του Glenn Greenwald στο The Intercept

Ο επιβληθείς νόμος, που εγκρίθηκε πέρυσι από τον νομοθέτη του Κάνσας, απαιτεί από όλους τους εργολήπτες της πολιτείας- ως προϋπόθεση για την ανάληψη οποιασδήποτε αμειβόμενης εργασίας από την πολιτεία– «να πιστοποιήσουν ότι δεν μποϊκοτάρουν το Ισραήλ». Ένα μήνα πριν την εφαρμογή του, η Εστέρ Κουντζ, μια Μεννονίτρια που εργάζεται ως δασκάλα σε δημόσιο σχολείο στο Κάνσας, αποφάσισε να μποϊκοτάρει τα προϊόντα που κατασκευάζονται στο Ισραήλ, παρακινούμενη εν μέρει από μια ταινία που είδε, όπου περιγραφόταν λεπτομερώς η κακοποίηση των Παλαιστινίων από την κατοχική κυβέρνηση του Ισραήλ, και εν μέρει από ένα ψήφισμα που υιοθετήθηκε από την εθνική Εκκλησία των Μεννονιτών. Το ψήφισμα αναγνώρισε «την κραυγή βοήθειας των Παλαιστίνιων για δικαιοσύνη, ιδίως εκείνων που ζουν υπό καταπιεστική στρατιωτική κατοχή εδώ και πενήντα χρόνια», με τη δέσμευση να «αντιταχθούν στη στρατιωτική κατοχή και να επιδιώξουν μια δίκαιη ειρήνη στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη». Και κάλεσε τους ανθρώπους και τις κοινότητες να αποφύγουν την αγορά προϊόντων που συνδέονται με πράξεις βίας ή πολιτικές στρατιωτικής κατοχής, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων που παράγονται σε ισραηλινούς οικισμούς.

Ένα μήνα μετά την έναρξη της ισχύος αυτού του νόμου, η Κουντζ, έχοντας μόλις ολοκληρώσει ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τη διδασκαλία νέων μαθημάτων, δέχτηκε πρόταση να δουλέψει σε ένα νέο σχολείο του Κάνσας. Όμως, όπως αναφέρει το δικαστήριο, «ο διευθυντής του προγράμματος ζήτησε από την κυρία Κουντζ να υπογράψει μια βεβαίωση, επιβεβαιώνοντας ότι δεν συμμετέχει στο μποϊκοτάζ κατά του Ισραήλ, όπως απαιτεί ο νόμος του Κάνσας». Η Κουντζ απάντησε τελικά ότι δεν μπορούσε και δεν ήθελε να υπογράψει μια τέτοια δέσμευση επειδή στην πραγματικότητα συμμετέχει σε μποϊκοτάζ κατά του Ισραήλ. Ως αποτέλεσμα, της είπαν ότι δεν μπορούσαν να υπογράψουν καμία σύμβαση μαζί της.

Απαντώντας στο γεγονός ότι δεν της έδωσαν αυτήν τη δουλειά λόγω των πολιτικών της απόψεων, η Κουντζ απευθύνθηκε στην Αμερικανική Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες, η οποία άσκησε αγωγή εναντίον του επιτρόπου της εκπαίδευσης, ζητώντας από ένα ομοσπονδιακό δικαστήριο να διατάξει την επιβολή του νόμου με το επιχείρημα ότι η άρνηση για εργασία απέναντι στην Κουντζ λόγω του μποϊκοτάζ της κατά του Ισραήλ παραβιάζει τα δικαιώματα της Πρώτης Τροπολογίας. Το δικαστήριο συμφώνησε την Τρίτη και ζήτησε την επιβολή του νόμου.

Η απόφαση είναι σημαντική για δύο διαφορετικούς λόγους. Ο πρώτος είναι ο απόλυτος και ξεκάθαρος χαρακτήρας της απόφασης. Το δικαστήριο άφησε στην άκρη τη συχνά επαναλαμβανόμενη αλλά μυθική αντίληψη για τα δικαιώματα ελευθερίας λόγου: δηλαδή το ότι εμποδίζουν μόνο την κυβέρνηση από το να φυλακίσει ή να τιμωρήσει με κάποιον άλλο τρόπο τους ανθρώπους για τις απόψεις τους, αλλά δεν την εμποδίζουν από το να αρνείται να δώσει οφέλη κατ’ επιλογήν (όπως μια σύμβαση εργασίας) ως αντίποινα για αυτές τις απόψεις. Δεν θέλει πολλή προσπάθεια για να καταλάβετε γιατί μια τέτοια πρόταση είναι λανθασμένη: Φανταστείτε μόνο έναν νόμο ο οποίος θα προέβλεπε ότι μόνο οι άνθρωποι που πιστεύουν στον φιλελευθερισμό (ή συντηρητισμό) θα είναι επιλέξιμοι για επιδόματα  ανεργίας ή φοιτητικά δάνεια. Λίγοι είναι αυτοί που δεν θα καταλάβουν την άμεση επίθεση κατά της δέσμευσης για ελευθερία του λόγου που θέτει ένας τέτοιος νόμος.

Το ίδιο ισχύει και για έναν νόμο που αρνείται οποιαδήποτε άλλα οφέλη (συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων εργασίας) και που βασίζεται στην αποδοκιμασία της πολιτείας απέναντι στις πολιτικές απόψεις, όπως εξήγησε το δικαστήριο στην απόφασή του (προστέθηκε η υπογράμμιση):

Ακόμη πιο σημαντική είναι η κατηγορηματική απόφαση του δικαστηρίου ότι η συμμετοχή σε μποϊκοτάζ προστατεύεται απολύτως από τη δέσμευση της Πρώτης Τροπολογίας για  ελευθερία του λόγου και για το δικαίωμα υποβολής αναφοράς.
Αναφερόμενος στην υπόθεση του Αμερικανικού Ανώτατου Δικαστηρίου του 1982, που επικαλέστηκε τα δικαιώματα της ελευθερίας του λόγου για την προστασία των μελών της  Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Εγχρώμων Ατόμων (NAACP) από την τιμωρία από την πολιτεία του Μισισίπι για το μποϊκοτάζ που έκαναν κατά των καταστημάτων που ανήκαν σε λευκούς, το δικαστήριο αποφάνθηκε σχετικά με την υπόθεση του Κάνσας ότι «η Πρώτη Τροπολογία προστατεύει το δικαίωμα συμμετοχής σε ένα μποϊκοτάζ». Με τον τρόπο αυτό, εξήγησε ότι ο βασικός σκοπός του νόμου του Κάνσας είναι να τιμωρήσει εκείνους που είναι επικριτικοί απέναντι στην ισραηλινή κατοχή και προσπαθούν να την σταματήσουν: «Το νομοθετικό προηγούμενο σχετικά με τον νόμο του Κάνσας αποκαλύπτει ότι στόχος είναι η υπονόμευση του μηνύματος όσων συμμετέχουν στο μποϊκοτάζ του Ισραήλ. Κάτι τέτοιο είναι είτε προκατάληψη κατά της γνώμης ότι το Ισραήλ κακομεταχειρίζεται τους Παλαιστίνιους ή προκατάληψη απέναντι στο θέμα του Ισραήλ γενικά».

Πράγματι, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς έναν νόμο που παραβιάζει με πιο άμεσο τρόπο τη δέσμευση της Πρώτης Τροπολογίας για ελευθερία του λόγου, από αυτόν που προσπαθεί να στερήσει οφέλη από ανθρώπους,  τα οποία όλοι οι υπόλοιποι μπορούν να έχουν, μόνο και μόνο εξαιτίας της αποδοκιμασίας της πολιτείας απέναντι στις πολιτικές τους ιδέες και στον ακτιβισμό τους. Από τη στιγμή που αυτό ακριβώς ήταν που έκανε ο νόμος του Κάνσας, το δικαστήριο κατέληξε στο ότι ήταν αντισυνταγματικός.

Πέρα από το ξεκάθαρο σκεπτικό του Δικαστηρίου, η απόφαση είναι σημαντική επειδή κατασταλτικά μέτρα όπως αυτά έχουν εξαπλωθεί και συνεχίζουν να εξαπλώνονται, πολύ πιο πέρα από το Κάνσας. Πράγματι, όπως έχουμε επανειλημμένα αναφέρει και τεκμηριώσει, η μεγαλύτερη απειλή για την ελευθερία του λόγου στη Δύση – και στις ΗΠΑ- είναι η συντονισμένη, όλο και μεγαλύτερη εκστρατεία απαγόρευσης και τιμωρίας εκείνων που υποστηρίζουν ή συμμετέχουν σε δράσεις ακτιβισμού για τον τερματισμό της ισραηλινής κατοχής.

Πολλές άλλες αμερικάνικες πολιτείες έχουν εφαρμόσει παρόμοια μέτρα με αυτά του Κάνσας- συμπεριλαμβανομένης της Νέας Υόρκης, όπου, όπως αναφέραμε παλιότερα, ο Δημοκρατικός Κυβερνήτης Άντριου Κουόμο εξέδωσε εκτελεστικό διάταγμα που διέταζε όλους τους οργανισμούς «να διακόψουν όλες τις επιχειρηματικές σχέσεις με εταιρείες ή οργανισμούς που υποστηρίζουν το μποϊκοτάζ κατά του Ισραήλ» και που «απαιτεί από έναν από τους επιτρόπους να καταρτίσει έναν “κατάλογο ιδρυμάτων και εταιρειών” που- “είτε άμεσα είτε μέσω μιας μητρικής ή θυγατρικής εταιρείας”- υποστηρίζουν το μποϊκοτάζ». Όπως είπε τότε στο The Intercept η Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες της Νέας Υόρκης σχετικά με το διάταγμα του Κουόμο: «Όποτε η κυβέρνηση δημιουργεί μια μαύρη λίστα βασισμένη σε πολιτικές απόψεις, εγείρει ανησυχίες σχετικά με την Πρώτη Τροπολογία και αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση».

Πέρυσι, ένα μέτρο που χρηματοδοτήθηκε από τον Μπέντζαμιν Καρντίν, Δημοκρατικό γερουσιαστή από το Μέριλαντ και πιστό υποστηρικτή της Αμερικανοϊσραηλινής Επιτροπής Δημοσίων Υποθέσεων (AIPAC), ενώθηκε με 43 άλλους γερουσιαστές και προχώρησε ακόμη περισσότερο, προτείνοντας την επιβολή ποινής φυλάκισης και μεγάλα πρόστιμα σε όσους συνεργάζονται με διεθνείς οργανισμούς για να μποϊκοτάρουν το Ισραήλ. Μόνο αφού η ACLU καταδίκασε έντονα το νομοσχέδιο ως μια σοβαρή επίθεση κατά της Πρώτης Τροπολογίας που «θα τιμωρούσε ανθρώπους μόνο και μόνο για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις», αρκετοί γερουσιαστές δήλωσαν ότι θα επανεξετάσουν την υποστήριξή τους στην πρόταση.

Πράγματι, είναι δύσκολο να υπερβάλλει κανείς για το πόσο διαδεδομένες είναι αυτές οι προσπάθειες για τη νόμιμη καταστολή των επικρίσεων κατά του Ισραήλ, ακόμα και μέσα στις ΗΠΑ. Όπως δήλωσε χθες η Οργάνωση για τη Νομική Υπεράσπιση της Παλαιστίνης, «Από το 2014, πάνω από 100 μέτρα κατά του μποϊκοτάζ (παρόμοια με αυτό που απαγορεύτηκε στο Κάνσας) έχουν προταθεί στις ΗΠΑ, με τουλάχιστον 24 από αυτά να έχουν θεσπιστεί. Η Οργάνωση για τη Νομική Υπεράσπιση της Παλαιστίνης αντέδρασε σε 308 επεισόδια καταστολής το 2017 και σε σχεδόν 1.000 τα τελευταία τέσσερα χρόνια». Η έκθεση που εξέδωσε η οργάνωση αυτήν την εβδομάδα περιγράφει μερικές μόνο από αυτές τις προσπάθειες:

  • Τα θύματα του τυφώνα Χάρβεϊ έπρεπε να δεσμευτούν ότι δεν θα μποϊκοτάρουν το Ισραήλ για να λάβουν ανθρωπιστική βοήθεια.
  • Ένα βιβλιοπωλείο της Νέας Υόρκης έκρυψε ένα παιδικό βιβλίο για την Παλαιστίνη μετά από εκκλήσεις για λογοκρισία.
  • Ένας Παλαιστίνιος Αμερικανός καθηγητής στην πολιτεία του Σαν Φρανσίσκο κατηγορήθηκε για έρευνα και διδασκαλία σχετικά την Παλαιστίνη.
  • Ένας μαύρος φοιτητής σε ηγετική θέση στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν καταδικάστηκε γιατί μίλησε ανοιχτά κατά των σχέσεων μεταξύ των υποστηρικτών της λευκής υπεροχής και του σιωνισμού από τον υποψήφιο του Τραμπ για τη θέση του επικεφαλής του γραφείου του υπουργείου Παιδείας των ΗΠΑ για τα πολιτικά δικαιώματα.

Είναι τόσο διαδεδομένες οι προσπάθειες να τιμωρηθεί και να κατασταλεί η ελευθερία του λόγου και ο ακτιβισμός που στοχεύει στη λήξη της ισραηλινής κατοχής, που το Κέντρο Συνταγματικών Δικαιωμάτων έχει χαρακτηρίσει αυτό το κίνημα ως «την εξαίρεση για της Παλαιστίνης» για το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου στις ΗΠΑ.

Η απόφαση του ομοσπονδιακού δικαστηρίου αποτελεί μια ηχηρή αναγνώριση για την αναγκαία συνταγματική αρχή ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να τιμωρηθούν από την αμερικανική κυβέρνηση ή τις πολιτείες των ΗΠΑ λόγω της αποδοκιμασίας αυτών απέναντι στον πολιτικό ακτιβισμό και στις απόψεις του κόσμου- ακόμη και αν ο στόχος είναι η προστασία της ισραηλινής κυβέρνησης και της μακροχρόνιας παράνομης κατοχής της από την κριτική και τον ακτιβισμό. Το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι ότι δεν επιτρέπεται πλέον στην τοπική κυβέρνηση του Κάνσας να αναγκάζει τους δασκάλους και τους άλλους κατοίκους της πολιτείας να ορκιστούν να απέχουν από το μποϊκοτάζ στο Ισραήλ ώστε να μην χάσουν συμβάσεις εργασίας, αλλά το γενικότερο και με μεγαλύτερη διάρκεια αποτέλεσμα μπορεί να είναι το να δοθεί έμφαση στο πόσο αυταρχική, καταπιεστική και αντίθετη προς τις βασικές πολιτικές ελευθερίες είναι η παγκόσμια προσπάθεια για κατάχρηση της εξουσίας του νόμου με στόχο την ποινικοποίηση ή την καταστολή αυτής της ελευθερίας στην έκφραση, στο όνομα της προστασίας της ισραηλινής κατοχής.