Του Παντελή Παντελόγλου
Φωτογραφίες: YVES MARCHAND AND ROMAIN MEFFRE

Η κυβέρνηση διαρρέει στον τύπο ότι μάλλον οι δημοτικές αστυνομίες της χώρας είναι υπό κατάργηση, οι εργαζόμενοι σ’ αυτές τίθενται σε διαθεσιμότητα και θα αξιολογηθούν εν καιρώ για να καταλήξουν, ορισμένοι απ’ αυτούς, στην τιμημένη Ελληνική Αστυνομία.

Ο Δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης εξανίσταται ότι είναι αδιανόητος ο περιορισμός αρμοδιοτήτων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και ότι «η Δημοτική Αστυνομία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη λειτουργία της πόλης». Ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης των Δήμων, δήμαρχος Καλλιθέας Κώστας Ασκούνης επικαλείται, τώρα, τη συνταγματική κατοχύρωση των αρμοδιοτήτων της Αυτοδιοίκησης (άρθρο 102 του Συντάγματος), σε ό,τι αφορά δε τις δημοτικές αστυνομίες, τα 28 χρόνια της ύπαρξής τους.

Η ΠΟΕ-ΟΤΑ ανακαλύπτει άλλη μια αιτία πολέμου, ετοιμάζοντας τον νιοστό ανένδοτο αγώνα των μνημονιακών χρόνων, από Δευτέρα όμως (σ’ αυτή την καθυστέρηση προφανώς αντιτίθενται οι άμεσα ενδιαφερόμενοι δημοτικοί αστυνομικοί, οι οποίοι κηρύσσουν άμεσα αποχή και συγκέντρωση διαμαρτυρίας το Σάββατο). Το γραφείο τύπου του ΣΥΡΙΖΑ καταδικάζει τη «μαύρη τρύπα» που έρχεται στις δημοτικές αστυνομίες, αυτές τις σημαντικές βακτηρίες για τον δοκιμαζόμενο πολίτη. Το Athens Indymedia τηρεί σιγή ιχθύος, αφήνοντας στην άκρη τον συνηθισμένο εργατισμό του, καθώς «οι μπάτσοι (κάθε είδους) είναι αδέλφια μας κι εμείς αδελφοκτόνοι». Ταυτόχρονα, ο πρώην πρόεδρος του ΔΣΑ Δημήτρης Παξινός δημοσιεύει στην Καθημερινή του Σαββάτου άρθρο με τίτλο «Οι “μπάτσοι”: δικά μας παιδιά είναι» (αναφερόμενος στα εκπαιδευόμενα όργανα της ΕΛ.ΑΣ. που συνάντησε σε μια από τις αστυνομικές σχολές και όχι στους δημοτικούς αστυνομικούς).

Κι εγώ, παραδόξως, σκέφτομαι τη μακρινή πολιτεία του Μίσιγκαν των ΗΠΑ και την πρωτεύουσά της, το πτωχευμένο Ντιτρόιτ.

Το Μίσιγκαν υπήρξε ιστορική έδρα των μεγάλων αμερικανικών αυτοκινητοβιομηχανιών, όπως η Ford, η Chrysler και η General Motors. Η πόλη του Ντιτρόιτ απέκτησε γι’ αυτό τον λόγο το παρατσούκλι «Motor City». Σήμερα, είναι μια πρώην βιομηχανική πόλη, που έχει χάσει το 60% του πληθυσμού της τα τελευταία 60 χρόνια (από 1,8 εκατ. το 1950, 720 χιλιάδες το 2010). Ήταν μια επώδυνη διαδικασία που ξεκίνησε με την απομάκρυνση των λευκών προς τα προάστια, την ίδια ώρα που οι παραδοσιακές βιομηχανίες της περιοχής έκλειναν ή μεταφέρονταν σε μέρη με μικρότερα μεροκάματα. Στο ίδιο αυτό διάστημα, η συμμετοχή των μαύρων στον πληθυσμό της πόλης αυξήθηκε από 16% σε 83%. Ενδιαφέρον είναι ότι η ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή του Ντιτρόιτ όπου συμπεριλαμβάνεται και η πόλη, έχει αυξήσει τον πληθυσμό της κατά ένα περίπου εκατομμύριο στα ίδια εξήντα χρόνια, σε περίπου 4,2 εκατομμύρια κατοίκους. Σήμερα, οι μισές περιοχές κατοικίας της πόλης του Ντιτρόιτ είναι εγκαταλελειμμένες: 70.000 εγκαταλελειμμένα κτίσματα, 31.000 άδεια σπίτια, 90.000 άδεια οικόπεδα περιγράφουν μια μετααποκαλυπτική εικόνα της οικονομικής δραστηριότητας ως προϋπόθεσης ύπαρξης του αστικού ιστού. Επρόκειτο φυσικά για μια πολύπλοκη διαδικασία με πολλές παραμέτρους, την οποία δεν γίνεται να αναλύσουμε εδώ – εξάλλου το έχουν κάνει πολλοί και κατά πολύ αρμοδιότεροι από εμάς, εδώ και δεκαετίες.

Η εγκατάλειψη της πόλης του Ντιτρόιτ δημιούργησε μερικά ανυπέρβλητα προβλήματα στον δήμο της πόλης, με κύριο το πρόβλημα της αναντιστοιχίας των φορολογικών εσόδων με το κόστος των βασικών και ανταποδοτικών υπηρεσιών που θα έπρεπε να προσφέρει στους κατοίκους του σε όλη την έκτασή του. Η πολιτική που προώθησε ο νυν δήμαρχος Ντέιβ Μπινγκ από το 2009 που εκλέχτηκε, ήταν «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι», δηλαδή  σμίκρυνση της πόλης. Θέλησε να δημιουργήσει κίνητρα μετεγκατάστασης των πολιτών από ορισμένες περιοχές· ή μάλλον να δημιουργήσει αντικίνητρα διαμονής, αφού προώθησε το κόψιμο των βασικών κοινωνικών και ανταποδοτικών υπηρεσιών στις περιοχές που ήθελε ν’ αδειάσει. Το δίλημμα για τον δοκιμαζόμενο κάτοικο ήταν απλό: Αν μείνεις εκεί που είσαι, δε θα μπορείς να στέλνεις τα παιδιά σου σχολείο, δε θα έχεις νερό, φυσικό αέριο, δημοτικό φωτισμό, ρεύμα, αστυνομία και πυροσβεστική, δημόσιες συγκοινωνίες, πρόσβαση σε δημόσια υγεία, ούτε θα σου μαζεύουμε τα σκουπίδια – και πιθανόν, μια μέρα, κάποιος να ισοπεδώσει το πλήρως απαξιωμένο σπίτι σου για να αγοράσει, κοψοχρονιά, ό,τι τραβάει η όρεξή του από τις χειμαζόμενες εκτάσεις για να τις αξιοποιήσει σε άλλες χρήσεις. Ωστόσο, σε μια πόλη που το 32,3% των κατοίκων (53,6% των νέων κάτω των 18) έχουν εισόδημα κάτω απ’ το ομοσπονδιακό όριο της φτώχειας και που το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι μόλις 14.118 δολάρια ετησίως (Κατά κεφαλήν εισόδημα ΗΠΑ 2012: περίπου 49 χιλιάδες δολάρια), το να μαζέψεις τα μπογαλάκια σου και να μετακομίσεις στη γειτονιά που θα έχει ρεύμα και νερό, μπορεί να μην είναι τόσο απλή υπόθεση.

Οι στοχεύσεις και τα επιτεύγματα του δημάρχου του μακρινού Ντιτρόιτ Ντέιβ Μπινγκ κατά τη διάρκεια της θητείας του θυμίζουν πολλά από το παρόν και το μέλλον μας: μειώσεις μισθών κατά 10%, θέσπιση 12ωρης βάρδιας στην αστυνομία (άρα κατάργηση των υπερωριών), μείωση συντάξεων και παροχών υγείας, υψηλότερα έσοδα από φόρους, στόχοι καταπολέμησης της συσσωρευμένης φοροδιαφυγής, περισσότεροι αστυνομικοί στο δρόμο για εμπέδωση του αισθήματος της ασφάλειας, χρηματοδότηση των ψυχαγωγικών-πολιτιστικών δραστηριοτήτων από ιδιώτες και μείωση του αντίστοιχου δημοτικού προϋπολογισμού κατά 43%, κίνητρα για επενδύσεις στο κέντρο της πόλης («τώρα που οι τιμές της γης δεν πηγαίνουν πιο κάτω») κλπ.

Το κάπως απεγνωσμένο πρόγραμμα του δημάρχου (έχει ενδιαφέρον ν’ αναζητήσει κανείς βίντεο διαφόρων συνεντεύξεών του στο διαδίκτυο), όχι μόνο δεν ευοδώθηκε, αλλά κατέληξε προ ολίγων μηνών στον ορισμό οικονομικού γκαουλάιτερ επόπτη από την πολιτεία του Μίσιγκαν, επειδή ο δήμος ήταν χρεωμένος και αδυνατούσε ν’ αποπληρώσει τα δάνειά του. Σήμερα, ο δήμος του Ντιτρόιτ βρίσκεται υπό «μνημονιακό καθεστώς», για να το πούμε στα ελληνικά.

Προς τι αυτό το νοερό ταξίδι προς τον αμερικανικό βορρά; Μα νομίζω ότι γίνεται προφανές αν ξαναδιαβάσει κανείς τις διάφορες θέσεις που εκφράστηκαν εδώ για το ζήτημα των δημοτικών αστυνομιών στο φως της έστω αδρής περιγραφής μας του πρόσφατου δράματος του Ντιτρόιτ: οι παράγοντες της δημόσιας ζωής, και μάλιστα οι κριτικοί προς τις κυβερνητικές αποφάσεις αρνούνται ή αδυνατούν να δουν τη μεγαλύτερη εικόνα των προβλημάτων ή, αν τη βλέπουν, προτιμούν να μην την πουν στην ταραγμένη κοινή γνώμη. Σε όλες τις περιπτώσεις, τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς – διότι ο συρμός των εξελίξεων δεν θα φρενάρει όταν τους συναντήσει να περνούν αφύλαχτες διαβάσεις.

ΥΓ. Η υπόθεση των δημοτικών αστυνομιών και της μετατροπής τους σε «Σώμα» δεν είναι καινούργια και έχει άλλη μια πτυχή, της οποίας το κουβάρι μπορεί κανείς ν’ αρχίσει να ξετυλίγει από εδώ. Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος, που έλεγε και ο ποιητής…