Με εκτενές ρεπορτάζ της η εφημερίδα Documento αναδεικνύει την εισαγγελική  απόρριψη της προσφυγής που είχε καταθέσει η οικογένεια Ινδαρέ κατά της απορριπτικής διάταξης της εισαγγελίας πρωτοδικών Αθηνών. Με αυτή είχε κριθεί ως αβάσιμη η έγκληση της οικογένειας Ινδαρέ κατά των αστυνομικών για το αδίκημα της σωματικής βλάβης, ενώ είχε τεθεί στο αρχείο το σκέλος που αφορούσε τα αδικήματα της απειλής και της εξύβρισης. Η Δικαιοσύνη στα καλύτερά της.

Υπενθυμίζεται, ότι νωρίς το πρωί της 18ης Δεκεμβρίου 2019, αστυνομικοί πραγματοποίησαν επιχείρηση εκκένωσης σε κτίριο ιδιοκτησίας του νοσοκομείου Ευαγγελισμός, το οποίο τα τελευταία χρόνια τελεί υπό κατάληψη.

Ένας αστυνομικός χτυπά το κουδούνι της οικίας της οικογένειας του σκηνοθέτη Δ. Ινδαρέ επί της οδού Ματρόζου. Το σπίτι είναι μεσοτοιχία με το υπό κατάληψη κτίριο. Ο αστυνομικός ρωτά τον σκηνοθέτη, όπως έχει καταγγείλει ο ίδιος, εάν μπορεί να χρησιμοποιήσει το σπίτι. Ο Δ. Ινδαρές ρωτά εάν έχει «έγγραφο εισαγγελικό ένταλμα». Για την εισαγγελέα εφετών Δ. Σιδηροπούλου δεν είναι απαραίτητο καθώς «δεν προβλέπεται τέτοιου είδους έγγραφο από τον ΚΠΔ για τις πάσης φύσεως κατ’ οίκον έρευνες». Ο αστυνομικός απαντά αρνητικά και φεύγει.

Μερικά λεπτά αργότερα η οικογένεια Ινδαρέ, όπως καταγγέλλει, ακούει ποδοβολητά στην ταράτσα. Ανεβαίνουν να δουν τι συμβαίνει. Κατά τον σκηνοθέτη οι αστυνομικοί ζητούν πάλι να χρησιμοποιήσουν το σπίτι του. Αυτός αρνείται και αρχίζει να διαμαρτύρεται. Τότε η αστυνομία χρησιμοποίησε βία. Οι αστυνομικοί υποστηρίζουν ότι οι γιοι της οικογένειας Ινδαρέ ήταν μες στο κτίριο της κατάληψης και από εκεί πήδηξαν στην ταράτσα του σπιτιού τους.

Ωστόσο, κατά την εξέταση του υπό κατάληψη χώρου ουδέποτε βρέθηκε DNA των αδερφών Ινδαρέ, ενώ αυτό επιβεβαιώνεται και από μαρτυρίες γειτόνων που διαβεβαίωσαν ότι οι γιοι του σκηνοθέτη ήταν στο μπαλκόνι μαζί με τους γονείς τους όση ώρα εξελισσόταν η επιχείρηση εκκένωσης.

Κατά την εισαγγελέα εφετών ο σκηνοθέτης και οι δύο γιοι του «δημιούργησαν αδικαιολόγητο κλίμα έντασης» και γι’ αυτό τον λόγο «η υποψία των αστυνομικών ότι ήταν μεταξύ των δραστών (της κατάληψης) έγινε βεβαιότητα», με αποτέλεσμα να προβούν σε συλλήψεις. Το γεγονός αυτό κατά την εισαγγελέα εφετών προκάλεσε «την έντονη αντίδρασή τους», «με συνέπεια οι αστυνομικοί να καταφέρουν να τους ακινητοποιήσουν με λαβές ακινητοποίησης που έχουν διδαχτεί κατά την εκπαίδευσή τους».

Η «έντονη αντίσταση» της οικογένειας Ινδαρέ είχε αποτέλεσμα να χρησιμοποιήσουν «σωματική βία» οι αστυνομικοί «προκειμένου να τους ακινητοποιήσουν και έτσι «προκλήθηκαν οι σωματικές βλάβες στο πρόσωπο και στα χέρια των μελών της οικογένειας Ινδαρέ». Σωματικές βλάβες οι οποίες έχουν επιβεβαιωθεί από τις ιατροδικαστικές εκθέσεις του ιατροδικαστή Νικόλαου Καλογρηά.

Όπως αναφέρεται στην απορριπτική διάταξη, «οι αστυνομικοί ενήργησαν στα πλαίσια των υπηρεσιακών τους καθηκόντων» και όταν επιχείρησαν να συλλάβουν την οικογένεια Ινδαρέ «επειδή αυτοί αντιστάθηκαν χρησιμοποίησαν όλα τα αναγκαία μέσα προς επίτευξη αυτής κάνοντας χρήση βίας όχι όμως μεγαλύτερης από αυτή που ήταν αναγκαία για τη σύλληψη, γεγονός που αβίαστα προκύπτει και από την επέκταση των διαπιστωθεισών σωματικών βλαβών».

Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην απορριπτική διάταξη, το οπτικοακουστικό υλικό αυτό «ουδεμία μορφή αστυνομικής βίας δεν αποτυπώνει» σε βάρος της οικογένειας Ινδαρέ. Η εισαγγελέας εφετών επισημαίνει στη διάταξή της, η οποία είχε κατατεθεί μέσω του δικηγόρου της οικογένειας Θεόδωρου Μαντά, ότι «η πλήρη απραξία των αστυνομικών έγινε αντιληπτή από ακροατές και δημοσιογράφους των δελτίων ειδήσεων…».

Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην απορριπτική διάταξη, ο μόνος που ακούγεται να εξυβρίζει είναι ο σκηνοθέτης Δ. Ινδαρές. «Σε τελική ανάλυση ο μόνος που ακούγεται στο dvd να εξυβρίζει… είναι ο πρώτος των προσφευγόντων (Δημήτρης Ινδαρές) που αποκάλεσε τους αστυνομικούς “αναρχικούς κλέφτες – ηθοποιούς που παίζουν ρόλους σε παιδικές παραστάσεις – εμφυλιοπολεμικούς βασανιστές – παράλογους”».

«Οι σκηνές που ζήσαμε θύμιζαν την αποτρόπαιη εξόντωση του Τζορτζ Φλόιντ»

Εντωμεταξύ, σε συνέντευξη του Δ. Ινδαρέ που δημοσιεύτηκε χθες στη Lifo ο σκηνοθέτης αναφέρεται, μεταξύ άλλων, σε όσα βίωσε εκείνη τη μέρα αλλά και όσα ακολούθησαν τις επόμενες. «Οι σκηνές που ζήσαμε θύμιζαν την αποτρόπαιη εξόντωση του Τζορτζ Φλόιντ. Από το στόμα μου βγήκαν οι ίδιες λέξεις, καθώς με πατούσαν μπρούμυτα τουλάχιστον τέσσερα πόδια, γόνατα, σόλες: «Έλεος, φτάνει! Θα σκάσω!». Τα παιδιά μου τους έλεγαν: «Τι τον πατάτε σαν τσουβάλι, άνθρωπος είναι…». Δεν μπορούσα να ανασάνω.   Αυτό συνέβη στην Αθήνα, στο Κουκάκι, στο σπίτι μας. Αυτές οι ιστορίες θα έπρεπε να μας ξυπνούν. Γιατί μας φέρνουν όλους μπροστά στις ευθύνες μας. Να συνέλθουμε από αυτή την αδιανόητη εχθροπάθεια. Εύχομαι, όταν τελειώσει η βασανιστική ομηρία μας με την εκδίκαση της υπόθεσης και την πανηγυρική, ελπίζω, αθώωσή μας, να μείνει κάτι θετικό απ’ όλα αυτά. Για όσους, τουλάχιστον, ενδιαφέρονται ειλικρινά για τη σωστή λειτουργία του κράτους» σημειώνει.

Ερωτηθείς αν αυτή εμπειρία άλλαξε κάποιες από τις σταθερές του δηλώνει: «Η εμπιστοσύνη στους ανθρώπους και η πίστη στη λογική δοκιμάζονται κάθε στιγμή, όποιον κι αν έχεις απέναντί σου. Την πίστη στη δικαιοσύνη ως θεμέλιο της δημοκρατίας καμιά ευκαιριακή εκτροπή δεν μπορεί να την κλονίσει. Τους θεσμούς τούς εκφράζουν άνθρωποι που κάποιες φορές αποδεικνύονται υποδεέστεροι του ρόλου τους. Αν χάσουμε, όμως, την πίστη στους ανθρώπους, στους θεσμούς, στη θετική πλευρά των πραγμάτων, πάει, χαθήκαμε κι εμείς! Στο φως προσβλέπουμε πάντα».

Τέλος, αναφερόμενος στο τι θα έλεγε στον υπουργό ΠροΠο αν τον καλούσε για ακρόαση δηλώνει: «Θα του περιέγραφα απλά πώς ακριβώς συνέβησαν τα γεγονότα. Γιατί φαίνεται πως από το πολύ άγχος της επικοινωνιακής διαχείρισης χάνεται, τελικά, η επαφή με το προφανές και την πραγματικότητα».