Στις 26/2/1999 υπογράφεται μεταξύ του Ι. Σμπώκου, νομίμως εξουσιοδοτηθέντος από τον τότε Υπουργό Εθνικής Άμυνας, Α. Τσοχατζόπουλο και του Mikhail Vorobiev, νομίμου εκπροσώπου της ρωσικής εταιρείας «Joint Stock Corporation Industrial Company 'Concern ΆΝΤΕΥ', σύμβαση για 21 αυτοκινούμενα ερπυστριοφόρα αντιαεροπορικά συστήματα μικρού βεληνεκούς τύπου TOR-ΜΙ, ρωσικής προέλευσης, καθώς και για ανταλλακτικά και υπηρεσίες, με δικαίωμα προαίρεσης για την επιπλέον προμήθεια ακόμη 29 συστημάτων και υπηρεσιών.
 
 Η ανάθεση έγινε απευθείας στη ρωσική εταιρεία, ενώ επιτροπές ήδη από τον Οκτώβριο του 1997 με εισηγήσεις τους είχαν επισημάνει πως  το οπλικό σύστημα TOR-M1 «δεν είχε τη δυνατότητα διαλειτουργικότητας και διασύνδεσης στο ενοποιημένο σύστημα αεράμυνας της χώρας», δεν πληρούσε τα απαιτούμενα βασικά τεχνικά και επιχειρησιακά χαρακτηριστικά και ως εκ τούτου δεν έπρεπε να αξιολογηθεί καθόλου. Στις 6/3/1998 είχε εγκριθεί μάλιστα η προμήθεια 21 καναδικών πυραυλικών συστημάτων τύπου ADATS, αλλά μέχρι τον Οκτώβριο παρέμενε ανοιχτή η διαδικασία υποβολής προσφορών και εκτίμησής τους από επιτροπές που είχε συστήσει ο Α. Τσοχατζόπουλος.
 
Η κύρια σύμβαση συνοδεύτηκε από συμφωνίες Αντισταθμιστικών Ωφελημάτων, που αφορούν παροχές που δεσμεύεται να παρέχει η προμηθεύτρια εταιρεία σε μια σύμβαση αμυντικής προμήθειας. Σε αυτή την περίπτωση ωστόσο ο διακανονισμός έγινε με δυσμενείς όρους για το ελληνικό δημόσιο, ενώ μέχρι σήμερα η προμηθεύτρια εταιρεία (ιδιοκτησίας της ρωσικής κυβέρνησης) δεν έχει τηρήσει όλες τις υποχρεώσεις της. Στην συμφωνία συμπεριελήφθη όρος για την προκαταβολή ύψους 40% της πιστωτικής αξίας των προγραμμάτων (χωρίς αυτά να έχουν υλοποιηθεί) από το ελληνικό δημόσιο, ενώ η ρωσική εταιρεία αρνήθηκε να καταθέσει αμετάκλητη εγγυητική επιστολή από τράπεζα με υποκατάστημα στην Ελλάδα (όπως απαιτείται ως εγγύηση). Η λύση που έγινε αποδεκτή από τα δύο μέρη ήταν εκείνη της κρατικής εγγύησης της ρωσικής κυβέρνησης, η οποία όμως δεν ήταν δεσμευτική και δεν διασφάλιζε τα συμφέροντα της ελληνικής πλευράς, σε περίπτωση μη καλής εκπλήρωσης της σύμβασης. Σύμφωνα μάλιστα με τα όσα κατέθεσε ο Ι. Σμπώκος στην Προανακριτική της Βουλής για τα TOR-M1, την απόφαση αυτή έλαβε ο Α. Τσοχατζόπουλος.
 
Οι εισαγγελείς στο πόρισμά τους επισημαίνουν πως τόσο η κύρια σύμβαση, όσο και εκείνη που αφορά τα αντισταθμιστικά οφέλη «δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν αν δεν καταβάλλονταν πρωτίστως στον πρώην υπουργό εθνικής άμυνας ως αντάλλαγμα σημαντικά χρηματικά ποσά». Και πράγματι τα στοιχεία δείχνουν να το επιβεβαιώνουν.
 
Στις 17/8/1998 συστήνεται με εντολή της Drumilan International Ltd. η θυγατρική Drumilan International (Hellas), η οποία και εγκρίνεται από τα δύο μέρη για τη διαχείριση των ΑΩ, χωρίς να πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις. Στις 2/6/2000 συστήνεται και η Drumilan Offset Programme Ltd. στην Κύπρο, με διευθυντή τον Fouad Al Zayat, Πορτογάλο κάτοικο Κύπρου, ο οποίος εμφανίζεται ως πρόεδρος και της ελληνικής θυγατρικής από τις 30/6/2000. Στις 18/7/2000 ο Vorobiev και ο Al Zayat συμφωνούν να αναλάβει παρατύπως η Drumilan Offset Programme Ltd. την συμφωνία με το ΥΠΕΘΑ για τα προγράμματα ΑΩ. Μέσω αυτής φέρεται να διακινήθηκε το μαύρο χρήμα των TOR-M1, που κατέληξε σε λογαριασμό της offshore Bluebell στην Ελβετία, εταιρεία  που οι δικαστικές αρχές συνδέουν με τον Άκη Τσοχατζόπουλο.
 
Στις 27/9/2000 κατατίθενται 21.081.667$ από την ρωσική ΑΝΤΕΥ σε λογαριασμό της Drumilan Offset Programme Ltd., από όπου στην συνέχεια εμβάζονται με εντολή του Al Zayat μεγάλα ποσά σε διάφορους λογαριασμούς. Τον Νοέμβριο του 2000 η ΑΝΤΕΥ καταθέτει ακόμη 4 εκατ.$ σε λογαριασμό στην Credit Agricole Indosueze, που φέρεται να ανήκει στον πορτογάλο επιχειρηματία. Ο Fouad Al Zayat με τη σειρά του χρεώνει προσωπικό λογαριασμό του με έξι επιταγές συνολικής αξίας 16.202.000 ελβετικά φράγκα, που προορίζονται για την offshore Bluebell. Ισάριθμες και ισόποσες επιταγές εκδίδονται για την P&A Investments. Και οι δύο οffshore φέρεται να είναι συμφερόντων του πρώην υπουργού.
 
Να σημειωθεί ότι στις 28/5/1998 συγκροτείται η πρώτη από τις επιτροπές εκτίμησης για τις προσφορές  σχετικά με τα οπλικά συστήματα, ενώ στις 30/6/1998 έχει ξεκινήσει η διακίνηση των παράνομων πληρωμών. Ο Άκης Τσοχατζόπουλος αρχίζει να λαμβάνει χρήματα, και σε αυτή την περίπτωση, πριν την υπογραφή των συμφωνιών, ενώ το χρονικό διάστημα των πληρωμών συμπίπτει με την εκταμίευση ποσού για την αγορά ακινήτου στην Δεινοκράτους, που μεταβιβάστηκε στην κόρη του, Αρετή.
 
Το Πόρισμα του Συμβουλίου Εφετών περιλαμβάνει νέα στοιχεία για την υπόθεση, που καταδεικνύουν περαιτέρω διακίνηση μαύρου χρήματος και μάλιστα ήδη από το 1997, που ξεπερνά τα 150.000.000δρχ. Στο πόρισμα αυτό, γίνεται ακόμη λόγος και για καταθέσεις πολλών εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ, κατ’εντολή του Ν. Ζήγρα και για λογαριασμό του πρώην υπουργού, σε τραπεζικό λογαριασμό της Morelia στην ελβετική Credit Lyonnais από το  1999 έως και το 2005, ποσά που αποτελούσαν ωφελήματα τόσο από τη ρωσική ΑΝΤΕΥ όσο και από την γερμανική Ferrostaal.