Το 1954, ο γεννημένος στην Ελβετία φωτογράφος Robert Frank (1924-2019) έκανε αίτηση στο μουσείο σύγχρονης τέχνης Guggenheim της Νέας Υόρκης για μια χρηματοδότηση ενός αρκετά μεγαλεπήβολου και φιλόδοξου φωτογραφικού πρότζεκτ. Στην αίτηση του έγραφε, μάλιστα, πως το εν λόγω εγχείρημα είχε καλλιτεχνικούς και τεκμηριωτικούς στόχους. Ο Robert Frank ήθελε να ταξιδέψει από άκρη σε άκρη της Αμερικής, να παρατηρήσει και να καταγράψει με τη φωτογραφική του μηχανή όλες εκείνες τις υποφωτισμένες γωνίες της καθημερινότητας που συνήθως κανένας δεν δίνει κάποια ιδιαίτερη σημασία. Κάπως έτσι γεννήθηκαν «Οι Αμερικανοί», ένα από τα σπουδαιότερα λευκώματα φωτογραφίας του 20ου αιώνα.

Όπως είπε με τα δικά του λόγια, ο Robert Frank ήθελε να αναδείξει όλα όσα «ένας πολιτογραφημένος Αμερικανός βρίσκει να δει στις ΗΠΑ, όλα εκείνα που σηματοδοτούν το είδος του πολιτισμού που γεννήθηκε εδώ και εξαπλώνεται σχεδόν παντού». Σκοπός του Frank ήταν να εντοπίσει και να αναδείξει την ουσία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, να εντρυφήσει σε αυτή την τόσο ποικιλόχρωμη και πολυδιάστατη κοινωνία που χαρακτηριζόταν από ριζικές αντιθέσεις και αντιφάσεις και που μαστιζόταν από εξαιρετικές φυλετικές και ταξικές ανισότητες και διακρίσεις, πτυχές που ενώ δεν συμπεριλαμβάνονταν σε αυτή την τόσο ολοκληρωτική κυριαρχία του Αμερικανού Ονείρου, έγιναν δομικές ως προς την υλοποίησή του.

Πράγματι, η χρηματοδότηση του Frank εγκρίθηκε από το Guggenheim, και ο ίδιος, μέσα στο πλαίσιο της επικράτησης της underground κουλτούρας των Beatniks, ταξίδεψε για δύο χρόνια με ένα μικρό αυτοκίνητο και μια 35mm Leica σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, αποτυπώνοντας μέσα σε εκατοντάδες ασπρόμαυρα φιλμ (27.000 καρέ) την ψυχροπολεμική Αμερική της δεκαετίας του 1950, τις περιθωριοποιημένες κοινότητες λευκών και μαύρων που διασκέδαζαν γύρω από τζαζίστες και τζουκ-μποξ, τον θρήνο γύρω από στολισμένα φέρετρα σε κηδείες, τους ξιπασμένους αστούς και μικροαστούς, την εργατική τάξη, τους πολιτικούς που λαΐκιζαν για μια ακόμα ψήφο, τα υπερπολυτελή πάρτι.

Αιχμαλώτισε, λοιπόν, με τη Leica του εκείνη την Αμερική που δεν ήταν ούτε τόσο σπουδαία, ούτε και τόσο λαμπερή και απαστράπτουσα, εκείνη που χανόταν σε γραφικούς πατριωτισμούς, σε ταξικά και φυλετικά μίση, που το φάντασμα του Μακαρθισμού πλανιόταν ακόμα πάνω της σαν ένα μαύρο σύννεφο που στραγγάλιζε όλα όσα καινούρια προσπαθούσαν να γεννηθούν πέρα από τα δόγματα της κατανάλωσης και της ευμάρειας.

Ήθελε να δείξει πως είναι «ο άνθρωπος που έχει τρία αυτοκίνητα σε σύγκριση με εκείνον που δεν έχει κανένα, μια κωμόπολη τη νύχτα, ένα πάρκινγκ, ένα σουπερμάρκετ, μια λεωφόρο, τα φώτα νέον, τα μοτέλς στις ερημιές, τα βενζινάδικα, τις μεγάλες διαφημιστικές αφίσες και τα γιγαντιαία billboards, τα ταχυδρομεία, τις φάρμες, τις αυλές των σπιτιών». Μια έμπνευση απευθείας μέσα από τα γραπτά και τα ποιήματα των beatniks αλλά και τους πίνακες του Edward Hopper.

Ποια, ήταν, τελικά, η ουσία της Αμερικής τη δεκαετία του 1950;

 

Φυσικά, το έργο του Frank δεν άρεσε καθόλου ούτε στους Αμερικανούς κριτικούς, ούτε στους εκδότες. Για την ακρίβεια, μίσησαν τον ρεαλισμό του και την τόσο ιδιαίτερα καλλιτεχνικά δημοκρατική μεν, αλλά σκληρή αποτύπωση της αλήθειας που εμφανιζόταν σε κάθε εικόνα του.

Τον Οκτώβριο του 1958, όμως, ο Γάλλος εκδότης Robert Delpire κυκλοφόρησε έναν συνολικό τόμο με τις φωτογραφίες του Frank με τον τίτλο «Les Américains» (Οι Αμερικανοί) στο Παρίσι. Το βιβλίο έκανε πάταγο παγκοσμίως, έγινε απευθείας ευπώλητο και ανατυπώθηκε αρκετές φορές έτσι ώστε να «αναγκαστεί» τον επόμενο χρόνο ο Αμερικανικός εκδοτικός οίκος Grove Press να δημοσιεύσει  τους «Αμερικανούς» στη Νέα Υόρκη με μια εισαγωγή του συγγραφέα Jack Kerouac (το βιβλίο κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1960). Αισίως ονομάστηκε το πιο σημαντικό φωτογραφικό λεύκωμα που εκδόθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

«Ο Robert Frank φωτογράφησε σκηνές που δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ σε φιλμ…» γράφει ο Kerouac στην εισαγωγή του.

Όπως και στα προηγούμενα βιβλία του Frank, η ακολουθία των 83 εικόνων στο The Americans είναι μη αφηγηματική και μη γραμμική. Αντίθετα, χρησιμοποιεί θεματικές, μορφολογικές, εννοιολογικές και γλωσσικές κατασκευές για να συνδέσει τις φωτογραφίες μεταξύ τους. Σε αντίθεση με το έργο του «Περού» (1948), στο οποίο η σειρά των εικόνων δεν παρουσιαζόταν με μια σταθερή δομή, «οι Αμερικανοί» του εμφανίζονται πιο συγκροτημένοι δομικά, δίνοντας στον φωτογράφο τον ρόλο ενός εμφατικού αφηγητή αλλά και αυτό που ο ίδιος ο Frank ονόμασε μια «ευδιάκριτη και έντονη τάξη» η οποία ενίσχυε και, ταυτόχρονα, εξομάλυνε τις μεμονωμένες εικόνες.

Αν και δεν είναι άμεσα εμφανές, το «The Americans» είναι ενορχηστρωμένο σε τέσσερις ενότητες. Η κάθε ενότητα ξεκινά με μια εικόνα μιας αμερικανικής σημαίας και προχωρά με έναν ρυθμό που βασίζεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ κίνησης και στάσης, την παρουσία και την απουσία ανθρώπων, μεταξύ παρατηρητών και εκείνων που παρατηρούνται. Με διαπεραστικό όραμα, ποιητική διορατικότητα και ξεχωριστό φωτογραφικό στιλ, ο Frank αποκαλύπτει την πολιτική, την αποξένωση, την εξουσία και την αδικία, το παρασκήνιο που υπάρχει ακριβώς πίσω από τη κεντρική αρένα των ΗΠΑ.

Και ήταν ακριβώς αυτό το ιδιαίτερο και ριζοσπαστικό φωτογραφικό στιλ του Frank το οποίο ξεσήκωσε ποικίλες αντιδράσεις στον κόσμο της φωτογραφίας, εκτός από τη θεματική των εικόνων του. Οι φωτογραφίες του δεν είχαν ούτε την τεχνική ακρίβεια της καλλιτεχνικής φωτογραφίας όπως αυτή ήταν γνωστή μέχρι τότε, ούτε και την αφηγηματική αισιοδοξία με την οποία είχε συνυφανθεί η φωτογραφία ντοκουμέντο στην Αμερική.

Με τους «Αμερικανούς», ο Frank προκαλούσε τόσο τις ήδη υπάρχουσες φόρμες και τεχνικές όσο και τις θεματικές των μέχρι τότε καθιερωμένων φωτογραφικών πρακτικών.

 

 

Η κυρίαρχη φόρμα της καλλιτεχνικής φωτογραφίας της δεκαετίας του 1950 ήταν εκείνη που καθιέρωσαν φωτογράφοι όπως ο Anselm Adams, ο Edward Weston και ο Minor White. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτών των «αυθεντικών» φωτογράφων -όπως τους ονόμαζε ο τύπος της εποχής- ήταν η χρήση φωτογραφικών μηχανών μεγάλου φορμά ώστε να παράγουν εικόνες μια άψογη εστίαση και όμορφα εφέ που εκμεταλλεύονται τη σωστή διαχείριση του φωτός.

O Frank, από την άλλη, είχε υιοθετήσει μια τεχνική που θύμιζε περισσότερο εκείνη των φωτοδημοσιογράφων, χρησιμοποιώντας μια rangefinder Leica με 35άρη φακό ενώ δε ενδιαφερόταν αρκετά ούτε για την εστίαση, ούτε και για τις συνθήκες του φωτός. Φωτογράφιζε πάντα και παντού, σε οποιαδήποτε συνθήκη, από περίεργες γωνίες, χωρίς ιδιαίτερη σκηνοθεσία ή κάποια ιδιαίτερη προσοχή για την τεχνική ορθότητα των κάδρων του, φωτογράφιζε ακόμα και από το παράθυρο του αυτοκινήτου του την ώρα που οδηγούσε. Κάποιες φορές χρησιμοποιούσε ευρυγώνιο φακό δημιουργώντας εσκεμμένα ακόμα περισσότερες παραμορφώσεις στις φωτογραφίες του. Έπαιζε με τα διαφράγματα, υπερφώτιζε σκόπιμα κάποιες εικόνες του ώστε να φαίνονται σχεδόν «καμένες» ή, το ακριβώς αντίθετο, να φαίνονται πιο σκοτεινές.

Αυτά τα υποτιθέμενα τεχνικά «λάθη» τα οποία απέφευγαν μέχρι και οι ερασιτέχνες φωτογράφοι της εποχής ήταν ακριβώς εκείνα που χαρακτήρισαν το μοναδικό φωτογραφικό στιλ του Robert Frank και δημιούργησαν μια αναγκαία ριζική τομή στη σύγχρονη τέχνη της φωτογραφίας.

Η σθεναρή αντίσταση του Robert Frank να ενστερνιστεί τις τότε κυρίαρχες καλλιτεχνικές συμβάσεις ήταν ο λόγος που αρκετοί από τους κριτικούς αλλά και τους ομότεχνούς του χαρακτήρισαν τον Frank ως «διαβόητο επαναστάτη». Κέρδισε, μάλιστα, και πολλές αντιπάθειες προς το άτομό του, κυρίως από την παλαιότερη γενιά φωτογράφων. Πράγματι, μια κριτική που δέχθηκε από το περιοδικό Popular Photography καταδίκαζε τον Frank ως «έναν φωτογράφο που το στιλ του ενσωματώνει την τεχνική απροσεξία, την επιθυμία να σοκάρει και τις φθηνές συγκινήσεις».

Φυσικά, οι λίβελοι δεν σταματούσαν μόνο στο φωτογραφικό στιλ του Robert Frank αλλά γίνονταν ακόμα πιο πύρινοι όσον αφορά τις θεματικές των εικόνων του.

Για τους κριτικούς ο Frank παρουσίαζε μια ψεύτικη εικόνα της Αμερικής, εσκεμμένα μίζερη και άσχημη, μια κίβδηλη πεσιμιστική ανάγνωση που δεν είχε καμία σχέση με την πραγματική αλήθεια και που χλεύαζε περιπαικτικά την Αμερική αντί να την ανυψώνει στης θέση που, υποτίθεται, πως άξιζε. Μια τέχνη, που αντί να είναι συμπονετική και ανοιχτή στην ανθρώπινη καλοσύνη, επέμενε σχεδόν εμμονικά να αναδείξει τις πιο σκληρές, δύστροπες και γραφικές πτυχές των ανθρώπων.

 

Είναι αλήθεια πως το έργο του Robert Frank δεν είχε καμία σχέση με την αισιόδοξη φωτογραφία που κυριαρχούσε στα αμερικανικά μέσα της εποχής -εντύπων όπως το περιοδικό Life ή των φωτογραφικών πρότζεκτς του FSA (Farm Security Administration)-, ήδη πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ένα είδος φωτογραφίας που πολλές φορές εξυπηρετούσε και ως μια εκλεπτυσμένη μορφή προπαγάνδας με σκοπό να αναδείξει την σκληρά εργαζόμενη αλλά περήφανη και πάντα φιλόδοξη Αμερική η οποία υπερνικάει όλα τα εμπόδια που στέκονται στο διάβα της, από το οικονομικό Κραχ μέχρι την αδυσώπητη φρίκη του πολέμου.

Ο ίδιος ο Robert Frank σιχαινόταν αυτού τους είδους την «χαζοχαρούμενη» και «ψεύτικη» όπως την ονόμαζε, φωτογραφία σε κάθε πιθανή της διάσταση, από τις τεχνικές και τις θεματικές της μέχρι τα περιχαρακωμένα μοντάζ και τις βαρετές εκτυπώσεις της. Οι «Αμερικανοί» του ήταν μια άμεση απάντηση σε αυτούς τους φωτογράφους και εκδότες, μια πράξη αντίστασης στις καθεστηκυίες δομές που έσφιγγαν σαν αγχόνη τους καλλιτέχνες φωτογράφους και δεν άφηναν κανένα περιθώριο να αναδυθούν μοντέρνες και διαφοροποιημένες φωτογραφικές αφηγήσεις.

 

Μια άλλη ιδιαίτερη διαφορά του Robert Frank σε σχέση με άλλους φωτογράφους είναι το γεγονός ότι δεν έγραφε ποτέ λεζάντες κάτω από τις φωτογραφίες του, σπάνια παρείχε κάποιον σχολιασμό για τους θεατές και τους αναγνώστες, αφήνοντας τις εικόνες να μιλήσουν από μόνες τους και να αφηγηθούν τις δικές τους ιστορίες στο κοινό.

O Frank είχε μια τάση να σμίγει τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις, να τοποθετεί σειριακά εντελώς διαφορετικού είδους εικόνες μεταξύ τους, εικόνες πλούσιων λευκών που διαδέχονταν μαύρους εργαζόμενους, περιθωριοποιημένων κοινοτήτων που διαδέχονταν φωτογραφίες από πλούσια και υπερπολυτελή πάρτι. Η διευθέτηση και ταξινόμηση των εικόνων από τον Frank ενίσχυε όλες αυτές τις κοινωνικές και ταξικές αντιθέσεις των υποκειμένων που φωτογράφιζε, κατασκευάζοντας ένα παρανοϊκά ειλικρινές και εντυπωσιακά ανατρεπτικό αφήγημα.

Στην ουσία κάθε γύρισμα της σελίδας στους «Αμερικανούς» είναι μια ακόμα ανατροπή, μια απροσδόκητη καινούρια εντύπωση καθώς οι εικόνες μοιάζουν ταυτόχρονα να λένε διαφορετικές ιστορίες αλλά να συγκλίνουν σοκαριστικά σε μια και μοναδική, εκείνη του αμερικανικού καπιταλισμού.

 

Εκτός, όμως, από τις ίδιες τις φωτογραφίες του Frank, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα φύλλα κοντάκτ των «Αμερικανών», ένας πραγματικός δείκτης της καλλιτεχνικής ευφυΐας του φωτογράφου.

Τα περισσότερα από αυτά περιέχουν διάφορα πλαίσια που επισημαίνονται από τον Frank με κόκκινα ή μαύρα τετράγωνα, βέλη, ερωτηματικά ή X. Μερικές φορές ολόκληρες σειρές αρνητικών σημειώνονται με λατινικούς αριθμούς ή γραμμές σε ένα πλαίσιο το οποίο υποδεικνύει ένα πιθανό κροπάρισμα. Αυτά τα σημάδια αποκαλύπτουν μια άλλη πτυχή της τέχνης του Frank: το απαιτητικό μάτι που πέτυχε να περιορίσει τις πάνω από 20.000 φωτογραφίες στις 83 που τελικά θα δημοσιεύονταν στο λεύκωμα. Συχνά, ο Frank τύπωνε πολλαπλές φορές τα καρέ του μόνο από ένα μόνο φύλλο κοντάκτ, πράξη αρκετά γενναία και κοστοβόρα για έναν φωτογράφο που παίζει ένα δικό του εμμονικό παιχνίδι μέσα στον σκοτεινό θάλαμο.

Σε κάθε περίπτωση, οι «Αμερικανοί» του Robert Frank απείχαν από όλα εκείνα τα αφηγήματα με τα οποία ήθελε να προσδιορίσει τον εαυτό της η σύγχρονη Αμερική. Δεν υπάρχει κανένα ίχνος ενός γλυκερού ρομαντισμού στις εικόνες του Frank, οι φωτογραφίες του δε δημιουργούν καμία νοσταλγία για ένα λαμπερό παρελθόν όπου «η Αμερική ήταν ανώτερη», το ακριβώς αντίθετο μάλιστα. Οι «Αμερικανοί» του ήταν πράγματι μια σκληρή απεικόνιση μιας εξίσου σκληρής αμερικανικής πραγματικότητας την οποία προσπάθησε να ανατρέψει η επόμενη γενιά, η γενιά των ‘60ς, με τα μαζικά πολιτικά κινήματα, την έκρηξη της σύγχρονης τέχνης και την αναζήτηση ολοένα και καινούριων μεθόδων αναπαράστασης.

Ο ίδιος ο Robert Frank μετά την έκδοση των «Αμερικανών» θα απέχει πολύ από την φωτογραφία πεδίου. Στιγματισμένος από τα προσωπικά του δράματα, τον θάνατο της κόρης του σε αεροπορικό δυστύχημα και την ψυχική διαταραχή που ταλαιπωρούσε τον γιο του, θα επιδοθεί μετέπειτα σε ένα πιο κλειστό, απομονωμένο και εξατομικευμένο είδος φωτογραφίας σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει τα προσωπικά του τραύματα.

Οι «Αμερικανοί» του, όμως, εξήντα χρόνια μετά την έκδοσή τους, μας θυμίζουν τα θρυμματισμένα θεμέλια πάνω στα οποία κατασκευάστηκε αλλά και κατακρημνίστηκε το Αμερικανικό Όνειρο όπως και ότι το παρελθόν δεν αποτελεί μια ξένη χώρα, αλλά είναι άβολα οικείο με μια σύγχρονη πραγματικότητα που μονίμως παλεύει να βρει τη δική της ταυτότητα αλλά και να υπερκεράσει τα δικά της δεσμά.

Με άλλα λόγια, America was not so great even in the beginning of it all.

 

 

Ορισμένοι χρήσιμοι σύνδεσμοι:

https://www.nga.gov/features/robert-frank/the-americans-1955-57.html

https://en.wikipedia.org/wiki/The_Americans_(photography)

https://aperture.org/books/robert-frank-the-americans/

https://www.nga.gov/features/robert-frank/peru-1948.html

https://www.lifo.gr/culture/photography/rompert-frank-o-megas-poiitis-kai-megas-dimokratis-toy-fakoy

https://paspartou.gr/nikos-prassos/americans-katarriptontas-ton-mytho-enos-oneiroy

chrome-extension://efaidnbmnnnibpcajpcglclefindmkaj/https://oscarenfotos.com/wp-content/uploads/2012/05/p1_americans_intro.pdf