Στη Γαλλία φαίνεται ότι συμβαίνει εν όψει των βουλευτικών εκλογών της 12ης Ιουνίου μία συσπείρωση της Αριστεράς που ήταν αυτό ακριβώς που δεν είχε κατορθωθεί στις πρόσφατες Προεδρικές εκλογές, στερώντας από τον Jean-Luc Mélenchon την ευκαιρία να περάσει στον δεύτερο γύρο. Δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος των ψήφων που κατευθύνθηκαν στον Emmanuel Macron στον δεύτερο γύρο αποτελούσαν απλώς επιλογή αναχώματος στην άνοδο της ακροδεξιάς στην εξουσία, οι ψηφοφόροι θα έχουν τώρα την ευκαιρία να διεκδικήσουν μία «συγκατοίκηση» Macron και Mélenchon στην εξουσία, η οποία θα έχει ως σκοπό να ελέγξει τις νεοφιλελεύθερες τάσεις του πρώτου ή και απλώς να λειτουργήσει τιμωρητικά ως προς το εκβιαστικό δίλημμα προ του οποίου είχαν τεθεί. Παρόμοια «συγκατοίκηση» άλλωστε συνέβη σε όλους τους Προέδρους που κέρδισαν δεύτερη θητεία από τη δεκαετία του 1980. Το αίτημα αυτό εκφράζεται και ως «τρίτος γύρος», ο οποίος θα συμπληρώσει τους δύο γύρους των προεδρικών εκλογών.
Η «Νέα Λαϊκή Οικολογική και Κοινωνική Ενότητα» συμπήχθηκε συμβολικώς την 3η Μαΐου, ώστε να παραπέμπει στη νίκη του Λαϊκού Μετώπου του Léon Blum το 1936, ενώνοντας Οικολόγους, Κομμουνιστές και εντέλει και τους Σοσιαλιστές. Η πλέον φιλόδοξη θέση του Mélenchon είναι η συνταγματική αναθεώρηση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία Έκτη Γαλλική Δημοκρατία, ενώ οπωσδήποτε δεσπόζοντα ζητήματα του αριστερού προτάγματος είναι η θέση της Γαλλίας στο ΝΑΤΟ και στον πόλεμο της Ουκρανίας, για τα οποία οι επιμέρους συνιστώσες της αριστερής συσπείρωσης πολύ απέχουν από το να ταυτίζονται.
Αν ο συνασπισμός του εκλογικού σώματος περί τον Macron στις προεδρικές εκλογές είχε ως σύνθημα την αντίσταση στην ακροδεξιά, η αντίστοιχη αριστερή συσπείρωση πριν από τις βουλευτικές εκλογές έχει ως πρόταγμα την ανατροπή της νεοφιλελεύθερης μαζοδημοκρατικής αποπολιτικοποίησης. Χαρακτηριστικό της υπήρξε η δημαγωγική στάση του Macron πριν τις προεδρικές εκλογές. Ενώ πριν από τον πρώτο γύρο, πλειοδοτούσε σε ξενοφοβικό λόγο, προσπαθώντας να προσελκύσει το δεξιό και ακροδεξιό κοινό που είχε φανεί αυξούμενο σε μια σειρά δημοσκοπήσεων και στρεφόμενο προς πληθώρα πολιτικών υποψηφίων, όπως ο Éric Zemmour και η Valérie Pécresse, εκτός βεβαίως της Marine Le Pen, πριν τον δεύτερο γύρο είχε επιδείξει μία πρωτοφανή σπουδή να στραφεί σε φιλολαϊκές αριστερές πολιτικές, όπως λ.χ. η δέσμευση ότι δεν θα προχωρήσει σε αύξηση του συνταξιοδοτικού ορίου στα 65 έτη ή η θέσπιση πλαφόν στους μισθούς στελεχών.
Το σύνθημα πάντως «ούτε Macron, ούτε Le Pen», που ακούστηκε από φοιτητές δείχνει στην κατεύθυνση μιας διπλής αντισυσπείρωσης που δένει τον κόσμο της Αριστεράς. Και στις προεδρικές εκλογές άλλωστε ο Mélenchon συγκέντρωσε τις περισσότερες ψήφους του στα αστικά κέντρα και στον φοιτητικό κόσμο. Η αντισυσπείρωση αυτή οφείλεται στο ότι τα όρια νεοφιλελεύθερου Κέντρου και ακροδεξιάς έχουν καταστεί θολά, τη στιγμή μάλιστα που ο Macron υπήρξε ο πρώτος πολιτικός που ανέλαβε περήφανα τον τίτλο του «ακραίου κέντρου», που μέχρι αποτελούσε μόνο καταγγελλόμενο αρνητικό χαρακτηρισμό. Κατά την πενταετή θητεία του, ο Macron είχε επιτρέψει στην αστυνομία να σακατεύει διαδηλωτές, όπως τα «Κίτρινα Γιλέκα», αφήνοντας μόνιμους τραυματισμούς στην πιο άγρια καταστολή που συνέβη στην Δυτική Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είχε μια σειρά από εξόχως αντιδημοκρατικά στοιχεία διακυβέρνησης, όπως το να κυβερνά με προεδρικά διατάγματα, παρακάμπτοντας το Κοινοβούλιο και να προβάλει το συμβολικό ότι η Γαλλία είναι μια μεγάλη επιχείρηση που χρειάζεται να διοικηθεί με μανατζερίστικους όρους.
Από την άλλη, το ενδιαφέρον είναι ότι η οικολογία αποκτά επιτέλους ριζοσπαστικά αριστερά χαρακτηριστικά στη Γαλλία και εντάσσεται στο πρόταγμα μιας ευρύτερης κοινωνικής ανατροπής με ρεαλιστικές φιλοδοξίες εκλογικής νίκης. Η ανάγκη για ένα θετικό πρόταγμα φαίνεται, λοιπόν, να καλύπτεται εν μέρει από την οικολογία. Το γενικότερο πρόβλημα, όμως, με παρόμοιες αντισυσπειρώσεις είναι να βρεθεί ένας κοινός θετικός άξονας και μάλιστα σε θέματα όπως το ενεργειακό και η κρίση ακρίβειας μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η γαλλική πολιτική σκηνή, κατά τον Emmanuel Todd, χαρακτηρίζεται από έναν τριπλό λαϊκισμό, καθώς και οι τρεις πόλοι διαθέτουν ως τώρα προσωποπαγή κόμματα που δεν έχουν γύρω τους κόμματα με μακροχρόνια κοινοβουλευτική εμπειρία. Ενώ και η δημαγωγία ουσιαστικά είναι παρενέργεια του γεγονότος ότι πολλές ουσιώδεις αποφάσεις λαμβάνονται σε υπερεθνικό ευρωπαϊκό επίπεδο με αποτέλεσμα κάθε πολιτική υπόσχεση να είναι διαψεύσιμη.
Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι οι τρεις νέοι πόλοι του γαλλικού πολιτικού σκηνικού μετά τη λήξη του δικομματισμού αντιστοιχούν σε κοινωνικές πραγματικότητες: Πολύ χοντρικά στα ανώτερα εισοδήματα και στους συνταξιούχους κυριαρχεί ο Macron, στα λαϊκά στρώματα της επαρχίας η Le Pen και στους νέους των πόλεων και τους μετανάστες ο Mélenchon, με τη μάχη των βουλευτικών εκλογών να δίνεται κυρίως μεταξύ του τελευταίου και του Édouard Philippe, ο οποίος, με το κεντροδεξιό κόμμα του Horizons φιλοδοξεί να συγκεντρώσει τις δεξιές και φιλελεύθερες ψήφους, ενώ βεβαίως πάντα ελλοχεύει και μια νίκη ακροδεξιών σχηματισμών. Αυτή η κατανομή της ψήφου, μαζί με το γεγονός ότι υπήρχε αριθμός ρεκόρ 28,2% αποχής στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές, ενώ 8,78% των ψήφων ήταν λευκές και άκυρες, σημαίνει το όχι και πολύ κολακευτικό συμπέρασμα ότι ο Macron είναι ο Πρόεδρος των γέρων, ενώ οι νέοι Γάλλοι στρέφονται σε ανατροπή του συστήματος από τα δεξιά ή από τα αριστερά. Μεταξύ των σημαντικότερων διακυβευμάτων είναι βεβαίως και η στάση προς τη νέα νατοϊκή συσπείρωση εναντίον της Ρωσίας, καθώς η μεν Marine Le Pen έχει προαναγγείλει την έξοδο της Γαλλίας από το στρατιωτικό σκέλος, επικαιροποιώντας την αγέρωχη πολιτική του Charles de Gaulle, ενώ ο Mélenchon σε περίπτωση εκλογής θα πρέπει να υπερκεράσει τις αντιφάσεις του ετερόκλητου μετώπου του στην κατεύθυνση μιας συνεκτικής εξωτερικής πολιτικής.