Ο οδεύων προς την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί τεστ αντοχής και ελπίδας για την ΕΕ και την ευρωζώνη, στην παρούσα ιδίως φάση κατά την οποία οι δύο σχηματισμοί κυριαρχούνται από τη Γερμανία, από το μείγμα νεοφιλελευθερισμού και δημοσιονομισμού αλλά και χαρακτηρίζονται από την ενεργότερη ανάμειξη τους στους ενδό- ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς που οξύνονται.

Το ερώτημα λοιπόν είναι αν αντέχουν οι σχηματισμοί αυτοί στην παρούσα ιστορική φάση τους την- κατά τα άλλα απολύτως λογική στο αστικό πλαίσιο- άσκηση Κεϋνσιανής πολιτικής προκειμένου η χώρα να μειώσει την ανεργία και να προωθήσει κάποια εκδοχή παραγωγικής ανασυγκρότησης; Επί της αρχής θα αναρωτιόταν κανείς γιατί όχι.

Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Οι ισχυρές αντιθέσεις μεταξύ των εθνικών αστικών τάξεων της Ευρωζώνης και η ενίσχυση της θέσης της Γερμανίας λόγω της ακολουθούμενης πολιτικής- ακόμα και αν εν τέλει αποδειχθεί αδιέξοδη- προκαλούν μια αντιδραστική δυσκαμψία στην Ευρωζώνη, πολύ εντονότερη από αυτή που κανείς εντοπίζει εν γένει στις αγορές.

Η Ευρωζώνη συνολικά και ειδικότερα όσοι κατά βάση λαμβάνουν τις αποφάσεις εντός της είναι αποφασισμένοι να επιμείνουν στην παρούσα πολιτική, με ελάχιστες στην καλύτερη περίπτωση υποχωρήσεις, προκειμένου να μη μεταδοθεί το μήνυμα ότι είναι εφικτή μια γενικευμένη αλλαγή πολιτικής που άμεσα θα επιδρούσε καταλυτικά στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Ισπανία. Επίσης γιατί το Βερολίνο θεωρεί ότι κερδίζει από τη μέχρι σήμερα ακολουθούμενη πολιτική

Έτσι, ενώ  ο ΣΥΡΙΖΑ πράγματι επιδιώκει μια άλλη ΕΕ και Ευρωζώνη, ενώ λαοί και πολίτες επιθυμούν μια έστω μετριοπαθή αλλαγή, αυτοί που αποφασίζουν είναι αποφασισμένοι να επιμείνουν στα ίδια. Αυτή είναι η σύγκρουση: πώς να αλλάξεις κάτι ή κάποιον που δε θέλει να αλλάξει όταν δεν έχεις τη δύναμη να του επιβάλλεις την αλλαγή που επιδιώκεις.

Εξ ου και το ζήτημα δεν αφορά καλές ιδέες ή ικανούς διαπραγματευτές ή ακόμα και τη διάθεσή σου να περιγράψεις την αλήθεια όπως την αντιλαμβάνεσαι αλλά πρώτον το συσχετισμό ισχύος εντός ενός ιδιόμορφου μοντέλου περιφερειακής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, δεύτερον πόσο μακριά είναι διατεθειμένη η όποια πολιτική δύναμη να πάει, τρίτον ποιό σχέδιο διαθέτει σε σχέση με το δεύτερο στοιχείο και τέταρτον ποιά είναι η διάθεση των πολιτών: είναι ενημερωμένοι  και αποφασισμένοι να στηρίξουν μια γνήσια εναλλακτική και άρα εν δυνάμει συγκρουσιακή στρατηγική ενάντια στο συσχετισμό ισχύος και απέναντι στο πλαίσιο που δεσμεύει τη χώρα ή παραμένουν εγκλωβισμένοι στη φαντασίωση μιας αλλαγής πολιτικής με ελάχιστες ή και μηδενικές ρήξεις; Δυστυχώς σήμερα ακόμα η απάντηση τείνει να είναι η δεύτερη, με ευθύνη και της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Εγείρεται όμως και το εξής δεύτερο ερώτημα: αν δεχτούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σηματοδοτεί μια ελπίδα για την ΕΕ και για την Ευρωζώνη, αυτή η ελπίδα είναι πράγματι ουσιαστική ακόμα και αν ήθελε υλοποιηθεί; Μια ΕΕ και μια Ευρωζώνη που θα δεχόταν το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και που θα το υποστήριζε, που ακόμα θα προχωρούσε και σε κάποιο διακανονισμό του χρέους είναι μια ΕΕ και μια Ευρωζώνη που βγάζουν το λαό από την κρίση;

Με άλλα λόγια ακόμα και στην καλύτερη για το ΣΥΡΙΖΑ περίπτωση θα επέτρεπαν ή και θα στήριζαν την παραγωγική ανασυγκρότηση βάσει δημοκρατικού σχεδιασμού, με ισχυρές δημόσιες επενδύσεις, ένα επαρκές κοινωνικό κράτος που να ενισχύει τις δυνατότητες των πολιτών και το δίχτυ ασφάλειας, μια νέα πανευρωπαϊκή συμφωνία εξόδου από το νεοφιλελεύθερο και μονεταριστικό πρότυπο, έστω προς μια κεϋνσιανή κατεύθυνση και μια μεταβολή της κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής προς την κατεύθυνση της ειρήνης και της πολυμερούς συνεργασίας;

Η απάντηση είναι διπλά αρνητική: το μεν πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, προσαρμοσμένο συνειδητά σε έναν εξαιρετικά χαμηλωμένο πήχυ ο οποίος από την εν γένει κρίση ξεχωρίζει κυρίως το ανθρωπιστικό σκέλος και εμμένει στη διαπραγμάτευση για το χρέος δε διαθέτει ουσιαστικές επεξεργασίες προς τις παραπάνω κατευθύνσεις. Η ΕΕ και η Ευρωζώνη δε είναι αντιθετικές προς όποια ουσιαστική πολιτική ανασυγκρότησης. Εκεί που απαιτούνται λοιπόν βαθύτατοι, επαναστατικοί σχεδόν μετασχηματισμοί μπορεί κανείς στην καλύτερη περίπτωση να ελπίζει σε πρόσκαιρη και ανεπαρκή ανακούφιση.

Αυτό είναι και το πρόβλημα με την ελπίδα που κομίζει ο ΣΥΡΙΖΑ για την ΕΕ και για την Ευρωζώνη: πέραν του ότι όπως όλα δείχνουν δε θα υλοποιηθεί και αν ακόμη επιβεβαιωθεί θα αποδειχθεί ανεπαρκής και αδύναμη να βγάλει το λαό από την κρίση. Η ελπίδα για την ΕΕ και για την Ευρωζώνη δεν είναι ελπίδα για τους λαούς τους.