Η Ελλάδα δεν θα αποπληρώσει ποτέ το χρέος της. Παρότι το βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους έχει μειωθεί, οι άλλες κυβερνήσεις των χωρών της ΕΕ αποφάσισαν τελικά να σώσουν τις ιδιωτικές τράπεζες και να αναλάβουν χρέος: το χρέος θα έπρεπε να αναδιαρθρωθεί ουσιαστικά και η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να ξαναξεκινήσει τις προσπάθειες να κηρυχθεί ένα μέρος του χρέους επαχθές.

Στο μεταξύ οι βορειοευρωπαϊκές εταιρείες, των οποίων οι κυβερνήσεις απαίτησαν τις ιδιωτικοποιήσεις, μαζεύονται πάνω από τα βασικά περιουσιακά στοιχεία της Ελλάδας. Έρχεται χρήμα από την Κίνα, τη Ρωσία και άλλες χώρες με χαλαρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο, και όχι πάντοτε από διαφανή κανάλια.

Την ίδια στιγμή, τα περισσότερα από τα παλιά προβλήματα παραμένουν. Το ερώτημα αν η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει νικήσει αντιστεκόμενη στην Τρόικα τον Ιούνιο του 2015 στοιχειώνει όλους εμάς που καλύψαμε αλλά και ενστερνιστήκαμε την προσπάθεια να διαρραγεί το ασφυκτικό νεοφιλελεύθερο πλαίσιο. Η απάντηση πάντοτε εξαρτιόταν από το αν υπήρχαν αρκετοί στην κοινωνία των πολιτών στην Ελλάδα που θα ήταν διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν το χάος, την εμφύλια διαμάχη και την εθνική χρεοκοπία, προκειμένου να αντισταθούν στην Τρόικα.

Τη βραδιά που ο Αλέξης Τσίπρας μίλησε στο συγκεντρωμένο πλήθος στο Σύνταγμα πίστευα ότι υπήρχαν. Αργότερα έγινε σαφές ότι ακόμη και μερικοί από τους πιο σκληρούς ακτιβιστές δεν ήταν διατεθειμένοι να ρισκάρουν τα πάντα.

Το μεγαλύτερο λάθος βαραίνει απολύτως την πλευρά του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Θα πρέπει να βαραίνει επίσης και την πολιτική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν κατάφερε να εξηγήσει τη στρατηγική της στον ελληνικό λαό παρά μόνο όταν ήταν ήδη πολύ αργά, απέτυχε να οικοδομήσει ένα κίνημα μέσα στην κοινωνία των πολιτών και ανεξήγητα δεν μπόρεσε να απομακρύνει ανθρώπους της Τρόικας που βρίσκονταν σε θέσεις-κλειδιά στην ελληνική κυβέρνηση.

Όσον αφορά το ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να έχει παραμείνει στην εξουσία ή να την επιστρέψει στους ολιγάρχες ή τους ανίκανους της ΝΔ: Στο κλίμα των αλληλοκατηγοριών το 2015-2016  είναι σαφές για μένα ότι η νεοφιλελεύθερη δεξιά στην Ελλάδα 1) θα προσπαθούσε να φυλακίσει σημαντικούς πολιτικούς της Αριστεράς β) θα κατεδίωκε αμείλικτα την ευρύτερη Αριστερά στην κοινωνία των πολιτών και γ) θα υιοθετούσε στο θέμα των προσφύγων που κατέφθαναν από τη Συρία την πολιτική που εφαρμόζει ο Ματέο Σαλβίνι στην Ιταλία. Πιστεύω ότι αυτή η συνειδητοποίηση έσπρωξε τον κόσμο ξανά στη συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛΛ τον Σεπτέμβριο του 2015.

Παραμένοντας όμως στην εξουσία, χρησιμοποιώντας αυτό που η βρετανική Αριστερά αποκαλεί «χτυπημένη ασπίδα» (Σ.τ.Μ.: που είναι καλύτερη από το να μην έχει κανείς καμία ασπίδα) ενάντια στις επιθέσεις του διεθνούς κεφαλαίου, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αδειάσει ως κίνημα. Επίσης, όπως έδειξε η πυρκαγιά στο Μάτι, δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της συστημικής διαφθοράς, της έλλειψης σχεδιασμού και της προχειρότητας που ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία.

Κοιτώντας αναδρομικά, η ελληνική κρίση του 2015 ήταν η πρώτη από μια σειρά από ρωγμές που έχουν ανοίξει στην παγκόσμια τάξη. Η εισροή των προσφύγων δημιούργησε εντάσεις μέσα στην Ευρώπη που θα μπορούσαν, ακόμη και τώρα, να σπρώξουν τη γερμανική πολιτική αποφασιστικά προς τα Δεξιά, όπως έχει γίνει στην Αυστρία. Λίγο αργότερα ακολούθησαν το Brexit και μετά ο Trump. Ο Trump, στη συνέχεια, έχει επέμβει με οδοστρωτήρα στην τάξη που στηριζόταν σε αμοιβαίες συμφωνίες.

Όσο ο ελληνικός λαός ασχολιόταν και ήταν απορροφημένος από τη χειρότερη ανθρωπογενή ύφεση στη σύγχρονη οικονομική ιστορία, ο κόσμος έχει αλλάξει δραματικά. Η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα σε δύο γεωπολιτικά μέτωπα: ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και τη Ρωσία, και ανάμεσα στην παρανοϊκή αυταρχική πολιτική του Ερντογάν και τον υπόλοιπο κόσμο.

Όπως έχει φανεί από τα πρόσφατα γεγονότα, αυτό ενδέχεται να είναι στρατηγικά πιο επικίνδυνο από την κρίση του 2015. Οι κεντρόφυγες δυνάμεις στο εσωτερικό της ΕΕ είναι τόσο ισχυρές που δεν πιστεύω ότι αυτή θα επιβιώσει με τη σημερινή της μορφή. Δεν πρόκειται πια για ένα πρόβλημα του ευρώ και των αδυναμιών στη δόμησή του. O Trump θέλει να μετατρέψει την ΕΕ σε πλάκες πεζοδρομίου με χωρίσματα, για να παίζουν κουτσό με τον Πούτιν: όσο περισσότερα τα χωρίσματα, τόσο καλύτερα.

Ένα από τα πιο σημαντικά ερωτήματα για την ελληνική Αριστερά, λοιπόν, όπως εξελίσσονται τα πράγματα, είναι μια ειλικρινής αποτίμηση των συμβιβασμών που χρειάζεται να αποδεχθεί προκειμένου να παραμείνει στην ΕΕ. Η έξοδος, πιστεύω, είναι τώρα πολύ πιο επικίνδυνη από ό,τι θα ήταν την άνοιξη ή το καλοκαίρι του 2015.

Στο μεταξύ η Αριστερά και τα προοδευτικά κινήματα διεθνώς έχουν περάσει από μεγαλύτερες αλλαγές. Ο οριζόντιος ακτιβισμός του 2011 έχει μεταφερθεί τώρα στην εκστρατεία του Bernie Sanders, το κίνημα του Corbyn στην Αγγλία, και γενικά προσπαθεί να ανανεώσει και να ενώσει κόμματα της Αριστεράς σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο.

Ενόσω η ελληνική Αριστερά μάθαινε πόσο οδυνηρό μπορεί να είναι να κατέχεις την εξουσία, η υπόλοιπη Αριστερά στην υφήλιο μάθαινε να αποζητεί την κρατική εξουσία. Διότι – όπως μας δείχνει ο Trump, η ανάδυση ενός ξενοφοβικού συντηρητισμού γύρω από την Theresa May και τον Boris Johnson, και η στροφή των αυστριακών συντηρητικών σε μια συμμαχία με τον νεοφασισμό – χωρίς την κρατική εξουσία, ανοίγει ο δρόμος στους αυταρχικούς, εθνικιστές δεξιούς για να δολοφονήσουν τη δημοκρατία.

Η απειλή μιας συμμαχίας ανάμεσα στον φασισμό και τον δεξιόστροφο αστικό συντηρητισμό εντείνεται σε πολλές αναπτυγμένες χώρες και – όποια κι αν είναι τα λάθη και οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί μεταξύ των κινημάτων του δρόμου – η ριζοσπαστική Αριστερά και η κεντροαριστερά πρέπει να ενωθούν για να την πολεμήσουν.

Ο Paul Mason είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Έχει διατελέσει οικονομικός συντάκτης στο Channel 4 και στο BBC.