Σε εκείνα τα υπερβόρεια νερά υπάρχουν και άλλα ψάρια που ξεχειλίζουν από ζωντάνια· πρέπει να παρατηρήσουμε όμως πως αυτά τα ψάρια είναι ψάρια με κρύο αίμα, δίχως πνευμόνια, τα ψάρια που ξέρουμε όλοι, που κι αυτές ακόμα οι κοιλιές τους είναι ψυκτικοί θάλαμοι· ζώα που ζεσταίνονται στο απάγκιο ενός παγόβουνου, όπως θα ζεσταινόταν ένας ταξιδιώτης το χειμώνα μπροστά στο τζάκι ενός πανδοχείου· ενώ η φάλαινα έχει, όπως ο άνθρωπος, πνευμόνια και ζεστό αίμα. […] Το αίμα μιας πολικής φάλαινας είναι πιο ζεστό από το αίμα ενός Βορνεάτη νέγρου το καλοκαίρι.[…] Σαν τον μεγάλο θόλο στον ναό του Αγίου Πέτρου και σαν τη μεγάλη φάλαινα, να διατηρείς κι εσύ, άνθρωπε, μία δική σου θερμοκρασία σταθερή σ’ όλες τις εποχές.

Χ. Μέλβιλ, Μόμπι Ντικ

Θερμήν επί ψυχροίσι καρδίαν έχεις
Σοφοκλέους, Αντιγόνη


 

Ο Αλέξης, παρότι γέννημα-θρέμμα Αλεξανδρουπολίτης, δεν είχε φορέσει ποτέ του παλτό. Για την ακρίβεια, όχι μόνο δεν είχε φορέσει ποτέ του παλτό, αλλά μονίμως ζεσταινόταν. Στην αρχή το θεωρούσαν παιδικό καπρίτσιο που πήγαινε στο σχολείο χωρίς παλτό μες στο καταχείμωνο, και οι γονείς του νόμιζαν πως πρόκειται για μια απ' αυτές τις χαριτωμένες παλικαριές της παιδικής ηλικίας. Όμως το καλοκαίρι… όταν έφτανε το καλοκαίρι, δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Έπινε τρία με τέσσερα λίτρα νερό την ημέρα και, αυτός, που τον χειμώνα ήταν σχεδόν ευδιάθετος μερικές φορές, τώρα δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Του έφτιαξαν λοιπόν με τα πολλά οι γονείς του έναν καταψύκτη όπου φύλαγε τα παγάκια του. Δεκάδες παγοκυψέλες. Ο Αλέξης απέκτησε τη συνήθεια να ζει μέσα στον πάγο. Έπινε τη σούπα του με πάγο, έβαζε παγάκια στην πατατοσαλάτα του και έτρωγε το κρέας μόνο αφού το κρύωνε στο ψυγείο. Όσο για το σχολείο, αυτό ήταν πραγματικό μαρτύριο. Όταν έμπαινε η άνοιξη, τα άλλα παιδάκια έπαιζαν και γελούσαν. Ο Αλέξης έπεφτε σε μαύρη κατάθλιψη. Και ο λόγος δεν ήταν μόνο η ζέστη, ήταν που κανείς δεν τον καταλάβαινε. Πιο πολύ κι από τη ζέστη λοιπόν, έμαθε να υπομένει την ασυνεννοησία. Κρύο οι άλλοι, ζέστη ο Αλέξης· ζέστη οι άλλοι, τάβλα ο Αλέξης.

Και τότε συνέβη μια εξέλιξη που είναι ίσως ακόμη και αναμενόμενη, για όσους γνωρίζουν τις ατραπούς της ανθρώπινης ασυνεννοησίας: ο Αλέξης έγινε περίεργος. Υπάρχουν όλες αυτές οι λέξεις στη γλώσσα μας, όπως: ιδιόρρυθμος, περίεργος, ιδιότροπος, εκκεντρικός, στραβοδίβολος, που σημαίνουν δύο πράγματα μαζί: το πρώτο είναι ότι κάποιος έχει ξεστρατίσει από τις συνήθειες των πολλών και το δεύτερο είναι ότι αυτό τον κάνει λίγο-πολύ ανυπόφορο. Υπάρχουν λέει αγέλες από σκαθάρια, όπου μία φορά στο εκατομμύριο εμφανίζεται ένα σκαθάρι με μια μικρή δυσπλασία, π.χ. με κοντύτερα πίσω πόδια. Υπακούοντας στον άγραφο νόμο της ομοιομορφίας, τα άλλα σκαθάρια πέφτουν πάνω του και το κατασπαράζουν. Όταν κανείς παραξενεύει μεθοδικά και σε βάθος χρόνου, καταλήγουμε στον ανθρώπινο τύπο που ονομάζεται ταιριαστά «γερο-παράξενος», και περιγράφει αυτούς που έχουν σκαρί ανάποδο, που δεν πάνε τα άντερά τους και αποσύρονται σταδιακά από την κοινωνική ζωή, ώσπου γίνονται κατάμονοι δραπέτες του τάφου. Όμως εδώ επρόκειτο για πηγαίο ταλέντο μισανθρωπίας, εξ απαλών ονύχων. Ο Αλέξης όσο μεγάλωνε γινόταν όλο και πιο αποφασιστικά αυτό που ήταν από την αρχή: η μύγα μέσα στο γάλα. Τα χρόνια πέρασαν όπως περνούν συνήθως τα χρόνια, δηλαδή χωρίς πολλά-πολλά, άλλοτε εύκολα και άλλοτε δύσκολα. Και μετά, σαν να μην έφταναν οι άλλοι μπελάδες, χωρίς τίποτε να προμηνύει μια τέτοια εξέλιξη, τα πράγματα χειροτέρεψαν.

Ο Αλέξης και η Κάτια συναντήθηκαν σε μια χιονισμένη πλατεία. Είχαν ξενυχτήσει και οι δύο με τις παρέες τους, που γνωρίστηκαν στη μέση της πλατείας, κάτω από τον περίφημο φάρο της Αλεξανδρούπολης. Άρχισαν να μιλάνε και να γελάνε όλοι μαζί, εκτός από μία πολύ αδύνατη, σχεδόν ασθενική κοπέλα με γυαλιά, που καθόταν ήσυχη και έτρεμε από το κρύο. Κατά διαβολική σύμπτωση ο Αλέξης είχε μαζί του ένα πολύ χοντρό πουλόβερ. Θα μου πείτε τι διαβολική; αγγελική, το θέμα είναι τι το ήθελε ο Αλέξης το πουλόβερ. Ήταν ένα κακόγουστο αστείο των φίλων του. Αυτή η παρέα, των συμμαθητών, ήταν η τελευταία παρέα που είχε ο Αλέξης, πριν να γίνει μονόχνοτος με βούλα. Αυτό ήταν το δώρο τους για τα γενέθλιά του. Η Κάτια λοιπόν είχε σταυρώσει τα χέρια της για να κρύψει τις παλάμες της, μήπως ζεστάνει έτσι τα δάχτυλά της. Ο Αλέξης πήρε το πουλόβερ και της το έδωσε. Καθώς τη βοηθούσε να το φορέσει, παράταιρος και ντροπαλός μέσα στη γενική ευθυμία της παρέας, την άγγιξε για λίγο, καθώς τραβούσε για να περάσει το χέρι της απ’ το μανίκι. Το χέρι της κόλλησε σε ένα δίπλωμα του μανικιού και ο Αλέξης το έπιασε για να το ξεμπλέξει. Και πάνω σ’ αυτό τον στιγμιαίο δισταγμό του μουδιασμένου χεριού που έχει χαθεί μέσα στο μανίκι, μόλις άγγιξαν τα χέρια τους η παλάμη της πήγε και φώλιασε στη δική του. Αυτή η βοήθεια ήταν τόσο λυτρωτική, που χωρίς να το καταλάβει ο Αλέξης είχε βρει το θάρρος να την κρατήσει για λίγο ακόμα. Και μετά άλλο λίγο, μέχρι που, χωρίς να το περιμένει κανείς, αυτό που συνέβαινε ήταν επισήμως αγκαλιά. Ο Αλέξης δεν έλεγε τίποτε, δεν το σχολίαζε και έτρεμε μήπως το σχολιάσουν οι φίλοι του, γιατί αν το έπαιρνε χαμπάρι εκείνη θα λύνονταν τα μάγια. Μέσα στη γενική ευθυμία της παρέας, την κράτησε λοιπόν κοντά του, φορώντας, τι άλλο, ένα βαμβακερό μπλουζάκι. Η Κάτια ένιωσε τότε κάτι πρωτόγνωρο, κάτι σαν τροπική ζέστη. Ποτέ κανείς δεν την είχε κρατήσει τόσο ζεστά. Όπως όταν ένα παιδί κοιμάται και κρυώνει, μέχρι που κάποια στιγμή, σαν από θαύμα, η μητέρα του καταλαβαίνει και του ρίχνει ένα ολόζεστο πάπλωμα πάνω του, έτσι ένιωσε η Κάτια την ώρα που αφηνόταν στα χέρια αυτού του αγνώστου που ήταν ένα ζωντανό καλοριφέρ, μια ανθρώπινη θερμάστρα. Βυθίστηκε στην αγκαλιά του και έκλεισε τα μάτια της, σαν ξαφνικά να έκανε ένα ζεστό μπάνιο, μέσα στο κρύο της χιονισμένης βορειοελλαδίτικης πλατείας. Μια που ήταν γενικά μάλλον κρυουλιάρα, η συνάντηση με αυτόν τον άνθρωπο-θερμάστρα φαινόταν σαν μια ιδανική συνάντηση, το ιδεώδες κούμπωμα.

Αμ δε! Το ιδεώδες κούμπωμα οδήγησε σε σχέση αγάπης και η σχέση αγάπης στην επιθυμία να ενώσουν τις ζωές τους, να ζήσουν μαζί, κι εκεί το «ιδεώδες κούμπωμα» πάει περίπατο, όπως συμβαίνει πολύ συχνά όταν δύο άνθρωποι γνωρίζονται καλύτερα. Του Αλέξη έτρεμαν τα πόδια του από την αγωνία. Στην αρχή ισχυρίστηκε πως είχε χαλάσει η θέρμανση. Μετά άνοιγε κρυφά το παράθυρο με κάθε ευκαιρία. Στο τέλος όμως αναγκάστηκε να πει την αλήθεια, πως η θέρμανση είναι καλή για τον Βελζεβούλη και τα καζάνια του, όχι για το σπίτι. Η Κάτια, απ’ την άλλη, μπορούσε να αντέξει τα πάντα αλλά όχι το κρύο. Έκανε υπομονή για λίγο καιρό, όμως στο τέλος η καρδιά της πάγωσε, και μια μέρα έχασε την ψυχραιμία της: Όταν έφυγε από τη δουλειά της εκείνη τη μέρα, το λεωφορείο άργησε να περάσει κι εκείνη δεν ένιωθε καλά. Καθώς περίμενε, κρύωνε όλο και περισσότερο, ένιωθε αδυναμία, έτρεχε η μύτη της και φταρνιζόταν, και το μόνο που ονειρευόταν ήταν να γυρίσει στο σπίτι της και να ζεσταθεί λίγο το κοκαλάκι της. Όταν επιτέλους πήρε το λεωφορείο και πλησίαζε στο σπίτι, άνοιξε την τσάντα της, έβγαλε τα κλειδιά, πλησίασε, άνοιξε την πόρτα και βρήκε το σπίτι ορθάνοιχτο και τον Αλέξη να διαβάζει εφημερίδα πίνοντας μια παγωμένη λεμονάδα, με ανοιχτά όλα τα παράθυρα. Για πρώτη φορά ένιωσε ότι δεν αντέχει άλλο: Αλέξη, τελείωσε! Φεύγω! Δεν μπορώ άλλο, μπούχτισα, ξεπάγιασα! Ο Αλέξης την παρακολουθούσε βουβός και ένιωθε τον ιδρώτα να κυλάει στο πλάι από το μέτωπό του, ήθελε απεγνωσμένα λίγο αεράκι, μόνο λίγο αεράκι να του φυσήξει το μέτωπο, να ανασάνει. Την ξανακοίταξε και συνειδητοποίησε ότι η Κάτια ήταν καλή, γλυκιά, αλλά αυτό που όλοι ονομάζουν «οικογενειακή θαλπωρή», για κείνον ήταν φούρνος, κινέζικο μαρτύριο.

Αυτό ήταν το τελικό χτύπημα, γιατί ο Αλέξης δεν ήθελε να χάσει την Κάτια. Ένα χρόνο νωρίτερα, έτσι είχε απολυθεί, που τον έπιασαν πάλι να χαλάει το καλοριφέρ. Έχασε τη δουλειά του, έχασε την Κάτια και μετά δεν του έμεινε τίποτα να χάσει και σταμάτησε να νοιάζεται: ούτε κρύο ούτε ζέστη. Σταμάτησε να βλέπει τους φίλους του και μετά σταμάτησαν να του λείπουν οι φίλοι του. Και στο τέλος, καθώς περνούσαν οι μέρες, οι μέρες δεν περνούσαν με τίποτα. Ώσπου ένα βράδυ δεν γύρισε σπίτι. Τι σπίτι και γιατί; Είχε αρχίσει να ρίχνει χιόνι εδώ και δύο μέρες, παχύ και πυκνό. Ο Αλέξης βγήκε λοιπόν να περπατήσει, να φχαριστηθεί λίγη δροσούλα. Στον δρόμο δεν περπατούσε κανείς, γιατί με τέτοιο κρύο οι συντοπίτες του έβγαιναν έξω μόνο μέχρι να μπουν στο αμάξι τους, δεν υπήρχε άλλος τρελός με όρεξη για βόλτες. Άρχισε να περπατάει πολλές ώρες, πέρασε το παλιό νεκροταφείο και συνέχιζε να περπατάει. Καθώς ο αέρας έφερνε παγωμένο το χιόνι στο πρόσωπό του, κοιτούσε γύρω του ευχαριστημένος, και χαμογελούσε πικρά που αυτή την αναζωογονητική δροσιά της χιονοθύελλας δεν θα μπορούσε να τη μοιραστεί με κανέναν. Όταν κουράστηκε να περπατάει, κάθισε στο χιόνι που λευκό, αραιό, έπεφτε πάνω στο κεφάλι του και τον σκέπαζε. Η δροσιά ήταν υπέροχη, σαν καλοκαιρινό αεράκι, αλλά  εκείνος έμεινε εκεί θαμμένος, και την άλλη μέρα, και την άλλη. Και έτσι ήσυχα κάποια στιγμή, κρυμμένος από το χιόνι ο Αλέξης σταμάτησε να αναπνέει και πέθανε, από ασυμφωνία χαρακτήρων με την εποχή, από ερημιά.


* To ThePressProject γίνεται καλοκαιρινό. Στο πλαίσιο αυτό ζητήσαμε από τους συνεργάτες μας κείμενα και υλικό που πιστεύουν ότι ταιριάζει στην εποχή. Η υποκειμενικότητα του αιτήματος μπορεί να οδηγήσει σε οποιαδήποτε ερμηνεία, και άρα σε οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Καλό καλοκαίρι.