Όταν αλλάζουν οι κυβερνήσεις, ο συστημικός Τύπος δίνει, παραδοσιακά, μια περίοδο χάριτος στη νέα κυβέρνηση. Έθιμο το οποίο αμέλησε το 2016, αλλά το επαναφέρει πανηγυρικά για χάρη του Τζο Μπάιντεν. Κάτι που είναι άξιον απορίας, ειδικά στις ΗΠΑ. Είναι προφανές ότι δεν περιμένουμε κάποια έκπληξη, κάποια μεγάλη αλλαγή, μιαν αληθινή βελτίωση της ζωής και καθημερινότητας των λαϊκών στρωμάτων με την ανάληψη της εξουσίας από το Τζο Μπάιντεν, την Τετάρτη που μας έρχεται.

Ούτε ο Μπάντεν – ένας πολιτικός βαθιά συστημικός – ούτε ένα μεγάλο κομμάτι της μηχανής των Δημοκρατικών φαίνεται να ενδιαφέρεται για τα χρονίζοντα και βαθιά προβλήματα που μαστίζουν την κοινωνία των ΗΠΑ, και που ήρθαν στην επιφάνεια την τελευταία δεκαετία πιο έντονα από ποτέ. Είναι αυτά τα προβλήματα που έφεραν στην εξουσία τον Ντόναλντ Τραμπ και παραδίδονται, αμείωτα, λόγω και του κορονοϊού, στον Τζο Μπάιντεν. Τίποτα δεν θα επηρεάσει τη ζωή των εκατομμυρίων εξαθλιωμένων στη χώρα, είτε γίνει με νέα επεισόδια και τραμπικισμούς από ακραία στοιχεία είτε όχι η ανάληψη της εξουσίας από τον νέο πρόεδρο.

Πέρα από τους δεκάδες χιλιάδες θανάτους, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα επίσημα στατιστικά δεδομένα, ο κορωνοϊός και μόνον έχει προσθέσει περίπου 27 εκατομμύρια στις ορδές των ανέργων, και αναμένεται να προσθέσει και πολλούς ακόμη, έχει αφήσει άστεγους μερικά εκατομμύρια ακόμη, ενώ σήμερα υποσιτίζονται τα παιδιά της μίας στις δέκα αμερικανικές οικογένειες. Παράλληλα, η εργατική νομοθεσία έχει γίνει ακόμη χειρότερη κατά την προεδρία Τραμπ, παρόλο που ο απερχόμενος πρόεδρος είχε υποσχεθεί πως θα είναι «ο καλύτερος φίλος του Αμερικάνου εργάτη», φροντίζοντας όμως ταυτόχρονα για τις γενναιόδωρες φοροαπαλλαγές των πλουσίων. Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, κάτι πήγε να κάνει στα τρία πρώτα χρόνια, με αξιοσημείωτη μείωση της ανεργίας και βελτίωση της οικονομίας (χάρη στον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα και την κριτική στην «ιερή αγελάδα» της παγκοσμιοποίησης), σε βαθμό που έκανε το BBC να μιλάει για «οικονομικό θαύμα». Όλο αυτό όμως κατέρρευσε με τους ανίκανους χειρισμούς του στο θέμα του κορωνοϊού, που έπληξαν ιδιαίτερα τα μεσαία και κατώτερα στρώματα του πληθυσμού.

Τα ζητήματα, όμως, τόσο της πληγείσας εργατικής τάξης όσο και του εσωτερικού διχασμού (με το φάντασμα του συστημικού ρατσισμού και το δήθεν ενδιαφέρον για το BLM να χρησιμοποιείται ως προεκλογικό όπλο από την πλευρά των Δημοκρατικών) ακόμη δεν αντιμετωπίζονται όπως θα έπρεπε, από έναν πρόεδρο που όντως να επιθυμεί να φέρει καλύτερες μέρες στο εσωτερικό της χώρας. Ενθαρρυντική είναι, από την άλλη, η ένταξη ορισμένων προοδευτικών (για δεδομένα ΗΠΑ) ανθρώπων στο υπουργικό επιτελείο του Μπάιντεν, αλλά και το γεγονός ότι η «απαγορευμένη» στην εκστρατεία της Χίλαρυ έκφραση  «εργατική τάξη» κάνει και πάλι την εμφάνιση της στο δημόσιο λόγο ― αν και δειλά δειλά ακόμη.

Άλλωστε τα ίδια με τον Μπάιντεν έλεγε στους εργάτες και ο Τραμπ, όταν εξελέγη… Και τον πίστεψαν – τόσο, που σήμερα οι τίτλοι έγκριτων εντύπων, όπως το New Yorker, μας εξηγούν ότι είναι ανάγκη ο Μπάιντεν «να ξανακερδίσει την εργατική τάξη». Το ενδιαφέρον, σε τέτοιους τίτλους, είναι η έμμεση παραδοχή ότι ο Τραμπ «μίλησε» στην εργατική τάξη της χώρας πολύ πιο άμεσα από ότι οι Δημοκρατικοί.

Σήμερα, σε όλες τις ΗΠΑ, το βασικό ζήτημα για το βαθύ κράτος και για το κόμμα των Δημοκρατικών φαίνεται να είναι η εξόντωση όλου του συστήματος Τραμπ. Αγώνας που φαίνεται ότι αποδίδει: κατορθώνει να φέρει σοβαρότατο πλήγμα στο αντίπαλο δέος, τους Ρεπουμπλικάνους, διχάζοντάς τους και μετατρέποντας τον Τραμπ και τους ανθρώπους του στο μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν όλη την μετά το Νίξον περίοδο. Κομματικός αγώνας που έχει τα οφέλη του, αλλά που, σε λαϊκό επίπεδο δεν μπορεί να αποδώσει μακροπρόθεσμα: το άδειο τραπέζι και τα πεινασμένα παιδιά, η ανεργία και η περικοπή των επιδομάτων, η φτωχοποίηση εκατομμυρίων ανθρώπων δεν λύνεται με την μετατροπή του Τραμπ σε αποδιοπομπαίο τράγο και επιστροφή στα ειωθότα (ελληνιστί business as usual).

Παράλληλα, το χάσμα που συντηρούν τα Μέσα, για λόγους κέρδους και πολιτικών επιρροών, καταγράφεται και έχει φτάσει σε νέα βάθη. Έχει υιοθετηθεί ως πολιτική γραμμή από τους Δημοκρατικούς, που επιδεικνύουν πυγμή δικτάτορα στην αντιμετώπιση όποιας φωνής στο εσωτερικό τους τολμήσει να «φύγει από τη γραμμή».

Είναι χαρακτηριστικό το πως αντιμετωπίστηκε από το κόμμα του και τον Τύπο ο Δημοκρατικός αντιπρόσωπος Κερτ Σρέιντερ του, πολύ προοδευτικότερου από τις λοιπές ΗΠΑ, Όρεγκον, που …τόλμησε να πει, στο ABC News, ότι η δεύτερη δίωξη προς καθαίρεση του Τραμπ αποτελεί «λυντσάρισμα». Ακολούθησε το δικό του δημόσιο λεκτικό «λυντσάρισμα», από πανίσχυρα στελέχη των Δημοκρατικών, και από χρηματοδότες κι υποστηρικτές του με βαθείς κομματικούς δεσμούς, που βγήκαν να του κουνήσουν το δάκτυλο για το «ξεδιάντροπο και πέρα από κάθε δικαιολογία» σχόλιό του. Όλα αυτά μέχρι ο αντιπρόσωπος να πει κυριολεκτικά «ήμαρτον»: δηλαδή, να ζητήσει «ταπεινά δημόσια συγγνώμη» υποσχόμενος να «δουλέψει σκληρά για να ξαναχτίσει σχέση εμπιστοσύνης» και αποκαλύπτοντας ότι έχει «αρχίσει να τηλεφωνεί σε όλους τους συναδέλφους προσωπικά» να εξηγήσει ότι κατανοεί «πόσο μεγάλη ζημιά έκανε»- χωρίς να είναι και σίγουρος ότι μπορεί να σώζεται τώρα η πολιτική καριέρα του. Αυτά ένας άνθρωπος που εξελέγη εύκολα και καθαρά, κατ’ ουσίαν χωρίς αντίπαλο…

Όπως ανέδειξε και ο ανεξάρτητος Τύπος, η δημόσια συζήτηση γίνεται μόνον για την δημιουργία εντυπώσεων, ενώ παράλληλα βαθαίνει το κοινωνικό και πολιτικό χάσμα στη χώρα. Παράλληλα, αναδεικνύοντας το μεγάλο πρόβλημα του συστημικού ρατσισμού αφήνει στην άκρη, δεν ασχολειται καν, με το ζήτημα της λευκής φτώχειας και ανεργίας – ήταν χαρακτηριστικό σχόλιο αριστερού ακτιβιστή στο τουίτερ που έγραφε πως μόνο οι μαύροι άστεγοι αξίζουν αρωγής, αφού «προφανώς οι λευκοί άστεγοι και φτωχοί φταίνε οι ίδιοι για την αποτυχία τους».

Η ανάδειξη του συστημικού ρατσισμού σε ερμηνεία των πάντων (και μάλιστα σε μια περίοδο που έχει την μικρότερη δυναμική σε σχέση με τις ταξικές αντιπαλότητες ― και όχι το ’50 και το ’60) και η αγνόηση των ταξικών ζητημάτων και της «λευκής» φτώχειας, βολεύει και από άλλες απόψεις τους Δημοκρατικούς. Θυμίζει την περίοδο Ομπάμα, επανασυνδέει με αυτή τον αντιπρόεδρό του και εντός ολίγου πρόεδρο, κρατά την αφροαμερικανική ψήφο δέσμια του αντιδραστικού τμήματος των Δημοκρατικών.

Το πάθος εναντίον του Μπέρνυ Σάντερς που επέδειξε ο «πρώτος μαύρος πρόεδρος», συμπλέοντας με την πιο βρώμικη πλευρά των Δημοκρατικών, στηρίζοντας την κομματική – του βαθέος κράτους- ανταρσία ενάντια στη λαϊκή θέληση, δεν είναι κάτι που πρέπει να ξεχαστεί, ωστόσο. Δείχνει πως, με πιθανώς κάποια μέτρα με αντιρατσιστικό πρόσημο και κάποιες ελάχιστες «φιλεργατικές» παροχές, όχι ιδιαίτερα «ενοχλητικές» για τους έχοντες, όπως και με την όποια πολιτική αντιμετώπισης της πανδημίας – που ο Τραμπ αγνόησε ηλιθιωδώς-, ελπίζουν να αναδείξουν ένα «σχέδιο των 100 ημερών»  που θα επιτρέψει την επιστροφή στην προ-Τραμπική κανονικότητα.

Είναι τόσο βαθύ το χάσμα, ωστόσο, και τόσο σκληρά τα πράγματα, πια, και για τη λευκή και για την έγχρωμη εργατική τάξη – με τη δεύτερη να αντιμετωπίζει μια ακόμη πιο απάνθρωπη πραγματικότητα, βέβαια – που το πιθανότερο είναι ότι οι κατευναστικές κινήσεις, παρά την απόλυτη στήριξη του Τύπου που προδιαγράφεται, δε θα μπορέσουν να κρύψουν για πολύ τα προβλήματα κάτω από το χαλί. Η προεδρία Μπάιντεν, όσες αγιολογίες και αν γράφουν για τον επερχόμενο πρόεδρο και όσα θετικά και να του βρει ο Τύπος, δεν πρόκειται να κλείσει το χάσμα αν δεν γίνουν βαθιές τομές. Και η πολεμική του συστημικού Τύπου σε κάθε φιλάνθρωπη πολιτική κίνηση  – που την βαφτίζουν «σοσιαλιστική» – θα ξαναγυρίσει στα προ διμήνου, όταν με τη νίκη Μπάιντεν θύμιζαν σε κάθε ευκαιρία πόσο τυχεροί είναι οι Αμερικάνοι που δεν ήρθε στα πράγματα ο Σάντερς και οι συν αυτώ.

Οι ακροδεξιοί του Καπιτωλίου είναι και αυτοί σύμπτωμα κοινωνικό, της ριζοσπαστικοποίησης της Αμερικάνικης Κοινωνίας. Δυστυχώς όμως η απάντηση στην προς τα δεξιά ριζοσπαστικοποίηση δεν οδηγείται στα αριστερά, αλλά προς το ακραίο κέντρο ― δηλαδή το σύμπλεγμα βαθιά ταξικής πολιτικής, γενικευμένου κορπορατισμού, κοινωνικού ελέγχου, και αντιπάθειας προς τις λαϊκές μάζες, ιδανικός πρόεδρος του οποίου είναι ο Τζό Μπάιντεν.

Και θα επιμένω να το θυμίζω: οι υστερίες περί «εξέγερσης» και «πραξικοπήματος» προετοιμάζουν ένα αντίστοιχο σκηνικό για την αμερικάνικη αριστερά – κι αυτό έχει φανεί ακριβώς μετά τις εκλογές, σε όποιον παρακολουθούσε την αντιμετώπιση της αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών και την ανακούφιση του συστήματος από την ήττα τους..