Την μείωση των κόκκινων δανείων των ελληνικών τραπεζών κατά 32 δισ. ευρώ από τον Μάρτιο του 2016 έως και τα μέσα του 2019 υπογραμμίζει σε δημοσίευμά του το Αθηναϊκού Πρακτορείου, που τα υπολογίζει σήμερα στα 75 δισ. ευρώ. Στο δημοσίευμα περιλαμβάνονται οι εκτιμήσεις μίας σειράς υψηλών αξιωματούχων όπως ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ και του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννη Στουρνάρα, που δίνουν μεν τα εύσημα για το παραπάνω επίτευγμα των ελληνικών τραπεζών, ωστόσο περιγράφουν πως πρόκειται μόνον για την αρχή, αλλά και το υπουργείο Οικονομικών που προτάσσει την εφαρμογή των σχεδιασμών αυτών με στόχο την αύξηση των δυνατοτήτων δανειοδοτήσεων από τις τράπεζες.

Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του υπουργείου, το σχέδιο Ηρακλής «αποτελεί μία συστημική λύση εμβέλειας για τη ριζική αντιμετώπιση των “κόκκινων” δανείων που θα μειώσει τον όγκο τους, ο οποίος στερούσε τη ρευστότητα από την αγορά. Είναι μία λύση που στηρίζεται στην αγορά γιατί αντλεί τα κεφάλαια από τους επενδυτές και δεν επιβαρύνει τον Έλληνα φορολογούμενο και τον κρατικό προϋπολογισμό. Το σχέδιο Ηρακλής, τόνισε το υπουργείο με αφορμή την έγκριση του από την ΕΕ, έγινε δυνατό χάρη στην κυβερνητική αλλαγή, η οποία δημιούργησε τις ευνοϊκές συνθήκες φθηνού δανεισμού με χαμηλά έως αρνητικά επιτόκια, όπως έδειξε η έκδοση των τρίμηνων εντόκων γραμματίων του δημοσίου».

Στην ίδια ανακοίνωση, το υπουργείο Οικονομικών υποστηρίζει πως συγκεκριμένο σχέδιο είναι ελκυστικό για τους επενδυτές, γιατί προσφέρει ομόλογα με θετικές αποδόσεις σε μία εποχή αρνητικών επιτοκίων. Προσφέρει έναν καινοτόμο μηχανισμό, καθώς για πρώτη φορά στην Ευρωζώνη μία χώρα που δεν διαθέτει επενδυτική βαθμίδα, θα έχει πρόσβαση στις αγορές για να μπορέσει να εξαλείψει το πρόβλημα των κόκκινων δανείων. Αποτελεί το πρώτο μέρος της ευρύτερης κυβερνητικής στρατηγικής για την ανάπτυξη και τη δημιουργία καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας. Χάρη στο σχέδιο αυτό, οι τράπεζες θα μπορέσουν να εξυγιάνουν γρήγορα τους ισολογισμούς τους και να στραφούν στον πραγματικό τους ρόλο, που είναι η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Η υλοποίηση του σχεδίου θα επιτρέψει στους πολίτες, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αποκτήσουν πρόσβαση στο φθηνό τραπεζικό δανεισμό».

Από την πλευρά του, ο υφυπουργός Οικονομικών και αρμόδιος για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, Γιώργος Ζαββός του οποίου την υπογραφή φέρει το «σχέδιο Ηρακλής», υποστηρίζει πως το σχέδιο δεν επιβαρύνει καθόλου τους φορολογούμενους και καλεί τις τράπεζες να συμμετάσχουν. Μάλιστα, ο ίδιος δήλωσε πως «η κυβέρνηση έχει κάνει το χρέος της, καιρός είναι να κάνουν και οι τράπεζες το δικό τους επιταχύνοντας τις τιτλοποιήσεις των “κόκκινων” δανείων».

Ρέγκλινγκ και Στουρνάρας δείχνουν πως «τώρα αρχίζουμε»

Στις δηλώσεις του Κλ. Ρέγκλινγκ του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, που περιλαμβάνονται στο ίδιο δημοσίευμα, υπογραμμίζεται πως σε κάθε περίπτωση «η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει όσο το δυνατό πιο γρήγορα». Ο Γερμανός, παρότι αναγνωρίζει πως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν μειωθεί κατά πολύ στην Ελλάδα, τονίζει πως το ποσοστό τους ήταν έτσι κι αλλιώς υπερβολικά υψηλό, οπότε θα πρέπει να συνεχιστεί όσο το δυνατό πιο γρήγορα η διαδικασία μείωσής του, «έτσι ώστε οι ελληνικές τράπεζες να παίξουν και πάλι το ρόλο που παίζουν σε κάθε υγιή οικονομία, παρέχοντας δάνεια».

Ακόμα πιο αποκαλυπτικός για το εύρος του ζητήματος και για το τι επίκειται, ο Γιάννης Στουρνάρας, που αφού με τη σειρά του αναγνωρίζει τη σημαντική μείωση των 30 δισ. ευρώ σε τρία χρόνια, εκτιμά πως ακόμα και με την πιστή εφαρμογή των σημερινών σχεδιασμών, το ποσοστό των κόκκινων δανείων των ελληνικών τραπεζών θα παραμείνει υπεπενταπλάσσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Συγκεκριμένα, ο επικεφαλής της ΤτΕ τονίζει πως «είναι σημαντικό να εφαρμοστούν συστημικές λύσεις, που θα λειτουργούν συμπληρωματικά προς τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι ίδιες οι τράπεζες για την ταχεία βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού τους», υπολογίζοντας πως η μείωση του ποσοστού των κόκκινων δανείων σε 35% μέχρι το τέλος του 2019 και κοντά στο 20% μέχρι το τέλος του 2021, δεν θα είναι αρκετό.

«Το σχήμα αυτό [σ.σ. το «σχέδιο Ηρακλής», που πρέπει να εξειδικευθεί μέσω του εφαρμοστικού νόμου, είναι ένα σημαντικό βήμα προς την ορθή κατεύθυνση αντιμετώπισης του προβλήματος. Δεδομένου όμως του μεγέθους αυτού του προβλήματος, το βήμα αυτό δεν είναι αρκετό και πρέπει σε αμέσως επόμενο στάδιο να συμπληρωθεί και από άλλα, περισσότερο ολιστικά και συστημικά σχήματα, όπως αυτό που έχουν επεξεργαστεί οι υπηρεσίες της Τράπεζας της Ελλάδος», ανέφερε ακόμα πιο αποκαλυπτικά ο Γ. Στουρνάρας σε ομιλία του στη Ναυτιλιακή Λέσχη Πειραιά.

«Φέρτε μου δανειολήπτες» ζητούν οι τράπεζες

Στο ίδιο δημοσίευμα, σημειώνεται και η στάση των ελληνικών τραπεζών, διά του επικεφαλής Οικονομολόγου του Ομίλου της Eurobank και προέδρου του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, Τάσοου Αναστασάτου. Ο τεχνοκράτης, αφού τονίζει πως οι ελληνικές τράπεζες καταφέρνουν και μειώνουν τα κόκκινα δάνεια πιστά στην υπερκάλυψη των στόχων που έχουν τεθεί, υπογραμμίζει την ανάγκη για «ποιοτική και ποσοτική αναβάθμιση της ζήτησης για δάνεια», την οποία χαρακτηρίζει βασικότερη προϋπόθεση για την επιστροφή θετικών ρυθμών πιστωτικής επέκτασης.

Ο ίδιος εκτιμά πως η «αναβάθμιση» αυτή αναμένεται να ακολούθησε την ανάκαμψη της οικονομίας και όχι να προηγηθεί, «γεγονός που θέτει τις προϋποθέσεις ώστε η αναπτυξιακή προσπάθεια να οικοδομηθεί σε πιο διατηρήσιμη βάση σε σχέση με το παρελθόν», όπως ανέφερε στο δεύτερο Athens Investment Forum.

«Όσον αφορά την ικανότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει επενδύσεις και ανάπτυξη, τόνισε ότι οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν κεφαλαιακή επάρκεια κι έχουν βελτιώσει σημαντικά τη ρευστότητά τους μέσω επιστροφής καταθέσεων και πρόσβασης στη διατραπεζική αγορά. Επιπλέον, η μείωση του κινδύνου της χώρας και η επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ έχουν συντελέσει στη σημαντική μείωση του κόστους δανεισμού των επιχειρήσεων κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες από τον Δεκέμβριο του 2011, ενώ υπάρχει δυναμική περαιτέρω μείωσης, με την προϋπόθεση της εφαρμογής φιλοαναπτυξιακών πολιτικών» αναφέρει ακόμα ο πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της ΕΕΤ.