Business Investment Company, που είναι κρατική, και όχι σε κάποιο φαντασιακό γκαράζ γεμάτο καινοτομία και ιδιοφυία. Και αυτά παίρνοντας μάλλον τα λιγότερο προκλητικά παραδείγματα, και όχι τις φαρμακοβιομηχανίες ή τις διασώσεις των τραπεζών. Η ιδέα ότι κάθε γιος και εγγονός επιχειρηματία, κάθε μεγαλοκαρχαρίας που κάνει σκι, κάθε κρατικοδίαιτος μαλάκας με γεμάτο πορτοφόλι, θα μπορεί να ειρωνεύεται τον ιδρώτα εργαζόμενων ανθρώπων και να τους αποκαλεί τεμπέληδες δεν είναι ζήτημα κοινωνιολογικής διαφωνίας, είναι απλώς ο Κασιμάτης που εκφράζεται ως γομάρι. Κι αν με ρωτήσει κανείς τι σημασία έχει το ηθικό ποιόν του Κασιμάτη, θα έλεγα ότι το ζήτημα είναι σε κάθε εποχή τι είναι αυτό που λέγεται χωρίς κανείς να κοκκινίζει. Η ποιοτική κατάρρευση της εφημερίδας στην οποία αρθρογραφεί ο Κασιμάτης αντικατοπτρίζει την πολιτική στροφή της κοινωνίας μας σε θέσεις όλο και πιο ακραίες, όλο και πιο ωμές. Όταν το πρωθυπουργικό περιβάλλον περιλαμβάνει τη γνωστή παρέα, αυτό το ήθος διαχέεται. Εκείνοι που υποτίθεται ότι υποστηρίζουν την αστική ευπρέπεια ενάντια στον πρωτογονισμό των λαϊκών στρωμάτων, γίνονται φορείς μιας καφενειακής δεξιάς μαγκιάς, της οποίας πρώτος διδάξας είναι ο πρωθυπουργός. Γίνεται, λίγο πολύ, το πνεύμα των καιρών. Ως τέτοιο έχει, δυστυχώς, ευρύτερο ενδιαφέρον. Για όσους επιμένουν να με ρωτούν καλόπιστα τι θέλω και ασχολούμαι, απαντώ όπως ο υποκόμης Ντε Βαλμόν στις Επικίνδυνες Σχέσεις: τι να κάνω, έτσι είμαι εγώ.