Πολύ λίγοι -καλώς ή κακώς-  υπήρξαν οι δάσκαλοί μου στη δημοσιογραφία (ευτυχώς όμως διδάσκομαι ακόμα από αρκετούς, κυρίως νεότερους από μένα).  Ένας απ’ αυτούς τους λίγους ήταν ασφαλώς ο Φίλιππας.

Το πρώτο μάθημα μου το πρόσφερε πολύ προτού αποφασίσω να γίνω δημοσιογράφος (δες εδώ).

Πριν όμως από τη δημοσιογραφία, του χρωστάω κάτι άλλο: Ο Φίλιππος με έκανε μπασκετικό, κάτι που μου ’δωσε πολλές χαρές στη ζωή μου. Για πολλά χρόνια αισθανόμουν σαν να ανήκα σε μια σέχτα. Το ενδιαφέρον είναι ότι όταν αργότερα -μετά το ’87- το σπορ έγινε ευρέως δημοφιλές, σαν να μας κακοφάνηκε λιγάκι…

Δεν θα μιλήσω εδώ για την τεράστια καριέρα του Συρίγου και για τις μεγάλες του αποκαλύψεις, ούτε καν για την προδρομική εκστρατεία του εναντίον των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 (που έδωσε φτερά και σε πολλούς άλλους να γράψουμε γι’ αυτό το θέμα κόντρα στο κλίμα της εθνικής υστερίας). Επιλογές υψηλού επαγγελματικού ρίσκου, που άλλωστε κάποια στιγμή του στοίχισαν τον σοβαρό τραυματισμό του σε νυχτερινή ενέδρα. Άλλοι αρμοδιότεροι ασφαλώς θα γράψουν γι’ αυτά. Εδώ θέλω απλώς να γράψω κάτι δικά μου.  

Το 1988 πιάνω δουλειά στην Ελευθεροτυπία και γνωρίζω από κοντά το ίνδαλμά μου. Υπήρξε μια δυσκολία τότε, ένα κοντράστ, γιατί η εξωτερική εντύπωση που έδινε ο Συρίγος ήταν ενός άκρως επιθετικού και κυνικού τύπου που τους είχε όλους γραμμένους. Έπρεπε να ξύσεις αρκετά αυτό το προσωπείο ώστε να ανακαλύψεις από κάτω τις πολλαπλές ποιότητες του Φίλιππου. Κάτι που αξίζει να αναφέρω επ’ αυτού είναι ότι με έκπληξη διαπίστωσα, αρκετά χρόνια αργότερα, με πόση στοργή τον θυμόντουσαν οι… συμμαθήτριές του από την Ιταλική Σχολή. Αλλά και οι δικές μου προσωπικές εμπειρίες από δύσκολες επαγγελματικές περιστάσεις που καμιά φορά εμφανίζονται στη ζωή μιας εφημερίδας, είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά έναν μεγαλειώδη Συρίγο που όταν χρειάστηκε επέδειξε λεπτότητα, σύνεση και διακριτικότητα. Δεν χρειάζεται να μπω σε λεπτομέρειες, κρατήστε όμως αυτό το βίωμα, που είμαι βέβαιος ότι θα το αναγνωρίσουν οι περισσότεροι αν όχι όλοι όσοι έχουν συνεργαστεί άμεσα μαζί του.

Ψάχνω να βρω πώς θα μπορούσα να τον χαρακτηρίσω με μία και μόνη λέξη. Έπειτα από πολλή σκέψη καταλήγω στο επίθετο «ταλαντούχος». Εκφωνητής με ρυθμό, με γνώσεις, επίπεδο, καλή γλώσσα και με τη γνωστή μπάσα φωνή, τολμηρός ρεπόρτερ, γραφιάς με κείμενο λαϊκό και ευθύβολο, εξαίρετος υλατζής και αποτελεσματικός μάνατζερ. Μια τεράστια γκάμα που δύσκολα τη συναντάς σε έναν μόνο άνθρωπο. Σαν όλ’ αυτά να μην είναι αρκετά, τα τελευταία χρόνια διακρίθηκε επίσης με τις κοφτές και καίριες εβδομαδιαίες πολιτικές αναλύσεις του στην τελευταία σελίδα της Ελευθεροτυπίας.

Ήταν τόσο πολυσχιδής η δημοσιογραφική του επάρκεια, που σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να διεκπεραιώσει καλά τα πάντα – ακόμα και τη στήλη της λογοτεχνικής κριτικής. Αν και γι’ αυτό το τελευταίο διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις. Πριν από μερικά χρόνια είχα γράψει ένα βιβλίο για τον Παναθηναϊκό και σχεδιάζοντας την παρουσίασή του ξεκίνησα τη σύνθεση του πάνελ με τον Συρίγο.  Δέχτηκε με προθυμία, μολονότι οι φιλολογικές συζητήσεις δεν συγκαταλέγονταν στις άμεσες προτιμήσεις του. Στην ομιλία του δεν είπε ούτε μια καλή κουβέντα για το βιβλίο («εδώ δεν ήρθαμε να πούμε τα αυτονόητα»), απλώς καταφέρθηκε με σκληρά αλλά θεμελιωμένα λόγια κατά του Παναθηναϊκού για την υπόθεση του γηπέδου (σε ποιους; ενώπιον ενός ακροατηρίου συντριπτικά παναθηναϊκού), κάθετος, λιτός και αυτάρκης.

Ο μικρός αυτός αποχαιρετισμός  θα ήταν κουτσός αν παρέλειπα να αναφέρω τη μεγάλη αγάπη του Συρίγου για τις ιπποδρομίες – ως θεατής, ως χομπίστας, ως εγκυκλοπαιδιστής αλλά και ως παράγων. Πραγματικός Φίλιππος.