Την διάλυση του αποφάσισε σήμερα το απόγευμα, επί της αρχής, το Ισραηλινό Κοινοβούλιο (Κνεσέτ), με ψήφους 61 έναντι 54, ανοίγοντας το δρόμο για την τέταρτη εκλογική αναμέτρηση στη χώρα μέσα σε δύο χρόνια. Την πρόταση διάλυσης ψήφισε και το κόμμα του υπουργού Αμύνης, Μπένου Γκαντζ, που στήριζε μέχρι σήμερα την κυβέρνηση Νετανιάχου. Ως κύριος λόγος της διάλυσης της Κνεσέτ αναφέρεται, σε πολλά μέσα, η αδυναμία των κομμάτων να συμφωνήσουν στον προϋπολογισμό, όμως η επτάμηνη συνεργασία των Νετανιάχου – Γκαντζ ήταν προβληματική εξ αρχής, και οι αμερικάνικες εκλογές έχουν παίξει μεγάλο ρόλο στην προσφυγή σε νέες πρόωρες εκλογές. 

Τα μηνύματα και των δύο ηγετών της συγκυβέρνησης, πριν την ψηφοφορία, ήταν ενδεικτικά της πολεμικής κατάστασης που επικρατεί μεταξύ τους. Ο Γκάντζ αποκάλεσε ψεύτη τον Νετανιάχου που «δεν ψεύδεται» μόνο στον ίδιο αλλά «σε όλους τους πολίτες του Ισραήλ» και «αντί για προϋπολογισμό επιδίδεται σε οικονομική τρομοκρατία». Ενωτικός και πατρικός, όπως ταιριάζει στο ύφος προεκλογικού αγώνα στον οποίο ήδη επιδίδεται εμφανίστηκε ο Νετανιάχου, που μπορεί να είπε ότι «δεν είναι καιρός για εκλογές», αλλά ήδη ξεκίνησε την εκστρατεία του, αν και η αναμέτρηση λογικά τοποθετείται μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου. Όπως σημειώνουν αναλυτές, οι πράξεις του δείχνουν το αντίθετο από τους λόγους του, για ακόμη μια φορά. 

Το θέμα που οδηγεί στη διάλυση της Κνεσέτ δεν είναι ο προϋπολογισμός, όσο και αν επικρατεί στην εσωτερική πολιτική σκηνή, μαζί με τα σκάνδαλα Νετανιάχου και την αδυναμία της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την πανδημία – από την οποία ο Γκάντζ προσπαθεί να αποσυνδεθεί. 

Την 6η Νοεμβρίου 2020, τρεις μόλις ημέρες μετά τις εκλογές στις ΗΠΑ και με εμφανή την ήττα Τραμπ, ο Τζαμάλ Ζαχάλκα, Παλαιστίνιος, μέλος του Εβραϊκού Κοινοβουλίου (Κνεσέτ) με το αραβικό κόμμα Μπαλάντ, έγραφε στο Middle East Eye ότι έρχονται εκλογές στο Ισραήλ, και σύντομα. Προέβλεπε, μάλιστα, ότι «η τέταρτη εκλογική αναμέτρηση μέσα σε δύο χρόνια θα φέρει στην εξουσία μια ακόμη πιο εξτρεμιστική κυβέρνηση», και καλούσε τους Παλαιστίνιους να «εγκαταλείψουν την πολιτική της αναμονής». 

Εκεί αναφερόταν αναλυτικά και γιατί η διεξαγωγή ή όχι εκλογών, και σύντομα, θα καθοριζόταν από το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών. «Ο πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου θα επιδιώξει εκλογές εάν ο Ντόναλντ Τραμπ παραμείνει πρόεδρος, ο υπουργός Αμύνης, Μπέννυ Γκάντζ θα τις επιδιώξει άμεσα αν εκλεγεί ο Τζο Μπάιντεν». 

Ως γνωστόν, εξελέγη ο Τζο Μπάιντεν. Και δεν αποτελεί έκπληξη για κανέναν το γεγονός ότι ο Γκάντζ αποφασίζει τώρα να διαλύσει την άβολη και προβληματική επτάμηνη συμμαχία του με τον Μπίμπι Νετανιάχου. Δεν αποτελούν έκπληξη ούτε καν για τον ίδιο το Νετανιάχου. Οι κινήσεις του, από τα μέσα Νοεμβρίου, δείχνουν πόσο καλά γνώριζε τι θα συμβεί. Οι χθεσινοί Φαϊνάνσιαλ Τάιμς αποδίδουν ακριβώς σε αυτήν την άτυπη έναρξη της προεκλογικής περιόδου και την επίσκεψη Πομπέο στα κατεχόμενα και την δική του στη Σαουδική Αραβία, όσο και τη δολοφονία του πυρηνικού επιστήμονα στο Ιράν. «Οι τελευταίες δύο εβδομάδες, σύμφωνα με τους αναλυτές της πολιτικής στο Ισραήλ, αποτελούν την έναρξη της ανεπίσημης προεκλογική του εκστρατείας», γράφει συγκεκριμένα. 

Εκεί εντάσσεται και η, εντυπωσιακή για το Ισραηλινό κοινό, επιχείρηση της δολοφονίας του επικεφαλής του τμήματος Έρευνας και Καινοτομίας του υπουργείου Αμύνης του Ιράν, Μοχσέν Φαχριζαντέχ, λίγο έξω από την Τεχεράνη. Ήταν «δολοφονία – μήνυμα», λέει στην εφημερίδα η Ισραηλινή οργανώτρια προεκλογικών εκστρατειών, Ντάλια Σλέιντλιν. «Και το μήνυμα είναι προς δύο κατευθύνσεις. Το ένα είναι ο Τζο Μπάιντεν και το άλλο προς το Ισραηλινό κοινό: ‘είμαι ο μόνος που μπορεί να σας κρατήσει ασφαλείς, είναι ο μόνος που έχει το κουράγιο να κάνει ότι κι αν χρειαστεί». 

Αξίζει εδώ να προσθέσουμε ό,τι δύο από αυτές τις κινήσεις, η επίσκεψη στη Σαουδική Αραβία και η δολοφονία στο Ιράν, είχαν κρατηθεί κρυφές από τον υπουργό Άμυνας της χώρας, το Γκάντζ – ο προεκλογικός τους χαρακτήρας είναι εμφανής και γι’ αυτό. 

Στο άρθρο της 6ης Νοεμβρίου, ο Παλαιστίνιος βουλευτής του Ισραήλ έγραφε επίσης ότι «ξέρουμε ήδη ότι το αποτέλεσμα [των εκλογών] θα είναι μια δεξιά νίκη και ο σχηματισμός μιας πιο ακραίας και ρατσιστικής κυβέρνησης». Κι αυτό γιατί, η εξαφάνιση της Ισραηλινής αριστεράς έχει αφήσει τον ανταγωνισμό για την εξουσία μεταξύ δεξιάς και άκρας δεξιάς, μεταξύ Νετανιάχου και Ναφτάλι Μπένετ, της συμμαχίας Γιαμίνα, υπουργού Άμυνας πριν τον Γκάντζ και κατά την περίοδο της δολοφονίας Σολεϊμανί. 

Η Ντάλια Σλέιντίν καταλήγει, και εκείνη, στο ίδιο συμπέρασμα: το πιθανότερο είναι να προκύψει μια πιο σκληρή, δεξιά κυβερνητική συμμαχία. Με πρωθυπουργό και πάλι το Μπίμπι. «Ο Νετανιάχου θριαμβεύει όποτε επικρατεί χάος και δυσλειτουργία. Η υπόσχεση του στους ψηφοφόρους είναι ‘είμαι ο μόνος που μπορεί να σας βγάλει από αυτά’. Ειδικά σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Δεν θεωρούν ότι έχει μια συγκροτημένη εξωτερική πολιτική. Αλλά, θεωρούν ότι είναι ο ικανότερος στη διαχείρηση των διεθνών σχέσεων του Ίσραήλ». 

Και γι’ αυτό ακριβώς είναι ανησυχητική η είσοδος σε προεκλογική περίοδο στο Ισραήλ, υπό το Νετανιάχου, με 50 μέρες Τραμπ ακόμη στο Λευκό Οίκο. Η αποτυχία της αντιμετώπισης της πανδημίας και τα γνωστά σκάνδαλα στα οποία εμπλέκεται και για τα οποία πρέπει να παρουσιαστεί στον εισαγγελέα το Φεβρουάριο, υποχρεώνουν το Νετανιάχου να στραφεί ακριβώς στην εξωτερική πολιτική και να τονίσει εκεί τις «ικανότητές» του. Είτε προωθώντας κάποια ακόμη συμφωνία με αραβική χώρα, είτε καταφεύγοντας σε κάποια ακόμη εντυπωσιακή για το ακροατήριό του κίνηση, ειδικά τις τελευταίες ημέρες της θητείας Τραμπ.