Η πόλη Banff, στην βορειοανατολική ακτή της Σκωτίας, είναι ένα ειρηνικό μέρος με μόλις 4.000 κατοίκους και έναν γραφικό όρμο στην ανοιχτή θάλασσα. Πενήντα μίλια από την κοντινότερη μεγάλη πόλη, ο αέρας είναι καθαρός και οι ρυθμοί της ζωής αργοί. Όμως υπάρχει ένας νεαρός που η παραθαλάσσια θέση της πόλης δεν του πρόσφερε καμία ευχαρίστηση. Μάζευε όπλα και σχεδίαζε μια τρομοκρατική επίθεση.
Δημοσιεύτηκε στο The Intercept
Ο Connor Ward ζούσε σε ένα διαμέρισμα με μεσοτοιχία σε μικρή απόσταση από τη μαρίνα του Banff, όπου δεκάδες βάρκες είναι δεμένες και από όπου καθημερινά ψαράδες αναχωρούν σε αναζήτηση σκουμπριού και θαλασσινής πέστροφας. Μέσα στο σπίτι του ο 25χρονος Ward συνδεόταν σε έναν άλλο κόσμο. Διάβαζε στο ίντερνετ την προπαγάνδα των νεοναζί για έναν επικείμενο φυλετικό πόλεμο.
Ο Ward άρχισε να προετοιμάζεται για τη σύγκρουση. Αγόρασε μαχαίρια, σημαίες με σβάστικες, σιδερογροθιές, κλομπς, ένα τέιζερ και μια συσκευή παρεμπόδισης σήματος κινητού τηλεφώνου. Απέκτησε απενεργοποιημένες σφαίρες και έψαχνε στο Google πληροφορίες για το πώς να τις επανενεργοποιήσει. Από το σπίτι του στο Banff, αγόρασε εκατοντάδες ατσαλένια ρουλεμάν και έψαξε μεθόδους για να κατασκευάσει βόμβες. Έγραψε ένα σημείωμα προς τους Μουσουλμάνους που έλεγε: «το τέλος σας έρχεται». Μετά συνέταξε ένα χάρτη με τις τοποθεσίες των τζαμιών της πλησιέστερης πόλης – του Αμπερντίν – στα οποία φαινόταν αποφασισμένος να επιτεθεί.
Ο Connor Ward, που καταδικάστηκε
Τον Απρίλιο, ένας δικαστής καταδίκασε τον Ward σε φυλάκιση, αφού συμπέρανε ότι σχεδίαζε μια «καταστροφική» τρομοκρατική επίθεση και ότι ήταν «βαθιά αφοσιωμένος στη νεοναζιστική ιδεολογία». Στη δίκη του, που διήρκησε μία εβδομάδα κι έγινε στο Εδιμβούργο, την πρωτεύουσα της Σκωτίας, προέκυψε ότι η αστυνομία ανακάλυψε το σχέδιό του κατά τύχη, αφού δέχθηκε μια υπόδειξη ότι προσπαθούσε να εισαγάγει όπλα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι αστυνομικοί έψαξαν το σπίτι του – και το σπίτι της μητέρας του – και ανακάλυψαν το μεγάλο του οπλοστάσιο, καθώς επίσης και ένα πάκο με 131 έγγραφα σχετικά με τον ναζισμό, την τρομοκρατία και την κατασκευή εκρηκτικών.
Ο Ward είναι μόνο ένα άτομο, αλλά οι πράξεις του αντανακλούν μια ευρύτερη τάση. Οι βρετανικές αρχές λένε ότι αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζουν μια αυξανόμενη τρομοκρατική απειλή από δεξιούς εξτρεμιστές, των οποίων ο αριθμός έχει μεγαλώσει τα τελευταία χρόνια. Έχοντας τις ρίζες τους στην ιδέα ότι οι λευκοί Ευρωπαίοι απειλούνται με εξαφάνιση, οι ιδέες των εξτρεμιστών έχουν κερδίσει έδαφος μετά από ένα κύμα ισλαμιστικών επιθέσεων στην Ευρώπη και μια μεταναστευτική κρίση που έφερε εκατομμύρια μετανάστες να ταξιδεύουν στην ηπειρωτική Ευρώπη από τα διαλυμένα από τον πόλεμο κράτη του Αφγανιστάν και της Συρίας.
Στην Αυστρία, τη Γερμανία, την Πολωνία, την Τσεχία, τη Σλοβακία, τη Γαλλία, τη Σουηδία, την Ουγγαρία και την Ολλανδία, οι ακροδεξιές ιδέες έχουν επίσης εκτιναχθεί σε δημοτικότητα. Το ίδιο ισχύει και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η προεδρία του Donald Trump έχει ενεργοποιήσει τους υπέρμαχους της λευκής υπεροχής. Ακροδεξιοί πολιτικοί και ακτιβιστές έχουν εκμεταλλευτεί με επιτυχία τις ανησυχίες για την οικονομική αβεβαιότητα, την ανεργία και την παγκοσμιοποίηση. Έχουν όμως χτίσει τη μεγαλύτερη βάση υποστήριξής τους γύρω από τα θέματα της μετανάστευσης και της τρομοκρατίας.
Τον Ιούνιο του 2016, μια πράξη ωμής βίας υπογράμμισε τον αυξανόμενο κίνδυνο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μέρα μεσημέρι, σε ένα μικρό χωριό στα βόρεια της Αγγλίας, ο 52χρονος υπέρμαχος της λευκής υπεροχής Thomas Mair σκότωσε την βουλεύτρια Jo Cox με ένα χειροποίητο όπλο. Ο Mair θεώρησε την Cox «προδότη» των λευκών, λόγω της φιλομεταναστευτικής πολιτικής της. Έξι μήνες μετά, για πρώτη φορά στην ιστορία του Η.Β., μια ακροδεξιά ομάδα απαγορεύτηκε ως τρομοκρατική οργάνωση, μαζί με άλλες σαν την Al Qaeda και την Al Shabaab. Από τότε, το πρόβλημα συνεχίζει να επιδεινώνεται ραγδαία.
Η βρετανική αστυνομία λέει ότι έχει εμποδίσει τέσσερα ακροδεξιά τρομοκρατικά σχέδια τον τελευταίο χρόνο. Σε μια ομιλία στο Λονδίνο τον περασμένο Φεβρουάριο, ο αρχηγός της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας του Η.Β., Mark Rowley, προειδοποίησε ότι οι ακροδεξιές ομάδες «προσπαθούν να διεισδύσουν στις κοινότητές μας μέσω μιας εκλεπτυσμένης προπαγάνδας και ανατρεπτικών στρατηγικών, δημιουργώντας και χρησιμοποιώντας αδυναμίες που μπορούν τελικά να οδηγήσουν σε πράξεις βίας και τρομοκρατίας». Η αστυνομία παρακολουθούσε ακροδεξιούς εξτρεμιστές μεταξύ μιας ομάδας 3.000 υπόπτων, είπε ο Rowley, προσθέτοντας: «Η απειλή είναι σημαντική τώρα».
Ο βρετανός πολιτικός Sir Oswald Mosley σε επιθεώρηση της Βρετανικής Ένωσης Φασιστών στο Λονδίνο τον Οκτώβριο του 1936.
Οι ακροδεξιοί εξτρεμιστές ήταν ήδη ενεργοί στο Η.Β. το μεγαλύτερο μέρος του περασμένου αιώνα. Τη δεκαετία του ’30, ο Oswald Mosley εμπνεύστηκε από τον Ιταλό δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι και ξεκίνησε τη Βρετανική Φασιστική Ένωση (British Fascist Union), που είναι γνωστή επίσης και ως Μελανοχίτωνες. Σε πομπώδεις ομιλίες σε ακροατήρια απ’ άκρη σ’ άκρη της Αγγλίας, ο Mosley παραληρούσε για «την οργανωμένη διαφθορά του τύπου, του κινηματογράφου και του Κοινοβουλίου», για την οποία κατηγορούσε την «ξένη Εβραϊκή χρηματοδότηση». Ο Mosley έκανε εκστρατεία κατά της συμμετοχής του Η.Β. στον πόλεμο εναντίον του Αδόλφου Χίτλερ με βάση το ότι τα «εβραϊκά συμφέροντα» πίεζαν για τη σύγκρουση˙ αντίθετα, υποστήριξε απομονωτικές πολιτικές, τύπου «πρώτα η Βρετανία». Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, ομάδες όπως η Nordic League και η Imperial Fascist League υποστήριξαν απροκάλυπτα τον Ναζισμό. Όπως ο Mosley, ήταν αντισημίτες, αλλά πήγαν παραπέρα, ενστερνιζόμενοι την άποψη του Αδόλφου Χίτλερ για μια «Άρια φυλή». Η Nordic League στρατεύτηκε ενάντια σε αυτό που ονόμαζε «εβραϊκή ηγεμονία του τρόμου». Το έμβλημα της Fascist League ήταν η σημαία του Ηνωμένου Βασιλείου με μια μαύρη σβάστικα στο κέντρο.
Η ήττα του Χίτλερ, ωστόσο, δεν σηματοδότησε το τέλος για την ακροδεξιά του Η.Β.. Κατά τη δεκαετία του ’50 και του ’60, ομάδες όπως η White Defence League και η Racial Preservation Society συνέχισαν να ενστερνίζονται μια μισαλλόδοξη ιδεολογία, διαδίδοντας αντισημιτικές θεωρίες συνωμοσίας και απαιτώντας τον περιορισμό της μετανάστευσης. Μεταξύ των δεκαετιών ’70 και ‘’90, το Εθνικό Μέτωπο (National Front) και το Βρετανικό Εθνικό Κόμμα (British National Party) συνέχισαν στο ίδιο πνεύμα, οργανώνοντας διαδηλώσεις και εκστρατείες που υποστήριζαν την ιδέα ότι όλοι οι μη λευκοί μετανάστες θα έπρεπε να απελαθούν από το Η.Β.
Μεταξύ των μελών του Βρετανικού Εθνικού Κόμματος ήταν ο David Copeland, που εργαζόταν ως βοηθός μηχανικού στο μετρό του Λονδίνου. Ο Copeland όσο μεγάλωνε φαντασιωνόταν ότι ήταν αξιωματικός των Ναζί. Μέχρι την ηλικία των 22, έμαθε μόνος του να σχεδιάζει βόμβες. Τον Απρίλιο του 1999, ο Copeland εξαπέλυσε μια σειρά επιθέσεων στο Λονδίνο, τοποθετώντας αθλητικούς σάκους γεμάτους εκρηκτικά και δεκάποντα καρφιά σε τρεις περιοχές της πόλης όπου υπήρχαν κοινότητες μαύρων, Ασιατών και ομοφυλόφιλων. Οι βόμβες προκάλεσαν σφαγή, σκοτώνοντας 3 και τραυματίζοντας 140. Ο Copeland είπε αργότερα στην αστυνομία ότι είχε την πρόθεση να «σκορπίσει φόβο, μνησικακία και μίσος σε όλη τη χώρα˙ το έκανε «για να προκαλέσει φυλετικό πόλεμο».
Σήμερα το National Front και το British National Party συνεχίζουν να υπάρχουν σαν πολιτικές οντότητες, αλλά, όπως και τα περισσότερα παλαιότερα ακροδεξιά σχήματα, δεν ασκούν την ίδια επιρροή που ασκούσαν κάποτε. Ο αριθμός των μελών τους έχει μειωθεί, κυρίως λόγω εσωτερικής διαμάχης και έλλειψης ηγεσίας. Μια νεότερη ομάδα ακροδεξιών τρομοκρατών έχει πάρει τη θέση τους. Αυτοί οι νεοφερμένοι έχουν πολλές κοινές αξίες με τους προκατόχους τους, αλλά η διάθεση για βία είναι πιο διαδεδομένη ανάμεσα τους, κάτι που ανησυχεί τη βρετανική αστυνομία και τις υπηρεσίες πληροφοριών.
Η ομάδα που απαγορεύτηκε το 2016 ως τρομοκρατική οργάνωση – η National Action – έχει κάνει κήρυγμα υπέρ της δολοφονίας πολιτικών. Τον Οκτώβριο του 2017, ένα μέλος της ομάδας που έμεινε ανώνυμο κατηγορήθηκε ότι σχεδίαζε να δολοφονήσει την Rosie Cooper, μια 67χρονη βουλεύτρια του Εργατικού κόμματος. Η σχεδιαζόμενη δολοφονία υποστηρίχτηκε ότι είχε την έγκριση του αρχηγού της National Action, του 31χρονου Christopher Lythgoe. Δυο χρόνια νωρίτερα, τον Ιανουάριο του 2015, ένας υποστηρικτής της National Action προσπάθησε να αποκεφαλίσει έναν άνδρα ασιατικής καταγωγής σε ένα σουπερμάρκετ στη βόρεια Ουαλία φωνάζοντας «λευκή δύναμη» κατά τη διάρκεια μιας άγριας επίθεσης με μασέτα.
Επειδή η National Action έχει πλέον κηρυχθεί παράνομη ως τρομοκρατική οργάνωση, το να είναι κανείς μέλος της τιμωρείται μέχρι και με 10 χρόνια φυλακή. Στο Η.Β. τουλάχιστον 14 άτομα έχουν κατηγορηθεί ως τώρα για σχέση με την ομάδα. Ανάμεσα τους είναι και δύο στρατιώτες του βρετανικού στρατού, συμπεριλαμβανομένου και του 33χρονου υποδεκανέα Mikko Vehvilainen, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι αναζητούσε καινούργια μέλη για την National Action. Οι κατήγοροι είπαν ότι ο Vehvilainen σχολίαζε τακτικά σε ένα ιντερνετικό φόρουμ λευκής υπεροχής χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «NicoChristian» και κάνοντας κήρυγμα εναντίων των μαύρων, τους οποίους αποκαλούσε «κτήνη». Σε online μηνύματα που μελέτησε το The Intercept, ο NicoChristian έγραψε ότι οι λευκοί «δεν θα έπρεπε να είναι ούτε στον ίδιο πλανήτη» με τους μαύρους, και πρόσθεσε «όσο συντομότερα εξαλειφθούν, τόσο το καλύτερο».
Όταν η αστυνομία έκανε έρευνα στον θάλαμο του Vehvilainen σε ένα στρατόπεδο στην Ουαλία το Σεπτέμβριο του 2017, βρήκε ναζιστικές σημαίες, μια πανοπλία και μια ποσότητα όπλων, ανάμεσα σ’ αυτά ένα τουφέκι, μια καραμπίνα, μια βαλλίστρα, βέλη, σιδερογροθιές, μασέτες και στιλέτα. Ο στρατιώτης είχε επίσης και ένα αντίγραφο από το μανιφέστο που είχε γράψει ο ακροδεξιός τρομοκράτης Anders Breivik, ο οποίος δολοφόνησε 77 άτομα τον Ιούλιο του 2011 στη Νορβηγία. Όταν η αστυνομία εμφανίστηκε στο σπίτι του Vehvilainen για να τον συλλάβει, σύμφωνα με αναφορές είπε στη γυναίκα του «Με συλλαμβάνουν γιατί είμαι πατριώτης».
Πριν από ένα μήνα ένα δικαστήριο στο Birmingham κήρυξε αθώο τον Vehvilainen για υποκίνηση φυλετικού μίσους και κατοχή ενός εγχειριδίου τρομοκρατίας. Αλλά καταδικάστηκε σε οκτώ χρόνια φυλάκιση για ένα άλλο έγκλημα, την παράνομη κατοχή δακρυγόνων.
Διαδήλωση ακροδεξιών στο Λονδίνο τον Απρίλιο του 2017.
Στα άκρα του πολιτικού φάσματος υπάρχει πάντα ένα βίαιο περιθώριο. Ωστόσο, «υπάρχει καθαρά μια αύξηση της δράσης της άκρας δεξιάς και μπορεί να το δει αυτό κανείς από ανεπίσημα στοιχεία – από το είδος των περιστατικών που έχουν λάβει χώρα», λέει ο Raffaello Pantucci, διευθυντής των σπουδών διεθνούς ασφάλειας στο Royal United Services Institute στο Λονδίνο. «Ήταν κάτι που πάντα υπήρχε στο Ηνωμένο Βασίλειο … αλλά πάντα είχε την τάση να σκορπίζει και να είναι ανοργάνωτο. Αυτό που είναι ανησυχητικό τώρα είναι ότι το βλέπουμε να γίνεται πιο οργανωμένο».
Η Βρετανική κυβέρνηση λειτουργεί ένα αντιτρομοκρατικό πρόγραμμα, το λεγόμενο Prevent, ένα σκέλος του οποίου αναγνωρίζει άτομα που βρίσκονται σε κίνδυνο να εμπλακούν στην τρομοκρατία, συνήθως επειδή έχουν γίνει αναφερθεί στην αστυνομία για το ότι εξέφρασαν εξτρεμιστικές απόψεις. Από το 2007, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της αστυνομίας και της κυβέρνησης σχετικά με το πρόγραμμα, ο αριθμός των επιρρεπών ατόμων να αναμειχθούν με ακροδεξιά τρομοκρατία αυξάνεται κάθε χρόνο. Μέσα σε πέντε χρόνια, από το 2007 μέχρι το 2012, εκφράσθηκαν ανησυχίες για 177 ανθρώπους του ακροδεξιού φάσματος. Μεταξύ 2012 και 2017, 2.489 άτομα προστέθηκαν στη λίστα. Παράλληλα με την κορύφωση του ακροδεξιού εξτρεμισμού υπήρξε και ένα κύμα ισλαμικού εξτρεμισμού. Ανάμεσα στο 2007 και στο 2012, 1.560 άνθρωποι θεωρούνται πιθανοί υποψήφιοι για να εμπλακούν στην ισλαμική τρομοκρατία, σύμφωνα με την αστυνομία και τις κυβερνητικές αναφορές. Ανάμεσα στο 2012 και το 2017, αυτό το νούμερο αυξήθηκε στους 11.624 ανθρώπους.
Δεν είναι σαφές εάν όλοι οι άνθρωποι που το Prevent θεωρεί επικίνδυνους αποτελούν όντως μια πραγματική απειλή, αλλά οι αριθμοί φαίνεται να καταδεικνύουν ένα ευρύτερο φαινόμενο.
«Υπάρχει η αίσθηση ότι ένας πόλεμος πολιτισμών φαίνεται να λαμβάνει χώρα», λέει ο Pantucci. «Παρατηρούμε ολοένα και μεγαλύτερη πόλωση στον δημόσιο διάλογο… Βλέπουμε τις ξενοφοβικές ιδέες να αποτελούν το κυρίαρχο ρεύμα. Και κάτι τέτοιο σημαίνει ότι το απαράδεκτο άκρο, το βίαιο άκρο, γίνεται σταδιακά το κέντρο».
Μέχρι το 2013, η άνοδος του Ισλαμικού Κράτους – συνοδευόμενη από ένα κύμα κυρίως μουσουλμάνων μεταναστών οι οποίοι ταξίδευαν στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική λόγω των συγκρούσεων σε Συρία, Ιράκ, Αφγανιστάν – είχε κινητοποιήσει την άκρα δεξιά. Στην Αγγλία τρομοκρατικές επιθέσεις που εμπνέονται από το Ισλαμικό Κράτος επιδείνωσαν τις εθνικές διαιρέσεις στο εσωτερικό των κοινοτήτων και έχουν οδηγήσει στην αναφορά περισσότερων περιπτώσεων ισλαμοφοβικών λεκτικών και σωματικών επιθέσεων. Και όταν το Η.Β. ψήφισε τον Ιούνιο του 2016 να φύγει από την Ευρωπαϊκή Ένωση – εν μέρει λόγω ανησυχίας σχετικά με τη μετανάστευση – η απόφαση αυτή ενθάρρυνε ακόμη περισσότερο την άκρα δεξιά και πυροδότησε μια ραγδαία αύξηση των εγκλημάτων μίσους με ρατσιστικό χαρακτήρα. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνδυαστικά έχουν δημιουργήσει ένα πρόσφορο περιβάλλον στο οποίο ο εξτρεμισμός έχει ευδοκιμήσει.
Για το Ισλαμικό Κράτος, το διαδίκτυο αποδείχτηκε ένα ζωτικής σημασίας εργαλείο στρατολόγησης. Βοήθησε την ομάδα να διαδώσει τα εξτρεμιστικά της μηνύματα σε ένα παγκόσμιο ακροατήριο και έδωσε τη δυνατότητα στους υποστηρικτές της να συνδεθούν ο ένας με τον άλλον, ακόμη κι αν ήταν χιλιάδες μίλια μακριά. Το ίδιο ισχύει και για την ακροδεξιά. Το διαδίκτυο έχει τροφοδοτήσει ένα νέο είδος «αυτοριζοσπαστικοποιημένων» – ανθρώπων χωρίς πραγματική σύνδεση με κάποια εξτρεμιστική ομάδα, που όμως καταναλώνουν διαδικτυακή προπαγάνδα και αποφασίζουν να φέρουν εις πέρας ένα τρομοκρατικό σχέδιο μόνοι τους.
«Είναι ευκολότερο από ποτέ για οποιονδήποτε να έχει πρόσβαση σε ακροδεξιό περιεχόμενο που κυμαίνεται από ήπιο έως πολύ ριζοσπαστικό, ακραίο», λέει ο Joe Mulhall, ανώτερος ερευνητής της ομάδας Hope Not Hate με έδρα στο Λονδίνο, που μελετά την ακροδεξιά. «Οι μέρες που χρειαζόταν να εμπλακείς σε μια οργάνωση για να βρεις τις πληροφορίες έχουν περάσει προ πολλού. Μπορείς να τις βρεις πια με μερικά κλικ όπου κι αν βρίσκεσαι στον κόσμο».
Ο εξτρεμιστικός λόγος που διαχέεται στην προπαγάνδα των τρομοκρατών είναι εξαιρετικά αποτελεσματικός, ιδίως για ανθρώπους που έχουν βιώσει συναισθηματικά τραύματα ή έχουν κάνει κατάχρηση ουσιών, όπως έχουν δείξει έρευνες. Η περίπτωση του Connor Ward, του νεαρού από το Bank της Σκωτίας είναι ένα πιθανό παράδειγμα.
Ο Ward είχε διαγνωστεί με διαταραχή προσωπικότητας και είχε μία ταραγμένη οικογενειακή ζωή. Ο πατέρας του, που έχει καταδικαστεί για σεξουαλική κακοποίηση, άφησε έγκυο την πρώην σύντροφό του Connor, σύμφωνα με τη δικογραφία. Ο Ward μισούσε τον πατέρα του για αυτόν τον λόγο και το 2012 προσπάθησε να φτιάξει μία βόμβα για να τον σκοτώσει. Το σχέδιό του αποκαλύφθηκε από τη μητέρα του η οποία τον ανέφερε στην αστυνομία. Καταδικάστηκε σε 3 χρόνια φυλάκιση, αλλά αφέθηκε ελεύθερος μετά από περίπου 18 μήνες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ανέπτυξε συνδέθηκε με τον ναζισμό και ξεκίνησε να σχεδιάζει τις επιθέσεις του σε τζαμιά. Τα τρομοκρατικά του σχέδια φαίνεται ότι καθοδηγούνται τουλάχιστον ως ένα βαθμό από τις ακροδεξιές θεωρίες περί φυλετικού πολέμου που ανακάλυψε στο Internet.
Και σε άλλες υποθέσεις βρίσκουμε παρόμοια ορόσημα. Πέρσι ο 48χρονος Darren Osborne ριζοσπαστικοποιήθηκε αφού είδε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα για μία συμμορία Πακιστανών που έκαναν σωματεμπορία ανηλίκων και οι οποίοι δρούσαν στη Βόρεια Αγγλία. Μέσα σε λίγες εβδομάδες σύμφωνα με την Sarah Andrews, την πρώην κοπέλα του Osborne, «απέκτησε μία εμμονή εναντίον των μουσουλμάνων, τους κατηγορούσε ότι είναι όλοι βιαστές και ότι ανήκουν σε συμμορίες παιδόφιλων».
Η Andrews λέει ότι ο Osborne ξεκίνησε να διαβάζει τα ποστ του Tommy Robinson, μιας σημαντικής προσωπικότητας της βρετανικής άκρας δεξιάς, που γράφει εναντίον αυτού που ονομάζει την «ισλαμοποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου». Στις 19 ιουνίου του 2017 ο Osborne ενοικίασε ένα άσπρο βαν Citroen και οδήγησε 300 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του στο Cardiff για να πάει στο τζαμί στο Finsbury Park, στο βόρειο Λονδίνο. Περίμενε μέχρι να βγουν από το τζαμί οι πιστοί και οδήγησε το βαν του μέσα στο πλήθος σκοτώνοντας τον 51χρονο Μακράμ Αλί και τραυματίζοντας 10 ακόμη. Άφησε ένα σημείωμα στο βαν του όπου έλεγε ότι: «αγροίκοι και μούλοι, μουσουλμάνοι βιαστές, που κυνηγούν σε αγέλες τα παιδιά μας». Σύμφωνα με την αδερφή του, ο Osborne έπαιρνε αντικαταθλιπτικά εκείνη την περίοδο και είχε προσπαθήσει να αυτοκτονήσει μερικές εβδομάδες νωρίτερα.
*Η μετάφραση έγινε συλλογικά από μέλη της πλατφόρμας των 1101.