Τα πρόσωπα που συναντήσαμε, οι φωνές που ακούσαμε, όσα μας χάρισε η δεύτερη μέρα μας στο Καράκας, σε μια πρώτη καταγραφή, λίγο πριν γίνουν μονταρισμένα βίντεο.

Φωτογραφίες, βίντεο: Αλέξανδρος Γαστεράτος, Νίκος Βεντούρας

Με τον Αλέξις Μπολιβάρ υ Ροδρίγκες αγαπηθήκαμε. Στρατευμένος ακτιβιστής της βενεζουελάνικης ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, μας συναντάει βράδυ, μετά τη δουλειά, σε ένα καφέ, στην πλατεία έξω από το σπίτι του συνονόματου του, του Σιμόν Μπολιβάρ, για να μας μιλήσει για την κατάσταση της κοινότητας στη Βενεζουέλα. H συνάντησή μας είναι στα «απόνερα» του Κόπα Αμέρικα. Ο φόνος δύο ομοφυλοφίλων που έγινε προχτές εδώ ήταν η αφορμή. Το έγκλημα ήταν απολύτως ποδοσφαιρικό, μας λέει. Τσακώθηκαν για το ποδόσφαιρο κι έφτασαν στο φόνο, παρέα φίλων ήταν όλοι πριν γίνει το κακό. Σε αντίθεση με τη δολοφονία μιας τρανς πριν λίγες ημέρες – εκείνο ήταν έγκλημα μίσους αλλά «όχι κάτι συχνό στην κοινωνία της Βενεζουέλας». Αντιστοιχίες, αναλογίες, από τη Μυτιλήνη ως το Καράκας…

Συγκροτημένος, γλυκός, με γνώση και παρουσία στους αγώνες, ορατός σε μια κοινωνία που ακόμη προτιμά τους αόρατους, πριν τη συνέντευξη και στα μισά της και μετά ένα ζητάει επίμονα: να τον φέρουμε σε επαφή με την κοινότητα της Ελλάδας, χρειάζονται τη διεθνή εμπειρία, την επαφή, το παράδειγμα και το δρόμο. Και οι κυρώσεις είναι ένας από τους λόγους που τα στερούνται. Πολιτικός μηχανικός, κι αυτός και ο καλός του, μαθαίνει αγγλικά ώστε να μπορέσει να διαβάσει περισσότερο, να μάθει περισσότερο, να δράσει περισσότερο και να συναντηθεί με την εμπειρία των συντρόφων διεθνώς. «Όμως για τώρα μόνο ισπανικά» λέει σχεδόν με ντροπή, όταν μου ζητάει να δώσω το ημέηλ του σε όποιον από τις ελληνικές οργανώσεις ενδιαφέρεται να έρθει σε επαφή. Του λέω για την Πάολα, για τα ντοκυμανταίρ της, λάμπουν τα μάτια του, «αν θα μπορούσαμε να τα δείξουμε στη Βενεζουέλα;», του λέω για τον ακροατή μου, το Βαγγέλη, που τώρα του βρήκα νέο pen pal. Επαφή, να συναντηθούμε… Το πρώτο ζητούμενο.  

Οι κυρώσεις σημαίνουν ελλείψεις για όλους. Ελλείψεις που όμως πλήττουν περισσότερο τις ευάλωτες ομάδες και κοινότητες. Τα παιδιά, οι γέροντες, οι ασθενείς είναι πάντα τα πρώτα θύματα αυτού του δολοφονικού αμερικάνικου όπλου. Στην περίπτωσή μας, οι κυρώσεις δε σημαίνουν μόνο αποκοπή από τα δρώμενα για την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. Σημαίνουν και ότι οι ασθενείς και προσβεβλημένοι από HIV στερήθηκαν για μεγάλο διάστημα τα φάρμακά τους. «Τώρα έχει αναλάβει ο ΟΗΕ και δεν υπάρχει πρόβλημα» – πόσες ζωές χάθηκαν πριν φτάσουν τα παράπονά μας στον ΟΗΕ δεν γνωρίζει κανείς μας… 

Ήταν η ερώτηση που είχα ξεχάσει να του κάνω ον κάμερα, του λέω, όταν συζητάμε εκτός κάμερας, στο πηγαδάκι που κάνουμε όσο ο Νίκος κι ο Αλέξανδρος μαζεύουν τα συμπράγκαλά τους και το παιδομάνι γύρω μας τρεχαλίζει και φωνάζει –  η ευρύτερη συζήτηση που κάναμε θέλει μοντάζ, υπότιτλους, όμως αυτές οι κουβέντες οι καρδιακές, που «βγάζουν είδηση» χωρίς τέτοιο σκοπό, χωράνε στο κείμενο, αποφασίζω, και μαζί χωράει κι η έκκληση του ξανά και ξανά για επαφή. 

Χωριζόμαστε με αγκαλιές που μπορεί να μην τις επιτρέπει η πανδημία μα τις ζητάει η καρδιά και των δυό μας. Είναι αισιόδοξος, ελπίζει στην αλλαγή κι ας έρχεται με «μικρά μικρά βηματάκια». Άλλωστε στη βουλή της Βενεζουέλας έχουν υπηρετήσει ως σήμερα δύο τρανς, μία στην αντιπολίτευση και μία στην συμπολίτευση, η δεύτερη είναι στο κοινοβούλιο ενεργή ακόμη και «δε νοιάζεται να ανατρέψει το Μαδούρο μόνο, όπως η προηγούμενη, νοιάζεται να περάσει και τα δικαιώματα μας». 

Ο Αλέξις πιστεύει στην κοινή δράση, στην αλλαγή που θα ξεκινήσει από τις κομμούνες στις γειτονιές, εκεί που είσαι ορατός «στη αρχή ως αυτός που ντύνεται παράξενα κι ύστερα ως ο σύντροφος μας που έχει άλλη σεξουαλική κατεύθυνση». Πιστεύει στις σχέσεις που χτίζονται στην κοινότητα την ώρα του κοινού αγώνα για επιβίωση, τις θεωρεί το όπλο της αλλαγής μιας κοινωνίας στην οποία πέφτουν λεφτά με το τσουβάλι από τους ευαγγελικούς για να οπισθοχωρήσει άμεσα η ατζέντα, να γίνουν παράνομες οι αμβλώσεις, να φυλακίζονται οι «σοδομιστές, έτσι μας λένε, σοδομιστές!».. Χρήματα με το τσουβάλι σε μια χώρα που οι κυρώσεις την έφεραν στα πρόθυρα της καταστροφής.. Ο Αλέξις δεν κρίνει. Ο Αλέξις δεν εξαγοράζεται. Ο Αλέξις είναι αγγελικός. 

Ο ιδιοκτήτης του airbnb μας, πάλι, κρίνει. Και ούτε θέλει να ακούσει για το Μαδούρο. Οδηγεί και ακούμε στο ραδιόφωνο το Αργεντινή – Ουρουγουάη, αγαπάει πολύ το ποδόσφαιρο, και τώρα μαθαίνει και τον ΠΑΟΚ, θέλει δε θέλει. Ήταν τσαβίστα στρατευμένος «σε αυτό το δρόμο κατέβαινα κάθε φορά που θα μιλούσε, είμασταν χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες, πιστέψαμε στον Τσάβες», λέει καθώς μας κατεβάζει στο κέντρο της πόλης. Όμως, δεν πιστεύει στο Μαδούρο, δεν αποδέχεται πως δεν υπήρχαν κι άλλες λύσεις. Είναι παράδειγμα, αν το σκεφτείς, των ψευδών, των κατασκευών, των fake news της Δύσης επί Τσάβες. Τότε που πάλι ακούγαμε πως δεν τον ήθελε κανένας τον Τσάβες, που ήταν «δικτάτορας» και «καθεστώς» και «νοθεία στις εκλογές», όλο το πακέτο, όλο το παραμύθι και τα ψέμματα και οι κατασκευές του ιμπεριαλισμού για τον εχθρό του. Ο ιδιοκτήτης του airbnb μας είναι μέλος μιας μεσαίας τάξης που στήριξε τον Τσάβες και που επωφελήθηκε της ευημερίας και τώρα δε συγχωρεί όσα έφερε το εμπάργκο και όσα φέρνει η πολύχρονη παραμονή στην εξουσία, όσο κι αν η δημοκρατία την επιβάλλει. 

Στις κουβέντες μας δε μιλάει για διαφθορά, μα σαν να την υπονοεί – είναι δικηγόρος, στην εισαγγελία μέχρι πριν τέσσερα χρόνια, άφησε την δουλειά του εκεί γιατί με εκείνον το μισθό δε μπορούσε να ζήσει, ήταν πολύ χαμηλός. Δεν θα φύγει από τη Βενεζουέλα, όπως φύγαν εκατομμύρια λόγω των στερήσεων και του εμπάργκο. Έψαξε να βρει τρόπους να ζήσει εδώ, στον τόπο του, πέρασε στην μικρή επιχειρηματικότητα, τελείως ξένη με το ως τότε επάγγελμα του. Είναι εξαιρετικός σε αυτό που κάνει, ευγενέστατος, βοήθεια σε ότι χρειαστούμε, «όσο είστε εδώ είμαι η οικογένειά σας». Στο σπίτι που μας νοικιάζει, μόλις μπεις, πρώτη εικόνα το ευαγγέλιο και ένα πιάτο με την εικόνα του παπά Βοϊτίλα (υποψιάζομαι ότι δεν τον πολυαγαπάει τον τωρινό). Ζει στο δικό του μικρόκοσμο που τον έχτισε με κόπο και πολύ δουλειά – με προδιαγραφές πολύ διαφορετικές από τον κόσμο στα μπάρριος. Απορεί όταν πάμε εκεί, στους τόπους της φτωχολογιάς, η έκπληξη του είναι τέτοια που, αυτού του στωικού και ακραία ευγενικού ανθρώπου, του ξεφεύγει μια φωνή και χτυπά το τιμόνι, «μα που πήγατε!» όταν του το λέμε. Κι ας ξέρει ότι είμαστε δημοσιογράφοι.

Που πήγαμε; πήγαμε εκεί που ο Μαδούρο είναι αποδεκτός ως «αυτός που συνεχίζει το έργο του Τσάβες», εκεί που τα σπίτια έχουν νερό και ρεύμα και τα παιδιά γήπεδο, σχολείο, γειτονιά, χάρη στον Τσάβες και το Μαδούρο. Που οι δρόμοι είναι πεντακάθαροι, που η κοινότητα συνεργάζεται, που ρωτάς στο υπαίθριο κουρείο που μπορείς να πιεις έναν καφέ και ο κουρέας βάζει φωνή στο γείτονα, απέναντι, που έχει πορτοκαλάδες. «Δεν έχει που να καθήσουμε να τις πιούμε» λέμε αυθόρμητα κι η γυναίκα του γείτονα, αφροβενεζουελάνα, απαντάει, «Ελάτε σπίτι μας, ελάτε να καθίσετε εδώ», δείχνοντας τη βεράντα της. Σκέφτομαι πως αν ήμουν μόνη θα πήγαινα, όμως είμαστε καραβάνι πια, το καραβάνι του ΤΡΡ, και δεν της χρωστάμε να της τα κάνουμε άνω κάτω της γυναίκας γιατί τα άμαθα δυτικά μας σώματα υπέφεραν από τη ζέστη και την υγρασία… 

Στις γωνιές της πλατείας, κοντά στα μαγαζάκια από όπου αγοράζουμε φρούτα, δυό τρεις μαυραγορίτες πουλάνε όσα τους παρέχει το κράτος δωρεάν. Στα μπάρριος υπάρχουν κοινωνικοί φούρνοι της γειτονιάς , κοινωνικά μπακάλικα, είναι πολλά τα βασικά αγαθά που διατίθενται δωρεάν. Και κάποιοι τα πουλάνε, λίγα μέτρα πιο πέρα από τα κανονικά μικρά μαγαζάκια του μπάρριο, έτοιμοι να τα τυλίξουν στο στρωμένο τους πανί και να εξαφανιστούν έτσι και φανεί αστυνομία. Το φαινόμενο ήταν πολύ συχνότερο τα πιο δύσκολα χρόνια, τώρα είναι λίγοι και η κοινότητα δεν τους αντιμετωπίζει πια ως αναγκαίο κακό, είναι κατακριτέοι.

Τα σπίτια στο μπάρριο, τα χαμόσπιτα που έχουν όμως όλα τα βασικά, στολίζονται από αφίσες και ζωγραφιές, από τις εικόνες του Τσε, του Τσάβες και του Μαδούρο μέσα κι έξω. Σήμερα στο μπάρριο που προκαλεί την ανησυχία και έκπληξη του οικοδεσπότη μας, του μπάρριο που πριν 20 χρόνια ήταν τόπος θανάτου κι αποκλεισμού, βρίσκεται το ιατρικό κέντρο Αμέλια Μπιάνκο, στο οποίο δουλεύουν οι Κουβανοί γιατροί σε συνεργασία με τους Βενεζουελάνους συναδέλφους τους, ακόμη πιο δίπλα τους το λαϊκό δημόσιο φαρμακείο, στο κέντρο της κοινότητας η πλατεία με την παιδική χαρά, από πάνω το γήπεδο…

Οι Κουβανοί γιατροί στήνουν δομές και δουλεύουν μόνο στα μπάρριος. Εκεί που δεν πρόλαβαν να χτιστούν υποδομές. Ένας ακόμη Αλέξης, ο Αλεξέι, είναι ο επικεφαλής της ομάδας των Κουβανών γιατρών που δουλεύουν σε ετούτο το μπάρριο. Καλύπτουν 117.000 πολίτες, σε αυτό το ζηλευτό – ναι, κι από τη Δύση-, πεντακάθαρο κέντρο υγείας. Δεν ήρθαν όμως εδώ να θεραπεύσουν και να φύγουν. Δίπλα του, η βενεζουελάνα γιατρός, η Μινέρβα, μας εξηγεί πως «όταν ήρθαν [οι Κουβανοί γιατροί] έστησαν τη δομή και δούλευαν μόνοι τους στην αρχή, αλλά τώρα δουλεύουμε όλοι μαζί, μέχρι να μη τους χρειαζόμαστε πια».

Οι Κουβανοί γιατροί. Δεν έρχονται να σου δείξουν την ανωτερότητά τους, την γνώση τους. Έρχονται να σε κάνουν ακόμη καλύτερο αν μπορούν, να φύγουν και να μη τους χρειάζεσαι, να δουλεύουν ρολόι όλα. Μες στο νοσοκομείο εκπαιδεύουν νέους Βενεζουελάνους, φοιτητές ιατρικής. Την ώρα που πάμε είναι εκεί μόνο οι πρωτοετείς, γυναίκες όλες, στέκονται με χαρά για την αναμνηστική φωτογραφία, με το κέφαλι ψηλά και τη σεμνότητα αυτού που μαθαίνει και θέλει να μάθει, αυτού που θέλει να υπηρετήσει. Η ευγένεια, η τάξη, η ακραία καθαριότητα, εδώ δεν έχουν κανένα υλικό αντίτιμο. Εδώ είναι τέκνα της αλληλεγγύης και της συνεργασίας. Η αναμνηστική φωτογραφία βγήκε στον τοίχο που στολίζουν οι φωτογραφίες του Μπολιβάρ, του Φιδέλ, του Τσε, του Χοσέ Μαρτί. Είμαστε η υπόσχεση. Και το ξέρουμε όλοι. 

 

ΥΓ. Ναι, έχουμε εικόνα, βίντεο, συνεντεύξεις. Όμως έχουμε και τρεχάματα και ρεπορτάζ και συνεντεύξεις κλεισμένα κάθε μέρα, οπότε τα γραπτά θα προηγούνται.