“Ιδού ο άνθρωπος”, και μάλιστα “ο σύγχρονος άνθρωπος”, λέει ο συγγραφέας, περιγράφοντας διαφορετικές και εντελώς ασυνήθιστες όψεις του, περίεργες και απρόβλεπτες καταστάσεις και “ψυχολογικές” παραξενιές του, σε δώδεκα διηγήματα. Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι πρόκειται για τον σημερινό άνθρωπο και μόνον γι αυτόν. Κι άν ο αναγνώστης ήθελε να σταθεί προσεκτικά στις μεταμορφώσεις του, εύκολα θα κατέληγε στο συμπέρασμα, πως και τα δώδεκα διηγήματα του βιβλίου, δεν αφηγούνται, εν τέλει, παρά οριακές και μόνον όψεις του σημερινού ανθρώπου. Καμία σύγκριση με ανθρώπους άλλων εποχών δεν είναι απαραίτητη, παρ' όλον ότι είναι αναπόφευκτη. Τα όρια πάντοτε δείχνουν την άλλη πλευρά, ως εάν να την αντί-καθρέπτιζαν, φαντασιακά μεν καθαρά δε.

Του Αντώνη Παπαρίζου*

Για το βιβλίο του Κωνσταντίνου Πουλή, Η γουλιά και το ποτήρι, Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα, 2022, 143 σελ.

 

Μήπως πρόκειται για τις όψεις του ίδιου του συγγραφέα; Δεν θα έλεγα ούτε ναι ούτε όχι. Ο συγγραφέας, άλλωστε, “ζει” ως δικές του τις ζωές των άλλων. Διαφορετικά, τι είδους συγγραφέας θα ήταν;

“Τί είναι η φραγκόκοτα” του πρώτου διηγήματός;  Μία κότα, ένα είδος κοινωνικών σχέσεων, οι φόβοι του σύγχρονου ανθρώπου, ή η συγκατάβαση γι’ αυτό που ο ίδιος είναι  και φοβάται εδεχόμενα να το αποδεχθεί; Ο σημερινός άνθρωπος δεν είναι αετός, κι αυτό είναι βέβαια. Γιατί θα έπρεπε άλλωστε; Επειδή του το κραυγάζει κατάμουτρα η παράδοση ενός γεναίου ανθρώπου του παρελθόντος, αγωνιστή και πολεμιστή; Τέλειωσαν αυτά. Τέλειωσαν οι αγωνιστές. Ζήτω οι φραγκόκοτες, οι μικρές και χαριτωμένες. Ούτε αετοί, αλλά ούτε και εντελώς κότες. Πρέπει να αγαπήσουμε τον εαυτό μας. Πώς αλλιώς θα ζήσουμε. Καλές είναι κι οι φραγκόκοτες.

“Οταν η ζωή σου δίνει λεμόνια”, όπως ομολογείται με το δεύτερο διήγημα, λεμόνια θα φας και λεμόνια θα πιεις, θέλεις δεν θέλεις. Κι αν σου “χαλάνε την ζωή”, όπως και το στομάχι, δεν έχεις άλλη λύση. Η ανακύκλωση, άλλωστε, έγινε ένας τρόπος ζωής. Ο σημερινός άνθρωπος τον εαυτό του ανακυκλώνει, έστω και με λεμόνια.  Δεν είναι παρά ένας οριακός άνθρωπος, ένας άνθρωπος που διαχειρίζεται τα όριά του, καταδικασμένος να αναμετριέται μ’ αυτά κάθε στιγμή. Και τα όριά του γίνονται συνήθεια καταστροφική, από την οποία δεν είναι δυνατόν να ξεφύγει.  Δεν έχουμε παρά να το αποδεχθούμε. Δέσμιοι των ορίων μας είμαστε, τα οποία μας δίδονται και δεν τολμάμε να τα αμφισβητήσουμε. Η ανακύκλωσή μας είναι αναπόφευκτη.

Και ο κόσμος τούτος, τι πιστεύετε πως είναι; “Ενα μεγάλο κατάστημα επίπλων”, μας λέει στο τρίτο του διήγημα ο συγγραφέας, “ένα κατάστημα αγαθών προς ανάλωση”, στο οποίο βασιλεύει, ή είναι θεός, το ίδιο το καταναλωτικό αγαθό. Αφού ωραίοι καταναλωτές είμαστε. Ή μήπως είναι λάθος; Οχι, επιμένει ο Κωνσταντίνος Πουλής, Τι οφείλει να πράττει ένας σημερινός “εκλεκτός”  άνθρωπος; Να ταξιδεύει, κι αν είναι δυνατόν να ζει σ’ ένα μεγάλο, απέραντο, κατάστημα σύγχρονων αγαθών. Κι άν είναι επίπλων, ακόμη καλύτερα. Όπως ένα ΙΚΕΑ, επί παραδείγματι. Ενα μεγάλο ΙΚΕΑ  είναι ο κόσμος όλος. Τα όνειρα των σημερινών ανθρώπων είναι να απολαμβάνουν την ζωή, ως “υπέροχοι” καταναλωτές. Κι εάν ένα τέτοιο κατάστημα είναι άδειο από “πιστούς” και “λάτρεις” του θεού, ή, ορθότερα, από καταναλωτές, ακόμη καλύτερα. Εάν όμως λείπουν οι πιστοί και οι λάτρεις, λείπει και ο θεός. Κι αν λείπει ο θεός, μήπως ο Κόσμος τούτος του θεού της κατανάλωσης μετατρέπεται γλυκά – γλυκά και σιωπηλά σε “Κάτω Κόσμο”;

Και νάτος ο σημερινός άνθρωπος σε μία  “σχεδόν αδιόρατη” και “εντελώς ήπια κάθοδο” στον Κάτω Κόσμο. Δεν είναι απαραίτητο να είσαι ο Οδυσσέας ή ο Ορφέας,  για να έχεις μία ηρωική κάθοδο στον Κάτω Κόσμο. Αρκεί να είσαι ένας “απρόσεκτος” καταναλωτής, που “ξέμεινε”, δίχως να το καταλάβει, μέσα στο ΙΚΕΑ. Έτσι γίνεται τώρα η κάθοδος στον Κάτω Κόσμο, από “απροσεξία” κατά την διάρκεια της “καταναλωτικής λειτουργίας”.  Κι άν το ΙΚΕΑ είχε κι ένα παρεκκλήσι, όπως τα Νοσοκομεία, να προσευχηθείς κάποια στιγμή, όταν διαπιστώσεις την απουσία του “Θεού”, την απουσία του Νοήματος στον Κόσμο της Κατανάλωσης, θα ήταν δυνατόν να πω, όπως υπαινίσσεται ο συγγραφέας, ακόμη καλύτερα. Δεν πειράζει, όμως. Και δίχως “Παρεκκλήσι” γίνεται η δουλειά. Άλλωστε, τώρα και οι προσευχές τυποποιημένες είναι, όπως οι λίστες των τραγουδιών στους καταναλωτικούς κόσμους, ή, ορθότερα, στους “Ραδιοφωνικούς Σταθμούς”. Το επισημαίνει ο ίδιος ο συγγραφέας. Που να του ξεφύγουν τέτοιες λεπτομέρειες; Μήπως και η “θεία λειτουργία” στην τηλεόραση τις Κυριακές, “τυποποιημένη λίστα” ευχών δεν είναι; Την “βάζεις να παίζει” και μαζεύεις και ψήφους εάν τύχει, για την πολιτική σου αποθέωση!

Τώρα, εάν καταλήξεις σαν τον κ Βάγιο, του επόμενου διηγήματος, που πουλάει καρέκλες στην στροφή του δρόμου, κακό του κεφαλιού σου. Ας έστηνες το “μαγαζί”, ή το κατάστημα με τις καρέκλες, σε κάποια άλλη στροφή και σε κάποιον άλλο δρόμο, κανονικό και πολυσύχναστο. Αν ο δρόμος αποδείχθηκε λάθος, όφειλες να τον αλλάξεις και όχι να τον υπομένεις.  Επρεπε να αλλάξεις πλατεία, ακόμη και αγαθά προς πώληση. Ποιος σε δέσμευσε ή και σε δεσμεύει; Αν μή τι άλλο, ο Σίσσυφος δεν έβλεπε τους πελάτες να κάνουν στροφή και να φεύγουν, δίχως να σταματήσουν. Ο ίδιος ήταν ο “Πελάτης” που δεν έφτανε ποτέ στον σκοπό του. Ο ίδιος ήταν ο μέγας Σίσσυφος, όχι ο κ. Βάγιος. Δεν έφταιγαν οι άλλοι, όπως συμβαίνει στον σημερινό κύριο Βάγιο. Αποφάσισε, λοιπόν, άνθρωπε του σήμερα, Σίσσυφος, ο μέγας τραγικός, ή κ. Βάγιος, καρεκλάς έμπορος, εκ των προτέρων καταδικασμένος;

Στον σημερινό άνθρωπο πάντοτε οι άλλοι φταίνε: οι συνθήκες, ο κακός δρόμος, οι “αρνητές” και οι “φευγάτοι” πελάτες. Ούτε καν ένα Δωδεκάθεο. Ενας Ποσειδώνας ή η θεά Αρτεμις, ας πούμε.  Δεν φταίει ο κ. Βάγιος. Αυτός έκανε ότι μπορούσε. Έστησε το μαγαζί. Η κοινωνία φταίει, ο κακός του ο δρόμος. Δεν είχε παρά να “συμφιλιωθεί”, έτσι την λέμε τώρα την υποταγή. Συμφιλίωση. Κι ο συγγραφέας, τι θέλει και το γράφει “έτσι απ’ ευθείας”, “μετωπικά”; Χάθηκε ο κόσμος να το διατυπώσει κάπως πιο “ήπια”. Τι έγραψε; “Δεν βαριέσαι, ας ζήσω κι έτσι”.  Η ζωή σου είναι ένα “ανάποδο γαμώτο”. Το γνωρίζαμε, βέβαια, το γνωρίζαμε. Αφού δημόσια ομολογούμε τις ψευδαισθήσεις μας! Το περίεργο είναι, ότι “κρατάμε το μαγαζί με τις καρέκλες”, την ζωή μας ως έχει, μ’ άλλα λόγια, παρ’ όλον ότι ομολογούμε τις ψευδαισθήσεις μας!!

Στο “Κουτσό μυρμήγκι”, από την άλλη πλευρά, το πέμπτο διήγημα, αποκαλύπτεται η αντιστροφή του ταλέντου, η μεταστροφή του χαρίσματος σε παγίδα, της δύναμης σε αδυναμία, και ταυτόχρονα η αδυναμία του κριτή να κρίνει, του σύγχρονου ανθρώπου να σταθεί απέναντι στον εαυτό του και να κατανοήσει πώς και γιατί η ευκαιρία μετατρέπεται σε καταστροφή. Είναι ως εάν ο Κωνσταντίνος Πουλής να ήθελε να δείξει, ότι τα όρια της ζωής είναι η αντιστροφή της, και τα όρια της κρίσης η αδυναμία της επίγνωσης και της σκέψης.

“Η δική μου δουλειά ήταν να σας μεταφέρω τις ιστορίες που άκουσα. Τα υπόλοιπα θα χρειαστεί να τα αποφασίσετε μόνοι σας”, γράφει.  Να αποφασίσουμε τι, δηλαδή; Τι είναι καλό και τι κακό, λέει ο συγγραφέας, και αρνείται να δείξει τον δρόμο. Απλά και μόνον διαπιστώνει το αδιέξοδο. Ας αποφασίσει ο καθένας μόνος του. Το χρυσό ταλέντο της εξαιρετικής ακοής για τον χαρισματικό μουσικό, που είναι ο ήρωάς του, και ακούει και το κουτσό μυρμήγκι, μετατρέπεται σε παγίδα καταστροφής. Ολοι οι ήχοι έγιναν γι’ αυτόν θόρυβοι θανάτου.

Είναι όμως αυτό καλό ή κακό, ρωτάει ο συγγραφέας. Ποια είναι η τελική φύση του καλού και του κακού, μ’ άλλα λόγια; Ο συγγραφέας θέτει το ερώτημα, αλλά αρνείται να κρίνει. Όχι επειδή δεν θέλει, αλλά επειδή θεωρεί ότι ο σύγρονος άνθρωπος  μάλλον δεν μπορεί να κρίνει. Αυτά είναι τα όρια της ζωής μας. Δεν μπορούμε να κρίνουμε την φύση του καλού και του κακού. Ή μήπως δεν μπορούμε να κρίνουμε τί είναι πραγματικό;

 Και τα όρια που δείχνουν το σημείο της μεταστροφής επανέρχονται στο επόμενο διήγημα. Ο φόβος μετατρέπεται σε αισιοδοξία. Ο μαθητής που φοβάται να πει το “Πάτερ ημών” ενώπιον του σχολείου και το ξεχνά, που παραβαίνει έναν βασικό κανόνα ευπρεπούς συνύπαρξης, που αποδέχεται ότι είναι ένοχος δίχως να είναι, γίνεται σε μια και μόνον στιγμή αισιόδοξος. “Ξαφνικά αισιόδοξος” έχει ως τίτλο το διήγημα. Δίχως εξήγηση. Ετσι, δίχως να το καταλαβαίνει ο ήρωας-μαθητής. Σε μια στιγμή. Δίχως όμως να μπορούμε να το καταλάβουμε ούτε εμείς, οι αναγνώστες.

Και τα οριακά γεγονότα συνεχίζονται. Ο Κωνσταντίνος Πουλής συνεχίζει να μετρά την σχέση πλέον, όχι του καλού και του κακού, αλλά την σχέση του ορθού και του λάθους, με βάση τα αποτελέσματα. Οταν κάποιος θεωρεί σωστό να σέβεται τους κανόνες, ενώ αυτό ακριβώς είναι που μπορεί να τον οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα, στην μετατροπή του ορθού σε λάθος,  πώς μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε, εμείς οι σημερινοί άνθρωποι; Το πράσινο, το κόκκινο και το πορτοκαλί των φαναριών στους δρόμους των πόλεων σηματοδοτεί το ορθό και το λάθος, των οποίων όμως το αποτέλεσμα δεν είναι προφανές. Και στο διήγημα αυτό, με τίτλο “Πράσινο-Κόκκινο-Πορτοκαλί”, ο αναγνώστης καλείται να κρίνει. Είναι δυνατόν οι ορθές πράξεις να οδηγούν, μέσω του αποτελέσματος, στην απόρριψή τους; Αυτό είνα ένα από τα διλήμματα του σημερινού ανθρώπου. Σέβεται τους κανόνες ή όχι; Οι πιθανές απαντήσεις, όπως προβάλουν από το διήγημα, είναι πιο σύνθετες. Και η ευθύνη είναι εντελώς προσωπική και συναισθηματική, υπαινίσσεται ο συγγραφέας.

“Η Ζητιάνα”, από την άλλη πλευρά, ορθώνεται ως σκληρή πρόκληση. Το όγδοο διήγημα μίας σελίδας και μόνον, είναι η έκρηξη μιας βέβηλης επιθυμίας, που εμφανίζεται μόνον στην φαντασιακή διάσταση, και αφήνει μετέωρο τον αναγνώστη. Μπορούμε να κρίνουμε το ανθρώπινο περιεχόμενό της; Ούτε εγώ ο ίδιος θα επιχειρήσω στο σημείωμα αυτό να δώσω κάποια απάντηση, προσέγγιση ή και ερμηνεία. Ο αναγνώστης είναι μόνος του.

Εάν στα μέχρι τώρα διηγήματα του Κωνσταντίνου Πουλή υπολανθάνει ένας κάποιος σαρκασμός, στο “Μια λίβρα από την σάρκα του” ο σαρκασμός γίνεται πιο φανερός, έτσι τουλάχιστον νομίζω, μέσα από την ανάγκη του να επιτεθεί στην “χαοτική” πραγματικότητα που δημιουργούν τα “κοινωνικά μέσα επικοινωνίας”, όπως είναι δυνατόν να τα χρησιμοποιήσει ένας “μέσος” ή ένας “καθημερινός” άνθρωπος, με στόχο να ζήσει. Η σύγχρονη ζωή μέσω των “κοινωνικών μέσων ενημέρωσης”, ή “δικτύωσης”, όπως λέγει, γίνεται εκμηδενιστική, ταπεινωτική, θα μπορούσα να πω, και το “νόμισμα” πληρωμής δεν είναι άλλο από “μία λίβρα από την σάρκα σου”.  Την σάρκα σου ζητούν τα σύγχρονα μέσα “κοινωνικής επικοινωνίας” (!!), και ίσως αυτό είναι ότι έχει απομείνει στον σύγχρονο άνθρωπο: η ταπεινή και συνηθισμένη ευτελής σάρκα του ως νόμισμα προς πληρωμή.

Ενώ στην “παρορμητική στάθμευση”, διήγημα αφιερωμένο στον ποιητή Μιχάλη Γκανά, έρχεται  ο συγγραφέας να συμπληρώσει το ακατανόητο, θα έλεγα, της σύγχρονης ζωής. Η παρορμητική στάθμευση, σταθμεύω, δηλαδή, το αυτοκίνητό μου όπου βρω, δεν είναι παρά μία “εκ των προτέρων απάντηση” σ’ έναν “εκ των προτέρων φόβο”, κατέληξα διαβάζοντας το διήγημα.  Ο φόβος, με οδηγεί η αφήγηση να συμπεράνω, δεν επιτρέπει σ’ εμένα, στον σύγχρονο άνθρωπο, να επιτύχω τον στόχο μου. Όπως είναι απίθανο να βρώ θέση για το αυτοκίνητό μου “κοντά στον προορισμό μου”, έτσι είναι και εξίσου απίθανο να βρω την θέση που επιθυμώ στην κοινωνία μου. “Ο αρχικός προορισμός μου είναι ανέφικτος”. Και επειδή δεν πρόκειται ποτέ να ικανοποιήσω την ανάγκη μου αυτή, παραιτούμαι εκ των προτέρων, και παίρνω μία θέση στην ζωή “τώρα αμέσως”, “μακριά από τον προορισμό μου”.  Παίρνω“έναν προορισμό της πρώτης ευκαιρίας”.

Αυτός είναι ο σύγχρονος άνθρωπος. Ο προορισμός του είναι “όπου βρει να σταθμεύσει”. Και τούτο είναι μία εκ των προτέρων ήττα. Τα όρια του σύγχρονου δυτικού κόσμου επιφυλάσσουν στον άνθρωπο μία επαναλαμβανόμενη ήττα. Μόνον που ο επιθυμητός “προορισμός” δεν δηλώνεται ποτέ πραγματικά. Ακόμη και η πρώτη επιλογή της ζωής, ο πρώτος έρωτας ή η πρώτη αγάπη, έχουν στιγμιαία, θα έλεγα, μορφή. Είναι μία αποστεωμένη, στο τέλος επιλογή, μία “εκ των προτέρων επανάληψη”, θα μπορούσα να πω, ένας ανολοκλήρωτος προορισμός, ή μήπως μία άλλη “ανεπιθύμητη στάθμευση;”

Και η πορεία συνεχίζεται. Θέλουμε δεν θέλουμε. Εδώ ζούμε. Η δειλία και το θάρρος επανέρχονται ως δύο αντίθετες ψυχικές δυνάμεις, αλλά και και ως ευκαιρίες επιλογής, ενώπιον της αδιάντροπης επιθετικότητας και της “φυσικής” κακίας. Διότι, η δηλεία και το θάρρος έχουν ένα κόκκινο χαλί να βαδίσουν. Την ενοχή. Την αυτονόητη ή εύκολη ενοχή των αμαρτωλών ανθρώπων στις χριστιανικές κοινωνίες μας. “Ένας θρόνος πάνω σε κοπριά”, είναι το θέμα του διηγήματος. Ποιός, όμως, είναι ο θρόνος και ποια είναι η κοπριά; Ας κρίνει ο αναγνώστης. Δεν μπορεί να το αποφύγει, οφείλει να κρίνει.

Ο συγγραφέας στην κρίση του αναγνώστη απευθύνεται, όχι στα συναισθήματά του. Στην σκέψη και στην απόφασή του. Στην κρίση του σκεπτόμενου όντος. Άλλωστε, ο σαρκασμός σκέψη και κρίση είναι, πριν απ’ όλα, και ταυτόχρονα, και εξ αιτίας της κριτικής σκέψης και μόνον, συναίσθημα.  Ένα είναι βέβαιο στο διήγημα. Η ενοχή. Η αποδοχή της ενοχής για μία πράξη που δεν διαπράχθηκε από τον τιμωρημένο. Και, δεύτερον, η τιμωρία. Μόνον, που ο τιμωριμένος ως ένοχος, αναλαμβάνει την πράξη ως προσωπική τόλμη, και την τιμωρία, ως άνευ σημασίας. Ενώ ο δράστης φοβάται την τιμωρία, και κρύβεται δίχως τόλμη, για μία εν τέλει ανώδυνη πράξη. Αφού δεν έγινε γνωστός ο δράστης, δεν είναι τολμηρός, δεν είναι καν δράστης. Δειλός είναι. Ενώ, ο λάθος τιμωρημένος ως ένοχος, χαίρεται την κοινωνική τόλμη που δεν είχε. Δεν υπάρχει ούτε θρόνος, ούτε κοπριά. Μόνον ενοχή και τιμωρία. Πώς μοιράζονται στην καθημερινή ζωή; Και σ’ αυτό το διήγημα ο αναγνώστης μόνος του μένει για να κρίνει. Θα χαμογελάσει φιλικά ή θα σαρκάσει;

Ο Κωνσταντίνος Πουλής, βέβαια, σαρκάζει. “Η γουλιά και το ποτήρι”, το τελευταίο διήγημά του, αυτό είναι. Ένας “επιθανάτιος σαρκασμός”. Ο “ήρωας” του πεθαίνει και η “συντροφιά” του “πτνίγεται” σε μία κουταλιά νερού κυριολεκτικά. Ο σύγχρονος άνθρωπος “πνίγεται καθημερινά” σε μία “γουλιά” νερού, και τούτο συμβαίνει ως εάν να ήταν κάποια ηρωική πράξη. Στην καθημερινή μας πλέον ζωή, τα ασήμαντα γίνονται σημαντικά, ακόμη και η αδυναμία μας να αντιμετωπίσουμε τις στοιχειώδης αλήθειες. Ακόμη και ο θάνατος ως μία τυχαία ασημαντότητα συμβαίνει, που όμως λαμβάνει μορφή ατυχούς ή και τραγικής απώλειας.

Εάν ο άνθρωπος, μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, αναζητά την ηρωικότητα της δημιουργίας ενός “αληθινού” κόσμου, ενός κόσμου οικουμενικής αναγνώρισης και δικαίωσης, ο σημερινός άνθρωπος “πνίγεται” σε μία άδοξη πραγματικότητα, ζώντας την υπεργαραγωγή, αλλά και την ευτελή αδυναμία του, την υπερτεχνολογία και αλλά και την πιθανότητα της αυτοκαταστροφής του, την “παντοδυναμία”(?) του ανθρώπου, αλλά και την απουσία επίγνωσης της “αποξένωσής” του, ακόμη και από τον ίδιο του τον εαυτό. Μπορούμε να σαρκάσουμε; Πώς αλλιώς θα γνωρίσουμε την “σύγχρονη ανθρώπινη κατάσταση;”

Ο Κωνσταντίνος Πουλής παίρνει τον αναγνώστη από το μπράτσο και τον τοποθετεί εμπρός στην “ανθρώπινη κατάστασή” του, αναγκάζοντάς τον να σκεφτεί και να κρίνει. Να αναλάβει την ευθύνη της κρίσης του και να αποφασίσει: παραμένει ένα σκεπτόμενο ον ή έχει αρχίσει να καταρρέει;

 

*Ο Αντώνης Παπαρίζος είναι ομότιμος Καθηγητής Κοινωνιολογίας.