Μετά την απόφαση της Τουρκίας να μετατρέψει σε Τζαμί τον ναό της Αγίας Σοφίας, τα κόμματα του ελληνικού κοινοβουλίου εξέφρασαν τη δυσαρέσκεια τους για την προκλητική κίνηση και ζήτησαν την κινητοποίηση της διεθνούς κοινότητας.

Από πλευράς ΝΔ, ο Νίκος Δένδιας τόνισε πως η κίνηση της Τουρκίας συνιστά πρόκληση για την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομία, επισημαίνοντας ότι ενημέρωσε και τους υπουργούς Εξωτερικών της ΕΕ, ενώ η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, έκανε λόγο για εθνικισμό του Ερντογάν που οδηγεί σε πολιτιστική απομόνωση της Τουρκίας.

Ο τομεάρχης Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργος Κατρούγκαλος, τόνισε πως η κυβέρνηση θα πρέπει να κινητοποιήσει τη διεθνή κοινότητα και χαρακτήρισε ευθεία και απαράδεκτη την κίνηση της Τουρκίας, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «οποιαδήποτε απόφαση αλλοίωσης του χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας μέσω μετατροπής της σε τζαμί αποτελεί ευθεία πρόκληση, είναι απαράδεκτη και δεν ταιριάζει σε χώρα που σέβεται τις διεθνείς της υποχρεώσεις. Θα υπονομεύσει το διαθρησκευτικό διάλογο χριστιανών και μουσουλμάνων και θα ενισχύσει τις απαράδεκτες θεωρίες περί σύγκρουσης πολιτισμών».

Στο ίδιο μήκος κύματος και το Κίνημα Αλλαγής, που ζητά άμεση κινητοποίηση της παγκόσμιας κοινότητας, υπογραμμίζοντας πως ο ΟΗΕ και η Ουνέσκο, το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να καταδικάσουν απερίφραστα την ενέργεια της Τουρκίας και να επιβάλουν τις απαραίτητες κυρώσεις, μέχρι την αναθεώρησή της.

«Η απόφαση του Τουρκικού Συμβουλίου Επικρατείας με την οποία ανοίγει ο δρόμος για να μετατραπεί η Αγία Σοφία σε Ισλαμικό τέμενος (ακυρώνοντας σχετικό διάταγμα του 1934) θα πρέπει εδώ και τώρα να κινητοποιήσει την παγκόσμια κοινότητα. Η Αγία Σοφία θα πρέπει να παραμείνει Μουσείο. Εάν μετατραπεί σε τζαμί, η Τουρκία, θα έχει προβεί σε μια προκλητική και ανιστόρητη ενέργεια. Η μετατροπή της  Αγίας Σοφίας σε Ισλαμικό τέμενος θα αποτελέσει προσβολή για όλο τον πολιτισμένο κόσμο και όχι μόνο για την Ελλάδα. Όχι μόνο για τους Χριστιανούς κάθε δόγματος. Περιφρονεί την πολιτιστική κληρονομιά όλης της ανθρωπότητας.

Η Αγία Σοφία είναι επίσημα “μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς” της Ουνέσκο για το οποίο η Τουρκία έχει νομικές και άλλες δεσμεύσεις για την προστασία της ταυτότητας και ιστορικότητάς του.  Άμεσα η παγκόσμια κοινότητα θα πρέπει να αντιδράσει αποφασιστικά, ώστε η Αγία Σοφία να μη μετατραπεί σε τζαμί. Ο ΟΗΕ και η Ουνέσκο, το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να καταδικάσουν απερίφραστα την ενέργεια της Τουρκίας και να επιβάλουν τις απαραίτητες κυρώσεις, μέχρι την αναθεώρησή της».

Το ΚΚΕ τονίζει σε ανακοίνωση του πως η κίνηση αυτή αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο κλιμάκωσης της τουρκικής προκλητικότητας, αλλά και έναν ακόμα κρίκο στη συνολική στρατηγική της άρχουσας τάξης της Τουρκίας, που υποθάλπτεται από ΗΠΑ, ΕΕ και ΝΑΤΟ.

«Η απόφαση μετατροπής σε τζαμί της Αγιάς Σοφιάς, που αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, μεθοδεύτηκε απ’ την κυβέρνηση Ερντογάν και αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο κλιμάκωσης της τουρκικής προκλητικότητας. Απ’ αυτή την άποψη, η ενέργεια αυτή δεν συνιστά μόνο ευθεία προσβολή του χαρακτήρα της Αγιάς Σοφιάς, όπως προσπαθούν να την εμφανίσουν όσοι στα λόγια την καταδικάζουν, αλλά αποτελεί έναν κρίκο στη συνολική στρατηγική της τουρκικής άρχουσας τάξης, που υποθάλπτεται απ’ τη στάση και τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ στην περιοχή».

Σημειώνεται ότι προ ημερών ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων είχε τονίσει σε ανακοίνωση του ότι «ένα  μνημείο τόσο όμορφο, ένα ιστορικό κειμήλιο τόσο πολύτιμο όσο η Αγία Σοφία δεν πρέπει να καταλήξει εργαλείο σε παιχνίδια εξωτερικής πολιτικής. Στους αιώνες της ύπαρξής της, η Αγία Σοφία προστατεύτηκε από τη φθορά του χρόνου χάρη στο έργο των Βυζαντινών, Οθωμανών και Τούρκων διαχειριστών της, που κράτησαν ζωντανή τη σημασία του μνημείου όχι μόνο για τους εαυτούς τους αλλά και για τις επόμενες γενιές. Ως μελετητές της τέχνης και του πολιτισμού του Βυζαντίου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θεωρούμε εξαιρετικά σημαντικό η τουρκική κυβέρνηση να συνεχίσει αυτήν την παράδοση της ευσυνείδητης διαχείρισης».

Η προ ημερών τοποθέτηση του ΣΕΑ:

Κατά τη γνώμη μας, το επίδικο σήμερα δεν είναι το αν η Αγία Σοφία πρέπει να είναι μουσείο ή τζαμί, αλλά το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος, για να προστατεύσουμε το μνημείο. Με άλλα λόγια, είναι αναγκαία η διάκριση ανάμεσα στη λειτουργία του χώρου και την επιμέλειά του. Αυτό που μας ανησυχεί είναι ότι η συνεχιζόμενη διαμάχη δυσκολεύει την εκπόνηση μιας νέας στρατηγικής διαχείρισης του μνημείου που να στέκεται στο ύψος των προκλήσεων που εκείνο αντιμετωπίζει σήμερα: τη συντήρηση των δομικών του στοιχείων, τη διατήρηση του διακόσμου του σε δημόσια έκθεση, την υπεύθυνη διαχείριση του όγκου των τουριστών που το επισκέπτονται και την προστασία του από τους σεισμούς.

Από το 1453 έως το 1934, την περίοδο που η Αγία Σοφία λειτουργούσε ως τζαμί, υπεύθυνο για τη λειτουργία της ήταν το οικείο ευαγές ίδρυμα (βακούφι). Με την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923, τη διαχείριση αυτών των ιδρυμάτων ανέλαβε μια νέα κυβερνητική υπηρεσία, η Γενική Διεύθυνση Βακουφίων. Η Αγία Σοφία συνέχισε να λειτουργεί ως χώρος λατρείας μέχρι το 1931, όταν οι συντηρητές άρχισαν να αποκαλύπτουν τον ψηφιδωτό διάκοσμο στο εσωτερικό της. Το 1934, ως απάντηση στην τεράστια επιτυχία των έργων συντήρησης, το υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε να μεταφέρει το μνημείο από τη Γενική Διεύθυνση Βακουφίων στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Παιδείας.

Η αλλαγή στο φορέα διαχείρισης του μνημείου συνέπεσε με τη μεταβολή στο καθεστώς λειτουργίας του, καθώς η Αγία Σοφία έπαψε να αποτελεί χώρο λατρείας. Σήμερα το κτίριο ανήκει στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, το οποίο διαδέχτηκε το Υπουργείο Παιδείας στον ρόλο αυτό. Παράλληλα τα τελευταία χρόνια η χρήση του χώρου έχει διευρυνθεί, ώστε να επιτρέπει και πάλι την έκφραση της ισλαμικής πίστης. Το 1991 ένα από τα κτίρια του συμπλέγματος της Αγίας Σοφίας άρχισε να λειτουργεί ως χώρος προσευχής. Από το 2016 και μετά η Αγία Σοφία διαθέτει το δικό της ιμάμη, από το μιναρέ της αντηχεί το κάλεσμα στην προσευχή. Επιπλέον κάθε χρόνο, στην εορτή της Νύχτας του Θεσπίσματος (λαϊλάτ αλ-καντρ), το κτίριο φιλοξενεί την ανάγνωση του Κορανίου και οι πιστοί είναι ελεύθεροι να προσευχηθούν στο εσωτερικό του.

Υπό μία έννοια, λοιπόν, η Αγία Σοφία ήδη λειτουργεί συγχρόνως ως μουσείο και ως τζαμί. Η διεύρυνση του θρησκευτικού χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας δεν έχει προκαλέσει ζημιές στο κτίριο ή στον ψηφιδωτό του διάκοσμο. Το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού παραμένει ένας ευσυνείδητος διαχειριστής του μνημείου.
Ωστόσο, στην Τουρκία ακούγονται εδώ και καιρό φωνές που υποστηρίζουν ότι η απόδοση της Αγίας Σοφίας στο υπουργείο ήταν παράνομη. Ισχυρίζονται ότι το υπουργικό συμβούλιο δεν είχε το δικαίωμα να «εκκοσμικεύσει» το μνημείο το 1934, καθώς το νομικό καθεστώς των βακουφιών είναι αμετάβλητο και ορίζεται στο διηνεκές. Για αυτούς, ο νόμιμος φορέας διαχείρισης της Αγίας Σοφίας είναι η Γενική Διεύθυνση Βακουφίων.

Στην Τουρκία, κατά τα τελευταία χρόνια πολλά άλλα βυζαντινά μνημεία έχουν περάσει στη δικαιοδοσία της Γενικής Διεύθυνσης και έχουν μετατραπεί σε χώρους ισλαμικής λατρείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Αγία Σοφία της Τραπεζούντας, το νομικό καθεστώς της οποίας αποτελεί αντικείμενο αντιπαράθεσης από το 2013. Μια απόπειρα να ανοίξει ο χώρος στην ισλαμική λατρεία συνοδεύτηκε από την κατασκευή περίπλοκων καλυμμάτων που έκρυβαν τα βυζαντινά ψηφιδωτά. Ένα δεύτερο παράδειγμα, λιγότερο γνωστό, είναι η Αγία Σοφία της Βιζύης, τη μετατροπή της οποίας σε τζαμί το 2006 ακολούθησαν εργασίες συντήρησης υπό της εποπτεία της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων, που προκάλεσαν σοβαρές ζημιές στο κτίριο.

Αυτό λοιπόν που μας κάνει να ανησυχούμε είναι το ενδεχόμενο η μέχρι τώρα λεκτική αντιπαράθεση να οδηγήσει σε αντίστοιχα ανεύθυνες επεμβάσεις στην Αγία Σοφία, με αποτέλεσμα τη φθορά ιστορικών και αρχαιολογικών στοιχείων και την απόκρυψη των έργων τέχνης στο εσωτερικό της.

Ένα μνημείο τόσο όμορφο, ένα ιστορικό κειμήλιο τόσο πολύτιμο όσο η Αγία Σοφία δεν πρέπει να καταλήξει εργαλείο σε παιχνίδια εξωτερικής πολιτικής. Στους αιώνες της ύπαρξής της, η Αγία Σοφία προστατεύτηκε από τη φθορά του χρόνου χάρη στο έργο των Βυζαντινών, Οθωμανών και Τούρκων διαχειριστών της, που κράτησαν ζωντανή τη σημασία του μνημείου όχι μόνο για τους εαυτούς τους αλλά και για τις επόμενες γενιές. Ως μελετητές της τέχνης και του πολιτισμού