«Εάν πεθάνω, θέλω να ξαναγεννηθώ σαν ποδοσφαιριστής. Και συγκεκριμένα ο Ντιέγκο Μαραντόνα. Είμαι ένας παίκτης που μοιράζει χαρά στον κόσμο και αυτό από μόνο του με γεμίζει».

Ο Ντιέγκο Αρμάνδο Μαραντόνα γεννήθηκε στο Λανούς της Αργεντινής στις 30 Οκτωβρίου του 1960 και το μόνο σίγουρο είναι ότι ήρθε στη ζωή για να παίξει ποδόσφαιρο και να περάσει μια ζωή που τη ζήλεψαν πολλοί. Ίσως όχι όλα της τα σημεία αλλά σίγουρα τα περισσότερα. Γιος τους Ντιέγκο Μαραντόνα «Τσιτόρο» και της Νταλμα Σαλβαδόρ Φράνκο «Δόνα Τότα», βρέθηκε σε ηλικία 8 χρονών να παίζει μπάλα στη γειτονιά του και τρέλανε τον, τότε προπονητή  της ομάδας νέων της Αρχεντίνος Τζούνιορς, Φράνσις Κορνέγιο.

«Όταν ο Ντιέγκο ήρθε στην Αρχεντίνος Τζούνιορς για δοκιμές, ήμουν πραγματικά τρελαμένος από το ταλέντο του και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν μόλις οκτώ ετών. Είχε τη διάπλαση ενός παιδιού αλλά το παιχνίδι του ήταν αυτό ενός ενήλικα. Όταν ανακαλύψαμε ότι μας είπε την αλήθεια αποφασίσαμε να αφιερώσουμε τον εαυτό μας καθαρά σε αυτόν».

Από τα 10 του χρόνια έπαιξε με την εφηβική ομάδα της Αρχεντίνος Τζούνιορς, την «Cebollitas», και  το σερί έγραψε 136 συνεχόμενες νίκες. Κάπως έτσι έφτασε να κάνει το ντεμπούτο του στην ομάδα των Ανδρών λίγο πριν κλείσει τα 16! Λίγο αργότερα ήρθε και η πρώτη συμμετοχή με την Εθνική ομάδα της Αργεντινής, στις 27 Φεβρουαρίου του 1977. Στο γήπεδο της Μπόκα Τζούνιορς, «La Bombonera», εκεί που έμελλε να παίξει το 1981 και να της χαρίσει ένα τίτλο, σκοράροντας μάλιστα και απέναντι στη μισητή αντίπαλο, Ρίβερ Πλέιτ.

Έπειτα η Ευρώπη άρχισε να παραμιλά, και όλα τα μεγάλα κλαμπ της εποχής έδωσαν μάχη για το ποιος θα τον αποκτήσει. Η Μπαρτσελόνα κατάφερε να τον εντάξει στο δυναμικό της  το 1982 με το ποσό ρεκόρ για την εποχή των 5 εκατομμυρίων λιρών. Όμως, κάτι η ηπατίτιδα που τον ταλαιπώρησε για 4 μήνες, κάτι ο σπασμένος αστράγαλος από τον θρυλικό «χασάπη του Μπιλμπάο», Άντονι Γκοικοετσέα, δεν του επέτρεψαν να κάνει αυτά που μπορούσε.

Και κάπου εκεί, το 1984, ήρθε η Νάπολι.

Την εποχή εκείνη η Νάπολι ήταν μια μικρομεσαία ομάδα της Ιταλίας που, την χρονιά πριν τον ερχομό του «Ντιεγκίτο», σώθηκε από τον υποβιβασμό για ένα μόλις βαθμό! Στις 5 Ιουλίου του 1984 το γήπεδο της Νάπολι, «Σαν Πάολο», γέμισε με 75000 φιλάθλους που πήγαν να υποδεχθούν τον Μεσσία που θα τους έβγαζε από την αφάνεια. Όπως χαρακτηριστικά είχε γράψει εφημερίδα της εποχής  «η πόλη δεν είχε δήμαρχο, σπίτια, σχολεία, δουλειά, λεωφορεία, και αποχέτευση, αλλά κανένα από αυτά δεν έχει σημασία επειδή έχουμε το Μαραντόνα». Ο ίδιος βρήκε την ομάδα με την οποία θα κατάφερνε τα μεγαλύτερα του επιτεύγματα σε επίπεδο συλλόγων και αυτό φάνηκε από τη μέρα της παρουσίασης του. «Θέλω να γίνω το είδωλο των φτωχών παιδιών της Νάπολης, επειδή αυτοί είναι όπως ήμουν εγώ στο Μπουένος Άιρες».

Ο Μαραντόνα έγινε σύντομα αρχηγός της ομάδας, το «Σαν Πάολο» ήταν γεμάτο από 70000 και πλέον οπαδούς σε κάθε αγώνα και η Νάπολι άρχισε να ανεβαίνει επίπεδο και στη συνείδηση του κόσμου αλλά και στη βαθμολογία του πρωταθλήματος. Στην πρώτη του χρονιά το 1984 η Νάπολι πήρε την 8η θέση και ο ίδιος την 3η στον πίνακα των σκόρερ με 14 γκολ. Την αμέσως επόμενη η ομάδα του ιταλικού νότου κατέκτησε την 3η θέση ενώ το Νοέμβρη του 1985 στη νίκη επί της Γιουβέντους με 1-0 (με γκολ του Μαραντόνα φυσικά) υπήρξαν 2 καρδιακές προσβολές από φιλάθλους της Νάπολι, πράγμα που δείχνει πόσο πολύ αγαπούσαν οι Ναπολιτάνοι την ομάδα με τον ίδιο να δηλώνει   «Αυτός ο στόχος ήταν για τους ανθρώπους της Νάπολι». Τη σεζόν 1986-1987 η Νάπολι έφτασε στη μεγαλύτερη στιγμή της 61χρονης ιστορίας της κατακτώντας το πρωτάθλημα ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι από την 7η αγωνιστική και έπειτα δεν έπεσε από την πρώτη θέση. Την ίδια χρονιά η Νάπολι κατέκτησε και το κύπελλο, με το Μαραντόνα να είναι ο μόνος ξένος της ομάδας!

«Οι εορτασμοί ήταν θορυβώδεις, μια σειρά τρομακτικών εκδηλώσεων και εορτασμών που ξέσπασαν από το δρόμο, ξέσπασαν μεταναστευτικά σε όλη την πόλη σε ένα καρναβάλι όλο το εικοσιτετράωρο, το οποίο έτρεχε πάνω από μία εβδομάδα. Οι κηδείες για τη Γιουβέντους και το Μιλάνο (Ίντερ, Μίλαν), η καύση των φέρετρων τους, οι εκφράσεις θανάτου τους αναγγέλλονταν το Μάιο του 1987, η άλλη Ιταλία έχει νικήσει και γεννιέται μια νέα αυτοκρατορία» έγραψε ο αθλητικογράφος και φωτογράφος Ντέιβιντ Γκόλντμπλατ. Ενώ ο Τζον Φουτ, στο βιβλίο του “Calcio: A History of Italian Football”, έγραψε «Αυτή είναι η σπουδαιότερη σειρά πανηγυρισμών που έγινε ποτέ για πρωτάθλημα στην ιστορία». Ο Ντιέγκο έγινε θρύλος, η φωτογραφία του βρέθηκε δίπλα σε αυτή του Ιησού Χριστού σε όλα τα σπίτια της Νάπολι, οι τοίχοι σε όλη την πόλη έφεραν διάφορα σχέδια του ανθρώπου που τους έφερε τόση χαρά ενώ το όνομα Ντιέγκο δόθηκε σε πάρα πολλά νεογέννητα προς τιμήν του!».

Ο Μαραντόνα δε φοβόταν ποτέ να πει τη γνώμη του. Για το οτιδήποτε. Χαρακτηριστικά σε μια συνάντηση του με τον Πάπα έφτασε στο σημείο να τσακωθεί μαζί του λέγοντας  «Ναι, τσακώθηκα με τον Πάπα. Τσακώθηκα με τον Πάπα επειδή ήμουν στο Βατικανό και είδα χρυσές στέγες και μετά άκουσα τον Ποντίφικα να λέει ότι η Εκκλησία ανησυχεί για τα φτωχά παιδιά. Τότε πούλα τις στέγες φίλε, κάνε κάτι!»

Μαζί με όλα τα υπόλοιπα, η ζωή του Ντιεγκίτο περιλάμβανε ξέφρενα πάρτι, άφθονα ναρκωτικά και πάρα πολλά χρήματα. Έφυγε από τη Νάπολι έχοντας κερδίσει 2 πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο Ιταλίας, ένα Σούπερ Καπ Ιταλίας αλλά και το Κύπελλο Ουέφα της σεζόν 1988-1989 που έμελλε να είναι ο πρώτος και τελευταίος του ευρωπαϊκός τίτλος.

Όσο αφορά την καριέρα του με την Εθνική ομάδα δε μπορούμε να μη σταθούμε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 στο Μεξικό, εκεί που απέκτησε και το παρατσούκλι «Το Χέρι του Θεού». Όντας αρχηγός της ομάδας ο Μαραντόνα σκόραρε 5 γκολ, έπαιξε κάθε λεπτό κάθε παιχνιδιού και βεβαίως σκόραρε απέναντι στην Αγγλία, μόλις τέσσερα χρόνια μετά την ένταση και τον πόλεμο των Φώκλαντ, με το διάσημο γκολ του χρησιμοποιώντας το χέρι! Ο ίδιος ο Ντιέγκο δήλωσε τότε «Το γκολ αυτό μπήκε λίγο από το κεφάλι του Μαραντόνα και λίγο από το χέρι του Θεού». Έτσι καθιερώθηκε ως το «χέρι του Θεού». Λίγα λεπτά μετά ο Μαραντόνα έκανε μία τρελή κούρσα 60 μέτρων, πέρασε 5 παίκτες μαζί και τον τερματοφύλακα και έκανε το 2-0 με τη Γαλλική εφημερίδα L’Équipe να τον αναφέρει ως «μισό διάβολο, μισό άγγελο» ενώ ο προπονητής της Αγγλίας, Μπόμπι Ρόμπσον δήλωσε «ήταν ένα γκολ βγαλμένα από την σφαίρα της φαντασίας». Ο Μαραντόνα, όταν ρωτήθηκε για το γκολ με το χέρι δήλωσε «Αν μπορούσα να επιστρέψω στο παρελθόν και να αλλάξω την ιστορία, θα το έκανα. Τώρα μπορώ να ζητήσω συγνώμη μόνο για την πράξη μου. Αυτό που συνέβη, έγινε, η Αργεντινή έγινε παγκόσμια πρωταθλήτρια και έγινα ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στον πλανήτη». Ως φόρο τιμής  «στο γκολ του αιώνα», αλλά και στην τεράστια αξία το Μαραντόνα, το γήπεδο Αζτέκα τοποθέτησε στην είσοδο του σταδίου το άγαλμα του «Θεού».

Ο Μαραντόνα συνέχισε μέχρι το 1997 και πέρασε από Σεβίλλη, Νιούελς Ολντ Μπόις για να κλείσει την καριέρα του ως παίκτης της αγαπημένης του Μπόκα Τζούνιορς ενώ συνέχισε σαν προπονητής με τη μεγαλύτερη του στιγμή να είναι η διετία που πέρασε στον πάγκο της Εθνικής Αργεντινής από το 2008 ως το 2010 την οποία οδήγησε στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2010 αλλά αποχώρησε μετά τη βαριά ήττα από τη Γερμανία με 4-0.

Ο Ντιέγκο έχει αναγνωριστεί από πολλές ψηφοφορίες ως «ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών», ενώ όταν του έδωσαν το αντίστοιχο βραβείο εξ ημισείας με τον Πελέ ο ίδιος είπε ξεκάθαρα «Ο κόσμος με ψήφισε ως τον καλύτερο παίκτη του αιώνα και τώρα η FIFA θέλει να μοιραστώ τον τίτλο αυτό με τον Πελέ; Δεν πρόκειται να το κάνω ποτέ» ενώ συνέχισε λέγοντας  «Με κρίνουν για τα 12 χρόνια που αγωνίστηκα στην Ευρώπη, κάτι που ο Πελέ δεν έκανε. Σοβαρευτείτε, μη με συγκρίνετε άλλο με εκείνον».

Το να γράψεις τις ατομικές του διακρίσεις είναι σχεδόν αδύνατο, θα έπρεπε να αφιερώσουμε ξεχωριστό κείμενο. Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να δανειστούμε ένα μικρό κομμάτι από το αφιέρωμα της Houston Chronicles.

«Ήταν ο συνδυασμός του αθλητισμού του Μάικλ Τζόρνταν, της δύναμης του Μπέιμπ Ρουθ και της ανθρώπινης φρικαλεότητας του Μάικ Τάισον. Σε μια χώρα που επιβίωσε πολλές κοινωνικές απογοητεύσεις και αρκετές στρατιωτικές δικτατορίας, ο Ντιέγκο έγινε σύμβολο ελπίδας και είδωλο σε εκατομμύρια».