του Βασίλη Βήττα

Σε δυσμενή θέση βρίσκεται ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έπειτα από την παράδοση του πρώην δικηγόρου του Μάικλ Κοέν στο FBI αλλά και την ενοχή του επικεφαλής του προεκλογικού επιτελείου του προέδρου των ΗΠΑ, Πολ Μάναφορτ.


Το τεύχος της 3ης Σεπτεμβρίου του περιοδικού Time

 
Ο Μ. Κοέν δήλωσε ένοχος προκειμένου να τύχει ευνοϊκής δικαστικής μεταχείρισης, καθώς κατηγορείται για τα αδικήματα της φοροδιαφυγής, της τραπεζικής απάτης και της παραβίασης των κανόνων για τις προεκλογικές χορηγίες.
 
Στο μικροσκόπιο της ομοσπονδιακής εισαγγελίας βρέθηκαν δάνεια συνολικού ύψους 20 εκατομμυρίων δολαρίων που έλαβε μέσω εταιρείας ταξί που ανήκει στον ίδιο και στην οικογένειά του. Η έρευνα αφορά το εάν και κατά πόσο ο Κόεν παρουσίασε ψευδή στοιχεία για την αξία των περιουσιακών του στοιχείων ώστε να λάβει τα δάνεια.
 
Σημειώνεται ότι ο ίδιος κατηγορείται και για τις σχέσεις του με τη Ρωσία κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών το 2016 στις ΗΠΑ, αλλά και για χρηματισμό για τη συγκάλυψη της ερωτικής σχέσης του Ντοναλντ Τραμπ (υπόθεση «Στόρμι Ντάνιελς»).

Στις ενδεχόμενες εξωσυζυγικές υποθέσεις εμπλέκεται και η Κάρεν Μακντούκαλ, πρώην μοντέλο του Playboy. Και οι δύο γυναίκες φέρονται να έλαβαν χρηματικά ποσά από τον Κόεν για λογαριασμό του Τραμπ, με αντάλλαγμα τη σιωπή τους.

 
Η πρώην playmate, Κάρεν ΜακΝτούγκαλ, ισχυρίζεται ότι συνήψε ερωτικό δεσμό με τον Τραμπ το 2006, λίγο μετά τη γέννηση του μικρότερου γιου του, Μπάρον. Από μεριάς του ο Ντ. Τραμπ αρνείται ότι διατηρούσε σχέση με το πρώην μοντέλο, ενώ σημειώνεται ότι τους τελευταίους μήνες της προεκλογικής εκστρατείας για τις εκλογές του 2016 η πρώην playmate πούλησε την ιστορία της (τον ερωτικό δεσμό) στη σκανδαλοθηρική The National Enquirer έναντι 150.000 δολαρίων, όμως η ταμπλόιντ «έθαψε» το θέμα μη δημοσιεύοντάς το.
 
Την Πέμπτη 23 Αυγούστου ο Τραμπ παραδέχτηκε ότι έδωσε τα χρήματα στις δύο γυναίκες για να μην αποκαλυφθούν οι σεξουαλικές του σχέσεις και χάσει τις εκλογές. Όμως, τον Απρίλιο του 2018 ο Τραμπ είχε δηλώσει άγνοια σχετικά με τις υποθέσεις.

 
Ωστόσο, καθώς οι πληρωμές έγιναν εν μέσω προεκλογικής εκστρατείας είναι άξιο σημασίας το ερώτημα από που άντλησε τα χρήματα ο Αμερικανός πρόεδρος. Ο ίδιος λόγω της πολιτικής κρίσης που βιώνει η κυβέρνηση τον τελευταίο καιρό προειδοποίησε ότι θα καταρρεύσει η οικονομία στην περίπτωση που αποπεμφθεί από τον θώκο του.

Σημειώνεται ότι ήδη ο Κοέν έχει καταθέσει ότι έλαβε εντολή από τον Τραμπ για να πληρώσει τις δύο γυναίκες. Τα χρήματα της πληρωμής ανέρχονται συνολικά στα 280.000 ευρώ. Απέναντι σε αυτή την κατάθεση ο Τραμπ υποστήριξε αρχικά ότι ενημερώθηκε πολύ αργότερα για τις πληρωμές, και κατηγόρησε τον πρώην δικηγόρο του ότι «κατασκευάζει ιστορίες».
 
«Άλλωστε, ο Κοέν αναφέρεται σε δύο πληρωμές που δεν είναι παράνομες, πράγμα που κανείς δεν καταλαβαίνει», είπε ο Τραμπ. «Δεν ήταν χρήματα της εκστρατείας» συμπλήρωσε.
 
Ο δικηγόρος του Κοέν μέσω του προσωπικού του λογαριασμού στο Twitter σχολίασε ότι «αν οι πληρωμές αυτές ήταν ένα έγκλημα για τον Kοέν, τότε γιατί δεν θα ήταν έγκλημα για τον Τραμπ;». Οι δηλώσεις αυτές έγιναν έπειτα από την ομολογία του Κοέν για τα παραπάνω αδικήματα, ενώ η δίκη του έχει οριστεί στις 12 Δεκεμβρίου, όπου αντιμετωπίζει ποινή φυλάκισης για 4 με 5 χρόνια.
 
Κατά τη διάρκεια ενημέρωσης από το Λευκό Οίκο στις 22 Αυγούστου 2018, δημοσιογράφος ρώτησε την εκπρόσωπο της κυβέρνησης, Σάρα Χάκαμπι Σάντερς, αν «ο πρόεδρος έχει πει ψέμματα στον αμερικανικό λαό», καθώς σε προηγούμενες του δηλώσεις μιλούσε για άγνοια σχετικά τουλάχιστον με την υπόθεση «Στόρμι Ντάνιελς». 

 
Η δημοσιογράφος πρόσθεσε στην ερώτηση της ότι ο «Τραμπ φαίνεται τελικά ότι γνώριζε για αυτές τις πληρωμές». Η Σάντερς απάντησε: «Ο πρόεδρος δεν έχει κάνει τίποτα κακό και δεν υπάρχουν κατηγορίες εις βάρος του», ενώ την ίδια απάντηση έδωσε σε πολλές παρόμοιες ερωτήσεις δημοσιογράφων κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου.
 
Ο Αμερικανός πρόεδρος μέσω του προσωπικού του λογαριασμού στο Τwitter σχολίασε την ομολογία του πρώην δικηγόρου του τονίζοντας προς τους Αμερικανούς «να μην προσλάβουν τον Κοέν, σε περίπτωση που ψάχνουν έναν καλό δικηγόρο για τις υποθέσεις τους». Σχετικά με τις πληρωμές στις δύο γυναίκες, ο Τραμπ έχει αρνηθεί τις κατηγορίες.

 

Ένοχος ο επικεφαλής του προεκλογικού επιτελείου του Τραμπ

 
Αναφορικά με τον επικεφαλής του προεκλογικού επιτελείου του προέδρου των ΗΠΑ, Πολ Μάναφορτ, οι δικαστικές αρχές αποφάσισαν την ενοχή του για 8 αδικήματα φοροδιαφυγής και απόκρυψης τραπεζικών λογαριασμών στο εξωτερικό οι οποίες ενδεχομένως να συνδέονται και με τη Ρωσία.
 
Ο Μάναφορτ κρίθηκε ένοχος για πέντε κατηγορίες φοροδιαφυγής, για μία (από τις συνολικά τέσσερις) κατηγορίες που σχετίζονταν με την απόκρυψη τραπεζικών λογαριασμών του στο εξωτερικό και για δύο (από τις εννέα) κατηγορίες τραπεζικής απάτης που αντιμετώπιζε.
 
Ήταν επικεφαλής του προεκλογικού επιτελείου του Τραμπ από τον Μάιο μέχρι τον Αύγουστο του 2016, ενώ συνεχίζεται η δίκη του για υπόθεση που σχετίζεται με τις υπηρεσίες που πρόσφερε ως σύμβουλος στον πρώην πρόεδρο της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς, τον οποίο στήριζε η Μόσχα, στο πλαίσιο της έρευνας για την ανάμιξη της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016.
 
Οι εισαγγελείς δήλωσαν ότι ο Μάναφορτ συγκέντρωσε 65 εκατομμύρια δολάρια σε ξένους τραπεζικούς λογαριασμούς μεταξύ 2010 και 2014, και ότι δαπάνησε πάνω από 15 εκατομμύρια δολάρια σε πολυτελείς αγορές.
 
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι «είναι ένας καλός άνθρωπος» και ότι «είναι πολύ θλιβερό πράγμα αυτό που συνέβη».
 
Ο δικηγόρος του Μάναφορτ σχολίασε ότι ο πελάτης του είναι πολύ απογοητευμένος, ενώ σημειώνεται πως οι δύο κατηγορίες τραπεζικής απάτης για τις οποίες καταδικάστηκε έχουν δυνητική φυλάκιση μέχρι 30 χρόνια, ενώ ειδικοί κάνουν λόγο για περίπου 10 χρόνια φυλάκισης.
 

Τρεις ακόμη συνεργάτες του Τραμπ στο εδώλιο

 
Την έρευνα για τον Κοέν έχει αναλάβει ο εισαγγελέας Ρόμπερ Μιούλερ, ενώ από το την εκλογή του Τραμπ το Νοέμβριο του 2016 έχουν καταδικαστεί ο αναπληρωτής διευθυντής της προεκλογικής του εκστρατείας, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, αλλά και ο σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ.
 
Ο Μάικλ Φλιν διατέλεσε Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας – μόλις 23 ημέρες – πριν παραιτηθεί καθώς παραδέχθηκε ότι παραπλάνησε τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Μαίκ Πενς, αναφορικά με επικοινωνίες με τον πρέσβη της Ρωσίας. Το Δεκέμβριο του 2016 δήλωσε ένοχος για ψευδείς καταθέσεις στο FBI, και συμφώνησε να συνεργαστεί με τις αρχές στην έρευνα για την ανάμειξη της Ρωσίας στις εκλογές του 2016. Ο Φλιν αναμένεται να καταδικαστεί στις 17 Σεπτεμβρίου.
 
Ειδικότερα, ο Φλιν, που στο παρελθόν υπήρξε επικεφαλής της υπηρεσίας στρατιωτικών πληροφοριών των ΗΠΑ, κατηγορείται ότι είπε ψέματα για τις συνομιλίες που είχε με τον πρεσβευτή της Ρωσίας στην Ουάσινγκτον, τον Σεργκέι Κίσλιακ, επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα.
 
«Ο κατηγορούμενος Μάικλ Τ. Φλιν, επιμόνως και σκοπίμως, έκανε δηλώσεις που είναι ουσιωδώς ανακριβείς και φανταστικές» παρεμποδίζοντας την έρευνα για την ανάμιξη της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές και επιπροσθέτως «ήρθε σε επαφή» με Ρώσους αξιωματούχους στα τέλη του 2016 «κατόπιν αιτήματος ενός υψηλόβαθμου στελέχους» του επιτελείου του Ρεπουμπλικανού πολιτικού, ανέφερε το έγγραφο του κατηγορητηρίου.
 
«Στις 22 Δεκεμβρίου 2016, ένας πολύ υψηλόβαθμος αξιωματούχος του μεταβατικού επιτελείου (του Τραμπ) ζήτησε από τον Φλιν να επικοινωνήσει με αξιωματούχους ξένων κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένης και της ρωσικής, ώστε να πληροφορηθεί τη θέση τους όσον αφορά το ψήφισμα (στο Συμβούλιο Ασφαλείας) και να επηρεάσει αυτές τις κυβερνήσεις για να καθυστερήσει η ψηφοφορία ή να καταψηφιστεί το ψήφισμα», είχε τονίσει ο εισαγγελέας.
 
Σύμφωνα με το ABC News, θα υποστηρίξει ότι ενήργησε κατόπιν οδηγιών Τραμπ, ενώ το NBC News μεταδίδει ότι ο γαμπρός του Αμερικανού προέδρου Τζάρεντ Κούσνερ ήταν αυτός που τον καθοδήγησε για να έρθει σε επαφή με τους Ρώσους.
 
Ο συνεργάτης του Μάναφορτ, Ρίτσαρντ Γκέιτς, δήλωσε στο δικαστήριο ότι διέπραξε εγκλήματα μαζί με τον επικεφαλής του προεκλογικού επιτελείου, ενώ ακόμα δεν έχει οριστεί η δικάσιμος. Σύμφωνα με τον Guardian, η ποινή του θα εξαρτηθεί από τον βαθμό που συνεργάστηκε με τον Μάναφορτ.
 
Τέλος, ο Τζορτζ Παπαδόπουλος πρώην σύμβουλος της προεκλογικής εκστρατείας του Αμερικανού προέδρου δήλωσε ένοχος για ψευδείς καταθέσεις του προς το FBI σχετικά με επαφές του με Ρώσους κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Οι κατήγοροι ανέφεραν ότι προκάλεσε μεγάλη ζημιά στην έρευνα, ενώ αναμένεται να καταδικαστεί στις 7 Σεπτεμβρίου, με τον εισαγγελέα να προτείνει φυλάκιση έξι μηνών.
 

Υπό πίεση οι Ρεπουμπικανοί

 
Για τους λόγους αυτούς έντονες είναι οι φήμες περί καθαίρεσης του Αμερικανού προέδρου.
 
Σύμφωνα με τον πρώην πρέσβη των ΗΠΑ στο Βερολίνο, Τζον Κόρνμπλουμ, «προϋπόθεση για τη διαδικασία αυτή της καθαιρεσης (του Τραμπ) είναι η πολιτική βούληση. Στις δημόσιες συζητήσεις στις ΗΠΑ όλοι, λίγο πολύ, καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: Σύμφωνα με το αμερικανικό Σύνταγμα η διαδικασία καθαίρεσης ενός προέδρου γίνεται μόνο μετά από απόφαση του Κογκρέσου. Προς το παρόν  τουλάχιστον οι Ρεμπουμπλικανοί δεν φαίνονται διατιθέμενοι να κάνουν αυτό το βήμα».
 
Ο Τραμπ σε ερώτηση δημοσιογράφων για τις παραπάνω φήμες και την πίεση που δέχεται τις τελευταίες μέρες απάντησε ότι «όλοι θα γίνουν πολύ, πολύ φτωχοί. Αυτό δείχνουν οι αριθμοί, ποιος θα μπορούσε να πει το αντίθετο; Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιος θα καθαιρούσε έναν πρόεδρο που κάνει τόσο καλή δουλειά».
 
Επιπλέον, ο Κόρνμπλουμ σχολίασε ότι «οι Ρεπουμπλικανοί βρίσκονται υπό πίεση όχι μόνο λόγω όσων συμβαίνουν με τον Ντ. Τραμπ, αλλά και επειδή οι Δημοκρατικοί ισχυροποιούνται ολοένα και περισσότερο στις ΗΠΑ, αίσθηση μου είναι ότι οι Ρεπουμπλικάνοι δεν ξέρουν απλά τι να δηλώσουν δημόσια, δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν την κατάσταση. Από τη μια ούτε και εκείνοι θέλουν τον Τραμπ κι ας είναι κομμάτι του κόμματός τους. Από την άλλη φοβούνται πως αν τώρα συμβάλουν στην απομάκρυνσή Τραμπ αυτό θα έχει ολέθριες επιπτώσεις για τους
ίδιους. Ίσως, να σημάνει ακόμα και το τέλος του κόμματος».
 
Πολλά ειδησεογραφικά μέσα παρομοίαζαν τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται ο Τραμπ με αυτή του Ρίτσαρντ Νίξον για το σκάνδαλο Watergate. Όσο και αν αυτό ακούγεται σαν επικοινωνιακό τέχνασμα -ένα δημοσιογραφικό σχόλιο- που σκοπό έχει να δώσει παραπάνω βαρύτητα στο γεγονός και να προβάλει τη «γραμμή» που ακολουθεί ένα μέσο, στην πραγματικότητα αποτελεί μία αρκετά εύστοχη παρομοίωση -όσο και να ενέχει ρίσκο η σύγκριση μίας ολοκληρωμένης ιστορίας με μία ανολοκλήρωτη.
 
Υπενθυμίζεται ότι τον Ιούλιο στα πλαίσια της έρευνας του εισαγγελέα Ρόμπερτ Μιούλερ, το FBI κατάσχεσε ηχογραφημένο υλικό που είχε στην κατοχή του ο Κοέν, κατά την έρευνα που διενήργησαν ομοσπονδιακοί πράκτορες στο γραφείο του.
 
Σύμφωνα με τον δικηγόρο του Τραμπ, «ο Αμερικανός Πρόεδρος, στη δίλεπτη ηχογράφηση, συζητά με τον Κοέν για καταβολή χρημάτων, οι οποίες ωστόσο δεν έγιναν ποτέ».

Το ενδεχόμενο καθαίρεσης


Οι Δημοκράτες διψάνε για αίμα και οι Ρεπουμπλικάνοι κοιτάζονται αποσβολωμένοι απέναντι σε ένα πρόεδρο που για μία ακόμη φορά δικαιώνει το ρητό «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι». Σημειώνεται ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων όμως μπορεί να διώξει τον πρόεδρο ποινικά και η Γερουσία να τον απομακρύνει με πλειοψηφία 2/3. Βέβαια, ο αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας διαθέτει ασυλία όσο διατηρεί το αξίωμά του, αναφορικά με ποινικές ευθύνες. Ουδέποτε στην αμερικανική πολιτική ιστορία έχει συμβεί κάτι τέτοιο.

Για τυχόν καθαίρεση του Τραμπ θα χρειαστεί βέβαια η σύμπραξη και μέρους των Ρεπουμπλικανών μαζί με τους Δημοκρατικούς. Πολλά θα κριθούν στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου, όπου αν υπερισχύσουν οι Δημοκρατικοί θα μπορέσουν να αναστείλουν την πολιτική ατζέντα Τραμπ η οποία έχει ως επίκεντρο το μεταναστευτικό, και να προωθήσουν μέτρα για την Υγεία.

Η διαφορά Νίξον – Τραμπ έχει να κάνει με τα μέσα που χρησιμοποίησαν στις δύο υποθέσεις. Προφανώς, οι υποθέσεις δεν μπορούν να εξισωθούν, αλλά αν ο Νίξον είχε Twitter και εξέφραζε ότι περνάει από το μυαλό του (όπως ο Τραμπ) σίγουρα δεν θα μιλούσαμε τόσο πολύ για τις προσπάθειες συγκάλυψης του Watergate.

 

Σκάνδαλο «Στόρμι Ντάνιελς»

 
Σύμφωνα με τη «Wall Street Journal», o Μ. Κόεν κατέβαλε το ποσό των 130.000 δολαρίων προς την ηθοποιό, για την ερωτική σχέση που είχε με τον Ν. Τραμπ το 2006. Άξιο σημασίας είναι το γεγονός ότι το ποσό δόθηκε λίγο πριν τις προεδρικές 
εκλογές των ΗΠΑ, το 2016, με σκοπό να μην δημοσιευθεί η ερωτική συνάντηση. Σύμφωνα με δηλώσεις του δικηγόρου του Τραμπ, η Στόρμι Ντάνιελς ή όπως είναι το πραγματικό όνομα της, Στέφανι Κλίφορντ, υπέγραψε εμπιστευτική συμφωνία, στην οποία αναγράφεται ότι δεν είχε ποτέ σεξουαλική σχέση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ και πως δεν έλαβε χρήματα από τον Ν. Τραμπ.
 
O Μ. Κόεν είχε δηλώσει τον Ιανουάριο ότι ο πελάτης του, Ν. Τραμπ, αρνείται τις κατηγορίες περί εμπλοκής του στο σκάνδαλο. Ωστόσο, στο δημοσίευμα σημειώνεται ότι η πληρωμή έγινε μέσω ιδιωτικής εταιρείας του Κόεν, ως αντάλλαγμα στην εμπιστευτική συμφωνία που είχε υπογράψει η ηθοποιός. Στο έγγραφο της συμφωνίας η Σ. Κλίφορντ αναγράφεται ως «Πέγκυ Πιτερσον», ενώ ο Ν. Τραμπ ως «Ντέιβιτ Ντένισον», σε μια προσπάθεια να αποκρυφτούν οι ταυτότητες των εμπλεκόμενων.
 
Ο νέος δικηγόρος του Τραμπ και πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Ρούντι Τζουλιάνι, είχε κάνει λόγο για ένα ποσό αποζημίωσης της τάξης των 35.000 δολαρίων το μήνα «από τον προσωπικό οικογενειακό λογαριασμό του Τραμπ» και όχι από το αποθεματικό της προεκλογικής εκστρατείας, ενώ στη συνέχεια κάλυψε τον πελάτη του λέγοντας ότι «δεν γνώριζε τις λεπτομέρειες της συμφωνίας αλλά μόνο το γενικό της πλαίσιο». 
 

Παραδέχεται την πληρωμή ο Κοέν

 
Άξιο αναφοράς είναι ότι ένα μήνα μετά, ο τέως δικηγόρος του Ν. Τραμπ παραδέχθηκε την πληρωμή αλλά υπογράμμισε ότι δεν έγινε με χρήματα του προέδρου αλλά από προσωπικά του κεφάλαια, ενώ στη συνέχεια πρόσθεσε πως «στην συναλλαγή δεν εμπλέκεται ούτε η εταιρεία του προέδρου ούτε η προεκλογική του εκστρατεία». «Δεν έλαβα χρήματα για αυτή την πληρωμή ούτε άμεσα ούτε έμμεσα από τον πρόεδρο των ΗΠΑ», σημείωσε ο Μ. Κόεν.
 
Στις αρχές Μαρτίου, με το σκάνδαλο να παίρνει μεγάλες διαστάσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης της χώρας, η Σ. Κλίφορντ υπέβαλε μήνυση κατά του Ν. Τραμπ, τονίζοντας ότι ο δικηγόρος του, Μ. Κόεν, την ανάγκασε να υπογράψει μία εσφαλμένη συμφωνία εχεμύθειας με «υποτιμητικές και εξαναγκαστικές μεθόδους».

Ο Μ. Κόεν είπε ότι δεν απείλησε την Σ. Κλίφορντ, ενώ στη συνέχεια, η ηθοποιός άσκησε μήνυση και κατά του Κόεν, με την κατηγορία ότι αποκάλεσε ψευδείς τις δηλώσεις της σχετικά με τη σεξουαλική συνεύρεση που είχε με τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Επιπλέον, η ηθοποιός υποστήριξε ότι το 2011 είχε δεχθεί απειλές από άγνωστο, ο οποίος φαίνεται να της είπε «να αφήσει τον Τράμπ ήσυχο».

 
Σχετικά με τις κατηγορίες της ηθοποιού, εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου είχε υποστηρίξει ότι «ο πρόεδρος δεν πιστεύει ότι είναι ακριβείς οι δηλώσεις της», ενώ ο δικηγόρος του Κόεν, χαρακτήρισε ότι οι ισχυρισμοί της Σ. Κλίφορντ είναι «επιπόλαιοι και γελοίοι». 
 
Ο Τραμπ υποστήριξε ότι δεν γνώριζε για την πληρωμή του Κόεν προς την ηθοποιό και υπογράμμισε ότι «θα πρέπει να ρωτήσετε τον ίδιο τον Μάικλ Κόεν. Δεν γνωρίζω που πήγαν τα χρήματα της πληρωμής». 
 

Ερευνάται και για τη Ρωσική ανάμειξη στις αμερικάνικες εκλογές

 
Οι έρευνες που διεξήγαν οι ομοσπονδιακές αρχες στο γραφείο του Κόεν τον Απρίλιο του 2018, αφορούσαν και το ζήτημα της Ρωσίας η οποία κατηγορείται ότι παρενέβη στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές το 2016, με πιθανές συνεργασίες με την προεκλογική εκστρατεία του Ν. Τραμπ, όπως αναφέρει το Euronews.
 
O δικηγόρος του Κόεν σχολίασε την έρευνα τονίζοντας ότι «η απόφαση του Γραφείου Εισαγγελέα των ΗΠΑ στη Νέα Υόρκη να διενεργήσει την έρευνά με τη χρήση ενταλμάτων, είναι εντελώς ακατάλληλη και περιττή», ενώ ο Αμερικανός πρόεδρος χαρακτήρισε την επιδρομή ως μια επαίσχυντη δράση και ένα συνολικό κυνήγι μαγισσών. 
 
Ο Μ. Κόεν επικαλέστηκε την 5η τροπολογία (η οποία επιτρέπει στους Αμερικανούς πολίτες να μην αυτο-ενοχοποιούνται) με σκοπό να μην αυτοενοχοποιηθεί, τονίζοντας ότι «επί τη βάσει των συμβουλών του δικηγόρου μου, επικαλούμαι τα συνταγματικά μου δικαιώματα για όλες τις διαδικασίες που σχετίζονται με την υπόθεση αυτή και την έρευνα που βρίσκεται σε εξέλιξη από το FBI, αλλά και τον Γενικό Εισαγγελέα της Νότιας Περιφέρειας της Νέας Υόρκης». 
 
Ο δικηγόρος της ηθοποιού Ντάνιελς, Μάικλ Αβενάτι, σχολίασε το γεγονός ότι «ποτέ άλλοτε στην ιστορία των ΗΠΑ δεν επικαλέστηκε δικηγόρος του εν ενεργεία προέδρου την 5η Τροπολογία, σχετικά με υποθέσεις του προέδρου. Αυτό είναι συγκλονιστικό καθώς ο Μάικλ Κόεν ήταν μεσάζοντας για τον Τραμπ, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ετών». 
 

Πληρωμές από Novartis

 
H Novartis παραδέχτηκε ότι έδωσε στον Μ. Κόεν περίπου 1,2 εκατομμύρια δολάρια, προκειμένου να ενημερώνει την εταιρεία για τις πολιτικές του Τραμπ σε ζητήματα υγείας και ιατρικής περίθαλψης. Συνάντηση μελών της Novartis με τον Μ. Κόεν έγινε τον Μάρτιο του 2017, ενώ όπως βεβαιώνει η εταιρεία είχε αποφασίσει να τον αποδεσμεύσει. Παρ’ όλα αυτά όμως η Novartis δηλώνει επίσης ότι συνέχισε να τον πληρώνει μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2018 για λόγους τήρησης της σύμβασης. 
 
Τέλος, ο Κόεν έλαβε το ποσό των 500.000 δολαρίων από την εταιρεία Columbus Nova Llc, η οποία συνδέεται με το Ρώσο δισεκατομμυριούχο, Βίκτορ Βέξελμπεργκ. Ο εν λόγω δισεκατομμυριούχος φαίνεται να έχει σχέσεις με την κυβέρνηση της Ρωσίας, με τον δικηγόρο της ηθοποιού Στ. Ντάνιελς να κατηγορεί τον Κόεν ότι έλαβε τα χρήματα μετά τις προεδρικές εκλογές. 
 
Η τωρινή κατάσταση της προεδρίας Τραμπ θυμίζει τη δύσκολη θέση στην οποία είχε βρεθεί ο πρώην πρόεδρος των Ηπα, Ρίτσαρντ Νίξον, όταν κατηγορήθηκε για την εμπλοκή του στο σκάνδαλο Watergate. Μέχρι την παραίτηση του από την προεδρία, σημειώθηκε μπαράζ παραιτήσεων και απολύσεων ατόμων που είχαν σχέση με το Λευκό Οίκο. Ο Νίξον ήταν ο τελευταίος που έπεσε από τους εμπλεκόμενους, ενώ κάτι παρόμοιο θα μπορούσε να συμβεί και στην προεδρία Τραμπ με τις ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις. Ας θυμιθούμε τι έγινε στο σκάνδαλό Watergate:
 

Το σκάνδαλο Watergate

 
Στις 17 Ιουνίου 1972 πέντε διαρρήκτες εισβάλουν στα γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος που στεγαζόταν στο κτιριακό συγκρότημα του ξενοδοχείου Watergate, το οποίο προσπάθησαν να τα παγιδεύσουν με «κοριούς». Οι πέντε άνδρες συνελήφθησαν χάρη στην έγκαιρη δράση του φύλακα ασφαλείας του κτιρίου.
 
Ανάμεσα στους διαρρήκτες ήταν ένας πρώην πράκτορας της CIA καθώς και ένας υπάλληλος ασφαλείας του κόμματος των Ρεπουμπλικανών. Τη διάρρηξη είχε οργανώσει ο πρώην πράκτορας του FBI, Τζ. Γκόρντον Λίντι, με τη βοήθεια του πρώην πράκτορα της CIA, Εβ. Χάουαρντ Χαντ, στενοί συνεργάτες του Ρεπουμπλικάνου Αμερικανού προέδρου Νίξον.
 
Η έρευνα για το σκάνδαλο Watergate προχωρούσε, με τον Νίξον να δίνει εντολή στη CIA να μπλοκάρει την έρευνα του FBI για λόγους εθνικής ασφάλειας. Οι Καρλ Μπέρνστιν και Μπομπ Γούνντγορντ, δημοσιογράφοι στην «Washington Post» άρχισαν να συνδέουν τη διάρηξη στο Watergate με τον πρόεδρο Νίξον.
 
Ο Νίξον ουσιαστικά καταστράφηκε από έναν αξιωματούχο του FBI, τον Μαρκ Φελτ, που άφησε να διαρρεύσουν πληροφορίες στη «Washington Post», σχετικά με την κάλυψη που πρόσφερε στο Watergate.
 
Στην επιτροπή επανεκλογής του προέδρου Νίξον, η οποία σχεδίασε τη διάρρηξη, συμμετείχαν ο πρώην γενικός εισαγγελέας Τζον Μίτσελ και ο προεδρικός σύμβουλος Τζον Ντιν. Σκοπός τους ήταν να αποτραπεί διαρροή πληροφοριών από την κυβέρνηση προς τα μέσα ενημέρωσης. Είχε προηγηθεί η δημοσίευση των Pentagon Papers για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, όπου αποκαλυπτόταν ότι ο αμερικανικός λαός είχε σκόπιμα εξαπατηθεί τόσο από τον Κένεντι όσο και από τον Τζόνσον για την εμπλοκή των ΗΠΑ στο Βιετνάμ.

 
Ένας από τους διαρρήκτες δήλωσε ότι είχε διαπράξει ψευδορκία κατά τη δίκη του και πως δέχθηκε πιέσεις για να καταθέσει λάθος στοιχεία. Η ανάμειξη του Μίτσελ και του Ντίν ήρθε μετά από κατάθεση ενός από τους διαρρήκτες. Οι εισαγγελείς πληροφόρησαν τον πρόεδρο πως οι δύο βασικοί βοηθοί του ήταν μπλεγμένοι στη συγκάλυψη. Ο Νίξον ζήτησε την παραίτησή τους, βγαίνοντας στην τηλεόραση και λέγοντας στο έθνος πόσο δύσκολη ήταν η συγκεκριμένη απόφαση.
 
Η τροπή που είχαν λάβει τα γεγονότα οδήγησε στην παραίτηση επιπλέον συνεργατών του Προέδρου, όπως του Τζον Εριλχμαν, του Ριτσαρντ Κλειντιεστ και του Μπομπ Χάλντερμαν, επικεφαλής προσωπικού του Λευκού Οίκου.
 
Ο Νίξον είχε εγκαταστήσει ένα σύστημα αυτόματης καταγραφής στα γραφεία του κτιρίου, όπως ενημέρωσε τις αρχές ένας βοηθός του. Η εισαγγελία ζήτησε τις κασέτες από τον πρόεδρο των ΗΠΑ αλλά εκείνος αρνήθηκε.
 
Ο Νίξον όμως ήξερε ότι βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Είχε διατάξει έξαλλου την απόλυση του ανεξάρτητου εισαγγελέα της υπόθεσης, Άρτσιμπαλντ Κοξ. O Γενικός εισαγγελέας και ο Αναπληρωτής Γενικός εισαγγελέας παραιτήθηκαν όταν ο Νίξον τους ζήτησε να απολύσουν τον Κοξ, ο οποίος επέμενε να παραδοθούν οι κασέτες στη δικαιοσύνη.
 
Στις 8 Αυγούστου 1974 ο Ρίτσαρντ Νίξον γίνεται ο πρώτος πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ που παραιτείται από το αξίωμά του. Ο αντιπρόεδρος Τζέραλντ Φορντ αναλαμβάνει τα ηνία της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Φορντ αργότερα απένειμε χάρη στον Νίξον μέσω επίσημης διακήρυξης για το σκάνδαλο, ενώ αξιοσημείωτο είναι πως την ημέρα που ανέλαβε τα καθήκοντά του δήλωσε πως: «Επιτέλους, ο εθνικός εφιάλτης έλαβε τέλος».
 

Watergate vol. 2(;)

 
Είναι ασφαλές επομένως το συμπέρασμα ότι και οι δύο πρόεδροι προχωρούν σε απολύσεις ατόμων όταν τρίζει η καρέκλα τους. Η λίστα της καρατόμησης υπαλλήλων και συνεργατών για τον Τραμπ δεν σταματά εδώ, καθώς:

Στις αρχές του 2017 ο Τραμπ απάλλαξε από τα καθήκοντά της την υπηρεσιακή υπουργό Δικαιοσύνης, Σάλι Γέιτς επειδή αμφισβήτησε το αντιμεταναστευτικό του διάταγμα, το οποίο αφορούσε την απαγόρευση της εισόδου στη χώρα από πολίτες μουσουλμανικών χωρών.


-Ο πρώην διευθυντής του FBI, Τζέιμς Κόμεϊ, απολύθηκε από τον Τραμπ τον Μάιο του 2017 με αφορμή τον τρόπο που χειρίστηκε την έρευνα σε βάρος της Χίλαρι Κλίντον για τη χρήση ενός ιδιωτικού διακομιστή για τα e-mails της, την εποχή που ήταν υπουργός Εξωτερικών.

 
Ωστόσο ο Τραμπ αργότερα παραδέχθηκε ότι απέλυσε τον Κόμεϊ λόγω της «υπόθεσης της Ρωσίας», αναφερόμενος στην έρευνα του FBI για το αν το προεκλογικό επιτελείο του συνέπραξε αθέμιτα με τη Μόσχα. Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει κατ' επανάληψη διαψεύσει ότι υπήρξε μια τέτοια συνεργασία και χαρακτηρίζει την έρευνα «κυνήγι μαγισσών».
 
Ο Μακέιμπ όσο και ο Κόμεϊ ισχυρίστηκαν ότι απολύθηκαν επειδή είναι ουσιώδεις μάρτυρες στην έρευνα που διεξάγει ο ειδικός εισαγγελέας Ρόμπερτ Μιούλερ για τη ρωσική ανάμιξη στις εκλογές του 2016.

-Στις αρχές του 2018 ο υπουργός Δικαιοσύνης Τζεφ Σέσιονς απέλυσε τον υποδιευθυντή του FBI Άντριου Μακέιμπ επειδή μια εσωτερική έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι διοχέτευε πληροφορίες σε δημοσιογράφους και παραπλανούσε τους ανακριτές για τις ενέργειές του.

-Τον Αύγουστο του 2018, ο πράκτορας Πίτερ Στροκ, υψηλόβαθμο στέλεχος του FBI, απολύθηκε γιατί κατά την προεκλογική περίοδο έστελνε μηνύματα με το κινητό στη σύντροφό του κατά του προέδρου Τραμπ. Ο Στροκ είχε μετάσχει στην έρευνα για την Κλίντον, και στη συνέχεια για λίγο στο επιτελείο του εισαγγελέα Μιούλερ που ερευνά πιθανή ρωσική εμπλοκή στις εκλογές.

 

Οι ηχογραφήσεις 

 
Έπειτα από έρευνα του FBI στο σπίτι και το γραφείο του πρώην δικηγόρου του Τραμπ, βρέθηκαν ηχογραφήσεις του Κοέν με τον Τραμπ στις οποίες συζητάνε την πληρωμή των δικαιωμάτων της ιστορίας του πρώην μοντέλου του Playboy. Οι ηχογραφήσεις αυτές έγιναν το Σεπτέμβριο του 2016, δύο μήνες πριν τις προεδρικές εκλογές, ενώ όπως αναφέρεται και παραπάνω η πρώην playmate πούλησε την ιστορία της στη σκανδαλοθηρική The National Enquirer έναντι 150.000 δολαρίων, όμως η ταμπλόιντ «έθαψε» το θέμα, μη δημοσιεύοντάς το.
 
Σύμφωνα με το δικηγόρο του Κοέν, ο πελάτης του ήθελε να γίνει η πληρωμή με νόμιμο τρόπο, ενώ ο Τραμπ πρότεινε να πληρωθεί η γυναίκα με μετρητά.

Τα τελευταία αυτά στοιχεία δείχνουν ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ γνώριζε για τις πληρωμές και αποδεικνύουν τη σχέση το μοντέλο, την οποίο ο Λευκός Οίκος είχε αρνηθεί πολλές φορές στο παρελθόν. Στην ηχογράφηση ακούγεται ο Κοέν να εξηγεί τα σχέδια του για μια εταιρία από την οποία θα αγοραστούν τα δικαιώματα της ιστορίας της Μακντούγκαλ.

 
Επί εποχές Νίξον δημοσιεύθηκε η κασέτα συνομιλίας του προέδρου με τον επικεφαλής του προσωπικού του Λευκού Οίκου, Μπομπ Χάλντερμαν, αφού προηγήθηκε εντολή κλήτευσης από την επιτροπή για τη διερεύνηση της υπόθεσης. Οι μαγνητοταινίες αποκάλυπταν ότι ο Νίξον, μόλις έξι μέρες μετά την διάρρηξη στο κτίριο Watergate, οργάνωνε ήδη με τους συνεργάτες του τη συγκάλυψη της υπόθεσης, δίνοντας εντολή στο FBI να μην συνεχίσει την έρευνα του.


 

Προχωράει η δίκη του Κοέν

 
Και ερχόμαστε στο σήμερα. Οι ομοσπονδιακές εισαγγελικές αρχές στα πλαίσια της έρευνας για τον πρώην δικηγόρο του Τραμπ έχουν δώσει ασυλία στον οικονομικό διευθυντή του ιδρύματος Τραμπ αλλά και σε δύο ακόμη στελέχη της American Media, η οποία είναι υπεύθυνη για την έκδοση του ταμπλόιντ National Enquirer (το περιοδικό της υπόθεσης Μακντούγκαλ), προκειμένου να καταθέσουν για την υπόθεση.
 
Από την πιο πρόσφατη κατάθεση του Κοέν, όπως αναφέρει η Wall Street Journal, προκύπτει ότι η προμήθεια ύψους 100.000 δολαρίων, που έλαβε ο Κόεν το 2014 και δεν δήλωσε στην εφορία, προήλθε από επιχείρηση ελεγχόμενη από μέλος της βασιλικής οικογένειας του Κατάρ.
 
Λίγο νωρίτερα, η WSJ είχε αποκαλύψει ότι ο Κόεν είχε βοηθήσει μεγάλο χρηματοδότη της ορκωμοσίας του Ντόναλντ Τραμπ να κλείσει συμφωνία επένδυσης σε σταθμό πυρηνικής ενέργειας με το κρατικό επενδυτικό ταμείο του Κατάρ.
 
Ο ξένος δάκτυλος υπήρχε και στο Watergate, με ένα ανορθόδοξο αλλά λειτουργικό τρόπο:
 
Σύμφωνα με τον Ηλία Δημητρακόπουλο, το 1968, μετά από εντολή του δικτάτορα Παπαδόπουλου, ο τότε υποδιοικητής της ΚΥΠ Μιχαήλ Ρουφογιάλης χρηματοδότησε τον προεκλογικό αγώνα του Νίξον με το ποσό των 549.000 δολαρίων. Τα χρήματα αυτά προέρχονταν από χορηγίες της CIA προς την ΚΥΠ και «ξεπλύθηκαν» στην Ελλάδα, μέσω του επιχειρηματία Τομ Πάπας, για να επιστρέψουν κατόπιν στην Αμερική.
 
Ο Έλληνας δημοσιογράφος Ηλίας Δημητρακόπουλος, αυτοεξόριστος τότε στην Ουάσινγκτον, ήλθε εις γνώσιν της συναλλαγής και επέδωσε αποδεικτικά στοιχεία στον επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας των δημοκρατικών.
 
«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι παράνομα χρηματικά ποσά εισήλθαν στη χώρα από την Ελλάδα» δηλώνει ο ιστορικός Στάνλεϊ Κάτλερ. «Είναι πολύ πιθανόν η διάρρηξη στα γραφεία των δημοκρατικών να πραγματοποιήθηκε για να πληροφορηθούν τι ακριβώς ήξεραν οι αντίπαλοί τους για τις παράνομες χορηγίες».
 
Το Watergate ήταν μία υπόθεση που συνολικά παραπέμφθηκαν σε δίκη 69 άτομα (με την πλειοψηφία να είναι κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης Νίξον) από τους οποίους 48 βρέθηκαν ένοχοι. Ο Τραμπ από τη μεριά του έχει να αντιμετωπίσει τις καταθέσεις του Κοέν αλλά και το Russiagate.

Έχει να αντιμετωπίσει τα αμερικανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης καθώς κατά καιρούς αναζωπυρώνει έναν άτυπο πόλεμο μαζι τους. Έχει πολλάκις κατηγορήσει τα ΜΜΕ για Fake News ενώ τα ψέμματα που έχει πει στους Αμερικανούς πολίτες ποικίλουν.

Ένα αφήγημα που ξεκινάει από το «δεν έχω καμία σχέση» στο «δεν γνώριζα» και καταλήγει στο «παραδέχομαι ότι έγινε» δείχνει τον τρόμο ενός προέδρου απέναντι σε θεσμούς και ΜΜΕ, την επιθυμία του να παραμείνει στην καρέκλα του Λευκού Οίκου πατώντας στα πτώματα συνεργατών του, αλλά και την αλαζονεία που μπορεί να δημιουργήσει η εξουσία. 
 

Ο Τραμπ παίζει το παιχνίδι της ζούγκλας του δημοσίου διαλόγου. Τι συμβαίνει; Ο Χάξλεϊ φοβόταν εκείνους που θα μας υπερπληροφορούσαν τόσο ώστε να καταντήσουμε πλάσματα παθητικά και εγωιστικά, σε αντίθεση με τον Όργουελ που φοβόταν εκείνους που θα μας στερούσαν την πληροφόρηση. Όταν ο ίδιος ο πρόεδρος μιλάει για τα του σκάνδαλου -τα εισάγει μερά με τη μέρα όλο και περισσότερο στο δημόσιο διάλογο- κινδυνεύει να γίνει γραφικός. Είναι εύλογο το ερώτημα λοιπόν, αν και τα σκάνδαλα του μπορούν να γίνουν γραφικά. Η κατρακύλα συνεχίζεται…