Πολυτεχνείο 1973: Ο αρχιβασανιστής της Χούντας, αξιωματικός της ΕΣΑ, Ευαάγγελος   Μάλλιος απειλεί τους έγκλειστους φοιτητές

Οι ανυπόγραφες ανακοινώσεις των οικογενειών των θυμάτων της 17Ν που επιζητούν την άρνηση της κυβέρνησης στο σύννομο αίτημα του Δ.Κ λόγω της μη επίδειξης μεταμέλειας για τις δολοφονίες, κατεύθυναν μεθοδικά τις δημόσιες συζητήσεις στις αρχικές μέρες δράσεις της οργάνωσης, τότε που εμφανίστηκε ως μια αυτονομιστική απάντηση στο αυταρχικό καθεστώς του Καραμανλή. Δηλαδή, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, όταν οι αρχιβασανιστές/ανθρωποφύλακες της ΕΑΤ-ΕΣΑ κυκλοφορούσαν ελεύθεροι λοιδορώντας και χλευάζοντας τα θύματά τους, στοχοποιώντας τα στις μαζικές απεργίες και διαδηλώσεις ή ακόμα και εγκαλώντας τα θύματα των βασανιστηρίων τους να κληθούν σε απολογίες για συκοφαντική δυσφήμιση. Ακόμα και οι απολογίες των κατηγορούμενων βασανιστών κατά τη διάρκεια της δίκης το 1975 ήταν όλες προκλητικές.

Προκλητικότερος όλων, ο αρχιβασανιστής Χατζηζήσης, δε δίστασε να ισχυριστεί ότι στο ΕΑΤ/ΕΣΑ «περισσότερο ταλαιπωρήθηκαν οι ανακριτές παρά εκείνοι που ανακρίθηκαν»!

Να μη λησμονηθεί, επίσης, και η περιβόητη εθνικιστική κορώνα του άλλου βασανιστή Μπάμπαλη, ότι «τα μπουντρούμια ήμουν εγώ».

Εν τέλει, η δίκη-παρωδία των βασανιστών της χούντας θα καταλήξει με τέσσερις να αθωώνονται , ενώ άλλοι τέσσερις παύουν να διώκονται για μη εμπρόθεσμη έγκληση (μεταξύ αυτών και ο Μπάμπαλης) και άλλοι τρεις να καταδικάζονται με 4 με 5 μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή. Ειδικά ο Ευάγγελος Μάλλιος, παρά τις εκατοντάδες μηνύσεις εις βάρος του (700 μηνύσεις συνολικά σε βάρος των βασανιστών) καταδικάζεται με 10 μήνες φυλάκιση και δικαίωμα εξαγοράς.  Σε άλλες πόλεις, όπως στην Θεσσαλονίκη, οι περισσότεροι αξιωματικοί δεν καταδικάστηκαν καν, απλά είτε τέθηκαν σε αναστολή για κάποιο χρονικό διάστημα, είτε μετατέθηκαν σε άλλες θέσεις μέσα στο σώμα.

Οι βασανιστές της Χούντας κατά τη διάρκεια της δίκης-παρωδίας

Δεν είναι τυχαίο, ότι έπειτα από τόσες δεκαετίες η κυβέρνηση της ΝΔ επιλέγει πάλι να συμπεριφερθεί με την πολιτική της ιεράρχησης πτωμάτων, αναγκάζοντας το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς να λάβει θέση για αυτή την κατάσταση, σε μια προσπάθεια επαναφοράς της ίδιας της αλήθειας. Η επικοινωνιακή γραμμή, όμως, είναι εξίσου μεθοδευμένα αρκετά λεπτή, ώστε αν σπάσει να έχει ως αποτέλεσμα τη τροφοδότηση της τερατώδους θεωρίας των δύο άκρων. Είναι στρατηγικά σκόπιμο να ριχτεί λάδι στη φωτιά για τη δημιουργία ενός εμφυλιακού κλίματος στην χώρα, φέρνοντας ξανά στο προσκήνιο όλη τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας τα τελευταία 80 χρόνια. Γιατί ενώ στεκόμαστε άναυδοι μπροστά σε αυτό τον εκφασισμό και την αποκτήνωση της κοινωνίας, αυτή η ίδια έκπληξη μας καταλαμβάνει κάθε φορά όταν, από τη Μεταπολίτευση και έπειτα αναλαμβάνει τα ηνία της χώρας μια δεξιά νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση.

Από τη βάρβαρη επίθεση της αστυνομίας στο ΑΠΘ. Αστυνομικές συλλαμβάνουν και ξυλοκοπούν φοιτητή εντός του πανεπιστημιακού campus.

Μετά την πτώση της Χούντας, το ήδη υπάρχον εκφασισμένο τμήμα της κοινωνίας που ενορχήστρωσε και υποστήριξε το στρατιωτικό πραξικόπημα θα επιστρέψει στη μήτρα του, δηλαδή στη Νέα Δημοκρατία και τον Καραμανλή. Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησής της, το καθεστώς του Καραμανλή όχι μόνο δεν τιμώρησε και δεν αποκαθήλωσε τη συντριπτική πλειονότητα των χουντικών στελεχών, αλλά προώθησε και κάποιους σε νευραλγικές δημόσιες θέσεις εξουσίας, παρασημοφορώντας τους εν ευθέτω χρόνω για την ‘’πατριωτική ανδρεία’’ τους.

12/3/1976: από τη Νέα Δημοκρατία στη «Νέα Τρομοκρατία» (Αρχείο ΓΣΕΕ)

Τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, το αυταρχικό καθεστώς της δεξιάς κατακρεουργούσε τον ήδη ταλαιπωρημένο λαό, νομοθετώντας για τη διάλυση του εργατικού και φοιτητικού κινήματος (παράδειγμα ο απεργοσπαστικός νόμος 330 που ψηφίστηκε το 1976 για την κατάργηση του οποίου το εργατικό κίνημα έδωσε σκληρές μάχες και εν τέλει καταργήθηκε επί ΠΑΣΟΚ το 1982). Είναι γεγονός ότι οι εργατικοί αγώνες της Μεταπολίτευσης αντιμετωπίστηκαν από τον Καραμανλή σαν ‘’κατάχρηση εξουσίας’’. Διατήρησε, άλλωστε, και τους φακέλους πολιτικών φρονημάτων, τους οποίους χρησιμοποιούσε για να στοχοποιεί τους συνδικαλιστές, να τους συλλαμβάνει σε διαδηλώσεις και να αφήνει ελεύθερη την εργοδοσία να επιδίδεται σε μια σωρεία απολύσεων ή διακρίσεων εις βάρος τους. Μόνο με τη δικαιολογία της ‘’χάριτος’’ στην αριστερά λόγω της νομιμοποίησης του ΚΚΕ, η μεταπολιτευτική ΝΔ ήταν, κατά τα άλλα, μια democradura, μια εκλεγμένη δημοκρατική εκδοχή της χουντικής καταστολής και διακυβέρνησης.

Η επισφράγιση της καταστροφής του ιστορικού παρελθόντος θα έρθει λίγο αργότερα, όταν το 1989, μέσα στο κλίμα της ‘’Εθνικής Συμφιλίωσης’’, η κυβέρνηση του Τζαννή Τζαννετάκη θα κάψει σχεδόν όλους (!) τους φακέλους των ατομικών κοινωνικών φρονημάτων. Χωρίς να υπάρξει μία ιστορική μελέτη καταστράφηκε ένα μεγάλο τμήμα της ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας, αλλά κυρίως προστατεύτηκαν οι πάλαι πότε ταγματασφαλίτες, δωσίλογοι και χαφιέδες, από τον καιρό του Μεσοπολέμου μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Έτσι, στις υψικαμίνους της χαλυβουργικής στον Ασπρόπυργο και της ΣΙΔΕΝΟΡ στη Θεσσαλονίκη, στις 29 Αυγούστου του 1989 θα καούν περίπου 17.500.000 αστυνομικοί ‘’φάκελοι πολιτικών φρονημάτων’’ αριστερών πολιτών, από τους περίπου 33.000.000 που κάηκαν συνολικά σε όλη την χώρα. Φάκελοι οι οποίοι, κατά γενικοί ομολογία, προστάτευαν περισσότερο τους χαφιέδες, παρά τους ίδιους τους αριστερούς που δεν έκρυψαν ποτέ τα πολιτικά τους φρονήματα.

Εκατομμύρια φάκελοι πολιτικών φρονημάτων συλλέγονται και καίγονται από την κυβέρνηση Τζαννετάκη το 1989

Η Περίπτωση του Νάντη Χατζηγιάννη

Το ιστορικό της υπόθεσης

Επιστρέφοντας πίσω στο κατά πόσο, εν τέλει, καταδικάστηκαν και ειδικά στο πόσο μετανόησαν οι χουντικοί αξιωματικοί και βασανιστές, αξίζει να αναφερθεί η περίπτωση του Θεσσαλονικιού αντιδικτατορικού αγωνιστή, μέλος των Λαμπράκηδων και μετέπειτα του ΠΑΜ (Πανελλήνιο Αντιδικτατορικό Μέτωπο), Φερδινάρδου (Νάντη) Χατζηγιάννη.

Ο Νάντης Χατζηγιάννης, μαζί με τους συν-αγωνιστές Γρηγόρη Παντή και Γιάννη Χαλκίδη σαμπόταραν στις 2 Σεπτεμβρίου του 1967 τα εγκαίνια της ΔΕΘ, ανατινάζοντας κολόνα της ΔΕΗ και προκαλώντας διακοπή ρεύματος σε όλους τους χώρους της Έκθεσης. Τα ξημερώματα της 5ης Σεπτεμβρίου 1967 μέλη της Εθνικής Ασφάλειας της Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης έκαναν έφοδο στο διαμέρισμα όπου βρίσκονταν μέλη του ΠΑΜ στον τότε οδό Φιλελλήνων 55 (πλέον Θεοδώρου Νάτσινα). Τα τρία μέλη του ΠΑΜ προσπάθησαν να διαφύγουν αλλά ο Γιάννης Χαλκίδης δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από τον ασφαλίτη Αντώνη Λεπενιώτη με δυο σφαίρες στην πλάτη, η τελευταία σφαίρα σχεδόν εξ επαφής. Οι Παντής και Χατζηγιάννης συννελήφθησαν από την ασφάλεια, και συγκεκριμένα ο Παντής τραυματίστηκε από σφαίρα στο πόδι. Να σημειωθεί ότι και οι τρεις αγωνιστές ήταν άοπλοι. Οι συλληφθέντες καταδικάστηκαν από το έκτακτο στρατοδικείο στις 26 Νοεμβρίου του ίδιου έτους σε κάθειρξη 20 χρόνων, και βασανίστηκαν ανελέητα στα μπουντρούμια της ασφάλειας Θεσσαλονίκης.

Ο  27χρονος δολοφονημένος αγωνιστής από τη Χούντα, Γιάννης Χαλκίδης

Μετά την πτώση της Χούντας, οι αγωνιστές της Θεσσαλονίκης προσπαθούσαν επί χρόνια να φέρουν στο εδώλιο τους δολοφόνους τους Χαλκίδη αλλά και τους αξιωματικούς ηθικούς και πολιτικούς αυτουργούς της χούντας στην Θεσσαλονίκη. Εν τέλει, έπειτα από πολλές αναβολές, τον Μάιο του 1980 έγινε η δίκη των κατηγορουμένων για τον θάνατο του Χαλκίδη.  Από τους 17 υπαίτιους αστυνομικούς, μόνο τρεις αστυνομικοί κάθισαν στο εδώλιο (ο Λεπενιώτης, όπως και οι υπόλοιποι, καλύφθηκαν από τους ανωτέρους τους) και από αυτούς καταδικάστηκε μόνο ο πρώην μοίραρχος Νικόλαος Τετραδάκος σε κάθειρξη δέκα χρόνων, ο οποίος ήταν ήδη φυλακισμένος για άλλα βασανιστήρια. Ο Δίπλας και ο χωροφύλακας Παναγιώτης Τσιραμπίδης αθωώθηκαν. Οι πραγματικοί δολοφόνοι του Χαλκίδη κυκλοφορούσαν επί χρόνια ελεύθεροι στην πόλη της Θεσσαλονίκης.

Στιγμιότυπο από την κατάθεση του Νάντη Χατζηγιάννη στη δίκη για την δολοφονία του Γιάννη Χαλκίδη τον Μάιο του 1980.

Μια ατυχής συνάντηση που θα ξυπνήσει μνήμες

Στις 8 Σεπτεμβρίου 2004, ο 65χρονος πλέον αγωνιστής Νάντης Χατζηγιάννης θα συναντήσει στο λεωφορείο 14 της Άνω Τούμπας, έναν παλιό γνώριμο. Το βλέμμα του θα διασταυρωθεί με τον βασανιστή του στα χρόνια της Χούντας και δολοφόνο του Γιάννη Χαλκίδη, τον πλέον συνταξιούχο αστυνομικό Αντώνη Λεπενιώτη. Με οργισμένη φωνή του θυμίζει ποιος είναι και στη συνέχεια ενημερώνει τους παριστάμενους ότι ο συνεπιβάτης τους υπήρξε όχι μόνο βασανιστής πολιτικών κρατουμένων αλλά και ο δολοφόνος του αγωνιστή Γιάννη Χαλκίδη. Ο Λεπενιώτης κατεβαίνει από το λεωφορείο, αλλά ενάμιση μήνα μετά (στις 19/10/2004) ο Χατζηγιάννης καλείται από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης να απολογηθεί για τη μήνυση που υπέβαλε σε βάρος του ο πάλαι ποτέ βασανιστής του, με την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμησης.

Ο Λεπενιώτης απευθύνεται με  αισχρό λόγο στον Νάντη Χατζηγιάννη αποκαλώντας τον «ιδιόρρυθμον άτομον», «θρασύτατο και προκλητικό», που «εμφανίζεται ως αντιστασιακός» και τον συκοφαντεί συστηματικά «εν γνώσει της αναληθείας» των ισχυρισμών του. Ισχυρίζεται μάλιστα ότι παρόμοια επεισόδια έχουν συμβεί μεταξύ τους και στο παρελθόν (το 1990 και το 1999), κάτι που ο ίδιος ο Χατζηγιάννης διαψεύδει κατηγορηματικά (πηγή iospress.gr). Επίσης, ο Λεπενιώτης κάνει αγωγή στην εφημερίδα ‘’Αγγελιοφόρος’’ , ζητώντας το ποσό των 200.000 ευρώ λόγω της συνέντευξης του Νάντη Χατζηγιάννη την οποία δημοσίευσε εν όψει της υπόθεσης.

Το συγκεκριμένο θέμα λαμβάνει διαστάσεις στην αριστερά της Θεσσαλονίκης, αναμοχλεύοντας μνήμες που εν τέλει καμία ‘’εθνική συμφιλίωση’’ δεν είχε καταφέρει να χαντακώσει. Στα χρόνια που πέρασαν μέχρι την τελική εκδίκαση της απόφασης, όπου ο Νάντης Χατζηγιάννης βρέθηκε ξανά κατηγορούμενος επειδή τόλμησε να καταδείξει τον βασανιστή του, ο Λεπενιώτης τον διέσυρε ασύστολα. Αυτές οι ανερυθρίαστες δράσεις πυροδοτούν μια σειρά από γενικευμένες συζητήσεις και καταγγελίες για το κουκούλωμα και την κάλυψη των βασανιστών της χούντας στην Θεσσαλονίκη, που καταγράφονται σε βιωματικές μαρτυρίες και άλλων μελών του ΠΑΜ, όπως του Αδάμ Δράγα, του Γρηγόρη Παντή αλλά και της κόρης του δολοφονημένου βουλευτή της ΕΔΑ Γιώργου Τσαρουχά, της Καίτης Τσαρουχά.

Ο Νάντης Χατζηγιάννης και οι αδερφές του δολοφονημένου Γιάννη Χαλκίδη έξω από τα Διακαστήρια της Θεσσαλονίκης την ημέρα της τελικής απόφασης στις 25 Νοεμβρίου 2008.

Κατά τη διάρκεια της δίκης, που έλαβε χώρα στις 25 Νοεμβρίου του 2008  ο Νάντης Χατζηγιάννης που βρίσκεται ξανά σε απολογία 40 χρόνια μετά το στρατοδικείο που τον δίκασε στην Χούντα, αναφέρει συγκλονιστικά: «Σήμερα δεν μπορείς να μου απαγορεύσεις να μιλήσω. Με ποδοπάτησες, με έδεσες και με το πιστόλι σου έκανες εικονικές εκτελέσεις εναντίον μου την ώρα που ήμουν ξαπλωμένος καταγής».

Παρά τα ψέματα του Λεπενιώτη, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης αθώωσε πανηγυρικά τον Νάντη Χατζηγιάννη με ομόφωνη ετυμηγορία υπέρ του, αποκαθιστώντας την αλήθεια. Ο Λεπενιώτης, μπροστά στα τεράστια ‘’Κατηγορώ’’ των θυμάτων του καταλήγει να παραδέχεται, εν τέλει, ότι ο Γιάννης Χαλκίδης δολοφονήθηκε από την ομάδα ασφαλιτών στην οποία συμμετείχε!

Ακόμα και σήμερα, η αριστερά της Θεσσαλονίκης δεν μπορεί να ξεχάσει το θράσος του παλιού χουντικού βασανιστή, που επηρμένος από την κάλυψή του Καραμανλικού καθεστώτος που τον συγκάλυψε, θεώρησε ότι έχει την ικανότητα να διασύρει επ’ άπειρον τα θύματά του. Η περίπτωση του Νάντη Χατζηγιάννη αποτελεί το ακραίο παράδειγμα για το πόσο μετανόησαν οι αυτουργοί, βασανιστές και δολοφόνοι της Χούντας, και κατά πόσο ενδιαφέρθηκε ποτέ και το κράτος της δεξιάς για την οποιαδήποτε μεταμέλειά τους, πριν τρέξει να τους καλύψει, να τους διορίσει και να τους παρασημοφορήσει. Τόσο πολύ ενδιαφέρθηκαν ώστε η δίκη του Χατζηγιάννη να μην λάβει σχεδόν καμία δημοσιότητα από τα περισσότερα επίσημα ΜΜΕ εκείνη την εποχή και εννοείται να έχει μπει στα παλιά χρονοντούλαπα, που μόνο λίγοι πλέον τα θυμούνται.

Αλλά αυτοί που τα θυμούνται, θα τα γράφουν συνέχεια και συνέχεια μέχρι να σταματήσει και το τελευταίο ψέμα, και η τελευταία συκοφαντία περί μεταμέλειας και η τελευταία ανερυθρίαστη χρήση των οποιωνδήποτε θυμάτων από τη δεξιά για την κατασκευή αφηγημάτων που ιεραρχούν θύματα και πτώματα, που θέλουν να γράψουν την ιστορία κατά πως τους συμφέρει, πατώντας πάνω στην κοντόφθαλμη ιστορική και πολιτική μνήμη ορισμένων. Όσον αφορά την θέση της αριστεράς απέναντι στη δράση της 17Ν, θα απαντήσει καλύτερα η Νατάσα Μερτίκα, που βασανίστηκε από τον ίδιο τον Μάλλιο κατά τη διάρκεια της χούντας όταν έμαθε για τη δολοφονία του:

«Ποτέ στη ζωή μου δεν χάρηκα για τον θάνατο κανενός πλάσματος. Γιατί άραγε να χαρώ τώρα; Βγήκα έξω και είπα στους φίλους μου: το να σκοτώσεις ένα όργανο του φασισμού είναι απλά μια εκδίκηση και η δική μου ιδεολογία δεν πιστεύει στην εκδίκηση. Όποιος μπορέσει και «σκοτώσει» την απειλή του φασισμού που παραμονεύει παντού τότε είναι που θα χαρώ.»

Αυτά για όσους θεωρούν πως τώρα ήρθε η ώρα να παρθεί εκδίκηση από τη 17Ν, οδηγώντας την χώρα να έχει τον πρώτο νεκρό απεργό πείνας.