Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στο Press Project, ο Φοίβος Δεληβοριάς σχολίαζε τις διαφορετικές όψεις της δουλειάς του λέγοντας πως αποδίδουν κόσμους ή πλευρές του εαυτού του που συνυπάρχουν χωρίς να συμφιλιώνονται μεταξύ τους και που, μάλιστα, ενδέχεται να μην συναντιούνται καν. Η παρουσία του Πουλή δίπλα του σε εκείνη την κουβέντα τον έκανε τότε να σκεφτεί πως κάτι ανάλογο ισχύει πιθανότατα και στη δική του περίπτωση. Το βιβλίο που έχουμε τώρα μπροστά μας ανακινεί αυτομάτως το ίδιο ζήτημα, αλλά θα πρόσθετα πως αυτό είναι το ίδιο το κέντρο γύρω από το οποίο πρέπει να περιστραφεί η ανάγνωσή του. Ακόμα και για να δώσει ενδεχομένως μιαν απάντηση που δεν συμπίπτει ακριβώς με κείνη του Δεληβοριά.
*Παρουσίαση βιβλίου 19/12/22: Κωνσταντίνος Πουλής, Η γουλιά και το ποτήρι
Τρεις είναι οι πτυχές του Πουλή που μου φαίνονται ουσιώδεις στη γενική οικονομία της δημόσιας δράσης του. Πρώτα θα έλεγα πως πρόκεται για έναν άνθρωπο του θεάτρου του δρόμου. Σκέφτομαι, έπειτα, τόσο την κοινωνιολογική όσο και τη φιλολογική του παιδεία. Άφησα για το τέλος τη μείζονα όψη της δημόσιας παρουσίας του, την εμπλοκή στις πιο επείγουσες υποθέσεις του δημόσιου διαλόγου δηλαδή, από την θέση του σχολιαστή και του παραγωγού ενός δημοσιογραφικού οργανισμού. Όλες τους είναι παρούσες στα κείμενα που ενδιαφέρουν εδώ, η καθεμιά με τον τρόπο της.
Για παράδειγμα, μια ειδική σωματική εκφραστική διατρέχει πολλά από τα διηγήματα: οι ήρωες δείχνουν με το σώμα τους αυτά που δεν μπορούν να πουν. Το σώμα τους, για την ακρίβεια, μοιάζει να συμπυκνώνεται κάθε φορά σε ένα σημείο του που φέρει την απούσα ολότητα, γιατί ούτε και το σώμα μπορεί εδώ να εκφραστεί ακέραιο και ενιαίο. Ένα δάχτυλο που γδέρνεται άσχημα, ένας φάρυγγας που προσπαθεί εναγωνίως να μείνει ανοιχτός, άνθρωποι που χειρονομούν εκτός εαυτού, που μορφάζουν, ή απλώς που κατουράνε αναίσχυντα φέρνοντας το ευτράπελο σε γειτνίαση με το δραματικό – τέτοιες εικόνες έχουν μια μη-λεκτική ποιότητα που συγγενεύει με την παντομίμα.
Ασφαλώς το κοινωνιολογικό βλέμμα είναι παρόν στο βιβλίο και θα επιστρέψω σε αυτό, εδώ θέλω να σταθώ για μια στιγμή στην παρουσία του πολιτικού σχολιαστή μέσα στα διηγήματα. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο συγγραφέας επιτρέπει στον εαυτό του εμβόλιμα πολιτικά σχόλια, μόνο που αυτά δεν απορρέουν άμεσα από την αφηγηματική ροή, ούτε εντάσσονται ομαλά σε αυτήν, μάλλον το αντίθετο: ο συγγραφέας μας υποδηλώνει, θέλοντας ή μη, ότι κάτι εξωλογοτεχνικό εισβάλλει εδώ απρόσκλητο στο κειμενικό σύμπαν – ο άλλος του εαυτός, για τον οποίο έκανε λόγο ο Δεληβοριάς. Αλλά επιτρέποντάς μας να ακούσουμε αυτή την παράφωνη νότα, υποδεικνύει το κείμενο ως πεδίο μιας ορισμένης έντασης ανάμεσα στην ευχέρεια μιας δημόσιας φωνής και σε μια στέρηση που τείνει στην αφωνία.
Το βιβλίο συγκροτεί ένα μικροσύμπαν αποτελούμενο από μοναχικούς ανθρώπους. Από άνδρες για την ακρίβεια, ενώ η γυναικεία παρουσία είναι εξαιρετικά ισχνή στο βιβλίο, ορατή σαν φαντασιωτικό αντικείμενο, ή οριακά σαν ένας αναπάντεχος ψυχικός συγγενής μέσα σε μιαν αστική έρημο. Ο αναγνώστης θα συναντήσει λοιπόν παραλλαγές μιας ιδιόρρυθμης ατομικότητας: έναν άνθρωπο που περιφέρεται, σαν σε εφιάλτη, στα άδεια IKEA· έναν μοναχικό χρήστη του διαδικτύου· κάποιον που αποκτά μια υπερευαισθησία στον παραμικρό θόρυβο· έναν που το κατάστημά του βρίσκεται στο βάθος ενός τυφλού σημείου σε μια απόμερη επαρχιακή περιοχή· έναν που αναπτύσσει μια μανία σε σχέση με τις ελεύθερες θέσεις παρκαρίσματος στους δρόμους της πόλης. Σε δύο διηγήματα πρωταγωνιστούν μοναχικά παιδιά, σε άλλα δύο παρακολουθούμε σκηνές στον δρόμο, με ανθρώπους να βυθίζονται, καταμεσής του πλήθους και των θορύβων, σε ενδόμυχες σκέψεις και σε έναν παράλληλο κόσμο εντός τους, στον οποίο μετατοπίζεται ό,τι βιώνουν.
Μολονότι τα διηγήματα θέλουν να μας βάλουν στον κόσμο αυτών των ανθρώπων, αυτό δεν σημαίνει πως ο συγγραφέας ταυτίζεται μαζί τους. Απεναντίας, παραβιάζοντας μια ορισμένη λογοτεχνική συνθήκη, ο Πουλής θα κλείσει το διήγημα στα IKEA δηλώνοντας, με πάσα έμφαση, ότι η κατάσταση του ήρωά του τού είναι εντελώς ξένη. Πιθανώς δεν χρειάζεται να πιστέψει κανείς ότι το εννοεί. Αλλά το ερώτημα παραμένει σε κάθε περίπτωση: τι ωθεί έναν άνθρωπο ξένο προς την ‘απόλυτη μοναξιά’ του ήρωά του, έναν που έχει συνηθίσει να μοιράζεται ‘μια παρεξήγηση, έναν φανατισμό ή λίγη αγάπη’, όπως δηλώνει σε πρώτο πρόσωπο – τι τον ωθεί, λοιπόν, να εστιάσει το βλέμμα του σε φιγούρες που μοιάζουν να μην έχουν καταρχάς να μοιραστούν τίποτα απολύτως;
Ας κοιτάξουμε πιο προσεκτικά το υλικό του βιβλίου: είναι περιπτώσεις που ζουν στην άκρη των πραγμάτων, σε αυτό που δεν καταγράφεται διότι το προσπερνάμε ως ασήμαντο, που δεν είναι ορατό στον δημόσιο χώρο, σε καμιά κοινή επικράτεια – τους αγνοούν εντέλει ακόμα και οι διπλανοί τους. Θέλω να το υπογραμμίσω: η διαφορετικότητά τους είναι άηχη διότι δεν ανεβαίνει στη σκηνή καμιάς συλλογικής διεκδίκησης και διότι δεν εκπροσωπούν κανέναν άλλο κόσμο, καμιά αναγνωρίσιμη φιγούρα του άλλου, ενός μετανάστη ή ενός πρόσφυγα για παράδειγμα, και των παθών του. Είναι αδιάφορα ανθρωπολογικά τικ της εγχώριας κανονικότητας, ανώνυμες αποφύσεις του νεοελληνικού κοινωνικού και ψυχικού κανόνα. Αναμενόμενο είναι, μάλιστα, τότε πως τα πρόσωπα αυτά ενσαρκώνονται εδώ λογοτεχνικά όχι σε μείζονες στιγμές του βίου τους, αλλά σε δευτερεύουσες στιγμές τους, φαινομενικά, τουλάχιστον, δευτερεύουσες. Τέτοια πρόσωπα δεν έχουν ιλιγγιώδεις αρετές, ούτε κραυγαλέα ηθικά ελαττώματα. Κινούνται σε έναν ενδιάμεσο χώρο, μικτό, του μέσου όρου, του μέσου ανθρώπου, του κανονικού πήγα να πω – αλλά που ως ακριβώς τέτοιοι, μέσα σε αυτή την μεσότητα, αναπτύσσουν τις ιδιορρυθμίες τους. Μικροϊδιορρυθμίες και πάλι, ούτε μεγάλους ηρωισμούς, ούτε και μεγάλα εγκλήματα. Οι υπάρξεις τους κυμαίνονται σε ημιτόνια – όμως, με τον τρόπο αυτόν, εκεί ακριβώς, κάτι διανοίγεται στο βλέμμα μας. Αντί να ανεβάσει τα ντεσιμπέλ παρακολουθώντας ένα σοκ και σύροντας τον αναγνώστη του σε μια θέση εκβιαστική, ο Πουλής παρακολουθεί τη σχεδόν αθόρυβη πορεία των ψυχισμών προς ένα σημείο θραύσης που αναγγέλλεται υπογείως και που διατηρεί πάντα τη χαμηλόφωνη ποιότητά του. Θέλει να ρυθμίσει το αυτί μας σε τέτοιους μικροθορύβους της ύπαρξης μέσα στο μεγάλο καζάνι που βράζουμε όλοι μας – σε αδιέξοδα, αλλά ενδεχομένως και σε ένα είδος δυνατοτήτων που ανοίγονται εκεί ακριβώς.
Στο σημείο αυτό προκύπτουν εντούτοις ερωτήματα και εντάσεις που εφεξής θα διατρέξουν το βιβλίο. Διότι στη μεσότητα διαφαίνεται καταρχάς ένα κοινό ήθος διογκωμένο στο γκροτέσκο, μια κανονικότητα του τρόμου. Από αυτήν, ο συγγραφέας θα φρόντιζε να πάρει τις αποστάσεις του αφήνοντας να διαφανεί έμμεσα μια ηθικοπολιτική κρίση, το δε χιούμορ που την εμπλουτίζει δεν θα επηρέαζε το ουσιώδες. Σε μια τέτοια οπτική, η ιδιαίτερη περίπτωση είναι η αποκαλυπτική συμπύκνωση του γενικού: περιγράφει, σε πειραματικές συνθήκες, στην μικροκλίματα του ψυχισμού, τα συμπτώματά του. Ταυτόχρονα, η μοναχική ατομικότητα συνιστά την έσχατη απόληξη μιας ψυχικής και κοινωνικής απορρύθμισης. Τα διηγήματα αναδεικνύουν τότε εξ αντιθέσεως την ποιότητα ενός μοιρασμένου βίου. Τα πράγματα θα έπρεπε και θα μπορούσαν να είναι αλλιώς – ο ίδιος, άλλωστε, ο συγγραφέας βεβαιώνει πως υπάρχουν ακόμα ζωντανές εναλλακτικές.
Την ίδια στιγμή, όμως, μια διαφορετική, αντίστροφη οπτική διαφαίνεται εξίσου σε άλλες μοναχικές περιπτώσεις που εμφανίζονται στα διηγήματα. Εδώ το συλλογικό είναι απλώς το στατιστικά κυρίαρχο, απέναντι στο οποίο δεν απομένει παρά μια μοναχική διαφοροποίηση που αγγίζει τα όρια της αφάνειας, μιας χειρονομίας εν κενώ. Η κρυφιότητα της διαφοροποίησης είναι, μάλιστα, ανάλογη του βάθους και της αξίας της – κι ωστόσο δεν παύει να αποδίδει τον σημερινό χώρο μιας υπαρξιακής δυνατότητας, μιας ζωτικής απόκλισης που, κατά έναν παράδοξο τρόπο, είναι βαθύτατα φιλόξενη και γενναιόδωρη. Με άλλα λόγια: μέσα σε αυτή την αφάνεια, εκεί ακριβώς, κερδίζουν τον χώρο τους εκ του μηδενός και οι άλλοι. Κι επομένως, έχει μια πρωτοπολιτική ποιότητα.
Αν στην πρώτη περίπτωση η συλλογικότητα έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά, στη δεύτερη έχει καταρχάς ποσοτικά. Κι αν στην πρώτη το βλέμμα είναι στραμμένο σε ένα πλούσιο παρελθόν που εγκαταλείπει με ταχύτητα τη σκηνή της ιστορίας, στη δεύτερη παραμένει πεισματικά προσκολημμένο στην φτωχή ενδοχώρα του παρόντος. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα πράγματα διακυβεύονται σε μια μικροκλίμακα που προηγείται όλων των πιθανών γραμμών μάχης. Αν οι ήρωες των διηγημάτων του Πουλή δεν ανήκουν σε κανενός είδους συλλογικότητα και αν η συνθήκη αυτή αποτελεί τον όρο μιας έντιμης διερεύνησης του βίου μας, δεν βρίσκεται άραγε κανείς ενώπιον μιας αναστολής του ίδιου του πολιτικού βλέμματος; Δεν καταγράφει, απρόσμενα για έναν άνθρωπο του πιο ενεργού δημόσιου λόγου, μια μελαγχολική υπαναχώρηση από προτάγματα και συλλογικές στρατεύσεις; Εκδραματίζει μήπως ο συγγραφέας μας έναν άλλο του εαυτό, που δεν θα είχε καμιά σχέση με εκείνον της καθημερινής εμπόλεμης ζώνης των δημοσίων πραγμάτων – ή, έστω, θα υπηρετούσε έτσι την ψυχική οικονομία ενός εξισορροπητικού αντίποδα; Πιθανώς. Αλλά ίσως συμβαίνει το αντίθετο, ο συγγραφέας εγκαθίσταται στις ρωγμές του, οπότε το πολιτικό βλέμμα θα βάθαινε τώρα ως ακριβώς πολιτικό. Τι είναι σήμερα πολιτικό – να ένα ερώτημα στο οποίο μετεωρίζονται οι αμφισημίες του βιβλίου του Πουλή.
To πνεύμα που επικρατεί στο βιβλίο αφορά ένα εγκώμιο του λιγοστού. Φέρει μέσα του τον συμβιβασμό μαζί με τη διαμαρτυρία, την μετριοπάθεια μαζί με τον αγώνα, σε μια ιδιότυπη σύζευξή τους. Όχι ως θεωρητική θέση, γενικεύσιμο σχήμα ή, χειρότερα, πολιτικό δέον. Αλλά ως ένα πλέγμα δυνατοτήτων που αναδύεται και παρακολουθείται σε συγκεκριμένες ενσαρκώσεις του, δηλαδή σε λογοτεχνικά πρόσωπα. Μολονότι αφανείς, η μοίρα των ηρώων του Πουλή είναι, μέσα στην ίδια τη λογοτεχνική πράξη, να κοινοποιούνται, να καθίστανται ορατοί. Αυτά τα παραδείγματα βίων γίνονται τώρα δημόσια ακριβώς ως μη-δημόσια, ο συγγραφέας επιτρέπει στο αφανές να διεκδικήσει, παραμένοντας αφανές, έναν χώρο μέσα στην εμφάνεια του κειμένου, στο βλέμμα του αναγνώστη. Από μια σκοπιά, μολύνει έτσι την καθαρότητα και την ακεραιότητα των διακριτών περιοχών, του δημόσιου χώρου λ.χ. ή της καλλιτεχνικής αυτονομίας, για να διερευνήσει ακριβώς τις γραμμές ανάμεσά τους.