Του Θέμη Τζήμα

Η υποστήριξη στην κυβέρνηση πέρα από έναν πυρήνα μελών του ΣΥΡΙΖΑ, για τη μεγάλη πλειοψηφία των συμμετεχόντων δεν είναι παρά εργαλειακή προκειμένου να εκφράσουν την αποφασιστικότητά τους να συγκρουστούν και να ανατρέψουν μια πολιτική καταστροφική για το λαό. Για ένα μάλιστα ευρύ συγκριτικά προς το παρελθόν τμήμα των πολιτών αυτή η διάθεση ρήξης συμπεριλαμβάνει ακόμα και την πιθανότητα εξόδου από την ευρωζώνη. Σε κάθε περίπτωση προκύπτει από το πρωτογενές αίσθημα ανάτασης και διάθεσης αντίστασης που πράγματι δεν υπήρχε μέχρι τις τελευταίες εκλογές, τουλάχιστον με τέτοια καθαρότητα.

Το γεγονός όμως ότι ένα κόμμα ή μια κυβέρνηση καθίστανται καταλύτες για την εκδήλωση του λαϊκού αισθήματος δε σημαίνει αυτομάτως ότι μπορούν ή θέλουν να το μετεξελίξουν σε μια συνολική και δεδομένων των συνθηκών ουσιαστικά απελευθερωτική στρατηγική. Η ικανότητά τους αυτή θα κριθεί από το αν δύνανται να αυτομετασχηματισθούν σε ένα κόμμα- κίνημα που θα ριζώσει στους πολίτες και από το αν διαθέτουν εναλλακτικά σχέδια απάντησης στις κινήσεις της άλλης πλευράς η οποία θέλει να συντρίψει τις ελπίδες του λαού για αλλαγή πολιτικής.

Παρά την καλή της αρχή τόσο στο επικοινωνιακό πεδίο, όσο και σε αυτό της διάθεσης των στελεχών της, η κυβέρνηση τείνει να ανταποκρίνεται στη λαϊκή απαίτηση ανεπαρκώς. Στο επίπεδο της διαπραγμάτευσης πέραν του ότι άλλα μηνύματα στέλνουν οι συνομιλητές της κυβέρνησης και συχνά άλλα προσποιείται η τελευταία ότι αντιλαμβάνεται, σταδιακά φαίνεται πως έχουμε μια διολίσθηση σε (κάποιου βαθμού;) μνημονιακές θέσεις, χωρίς να είναι σαφές πού σταματούν οι διαφορές ορολογίας και πού αρχίζουν αυτές επί της ουσίας. Τί ακριβώς είναι έτοιμη να υπογράψει, ποιό είναι το 70% και ποιό το 30% του μνημονίου και κυρίως γιατί επιμένει σε μια στεβλή ανάγνωση των συσχετισμών εντός της ευρωζώνης σαν να πρόκειται για οικογενειακές διαφωνίες, ενώ εμφανώς έχουν να κάνουν με σκληρές νεοαποικιακού χαρακτήρα επιδιώξεις ενός ισχυρού κέντρου προς μια ανίσχυρη περιφέρεια;

Τα παραπάνω μας προετοιμάζουν για πιθανά αρνητικές εξελίξεις, είτε δραματικής υποχώρησης, είτε συντριβής ελλείψει εναλλακτικού σχεδίου. Γι' αυτό οι ώρες απαιτούν ένα κίνημα- κόμμα του “Ούτε ένα βήμα πίσω”, όχι με την έννοια της απλής αντανάκλασης του λαϊκού αισθήματος αλλά πρώτον της οργάνωσης ενός σχηματισμού ριζωμένου στις νέες κοινωνικές ανάγκες, οι οποίες δε χωρούν σε μια εν γένει αντιμνημονιακή πολιτική αλλά απαιτούν συνολικό σχέδιο μετασχηματισμών προκειμένου η χώρα να ανακτήσει την εθνική και πολιτική της κυριαρχία αλλά και να ανασυγκροτηθεί κοινωνικά και οικονομικά ακόμα και σε ρήξη με την ευρωζώνη. Δεύτερον, με την έννοια της επεξεργασίας ακριβώς αυτού του τόσο αναγκαίου εναλλακτικού σχεδίου που δυστυχώς η κυβέρνηση αρνείται.

Ο σχηματισμός ενός λαϊκό- απελευθερωτικού φορέα δεν έρχεται σε αντίθεση με το ΣΥΡΙΖΑ αλλά βεβαίως τον υπερβαίνει και ίσως αποδειχτεί συγκρουσιακός με τάσεις μέσα στην κυβέρνηση που δείχνουν πρόθυμες να συρθούν προς την κατεύθυνση ενός “ελαφρύτερου” μνημονίου. Σε κάθε περίπτωση όμως τόσο η πίεση από τον ξένο παράγοντα, όσο και οι αδυναμίες και οι αντιφάσεις της κυβερνητικής πολιτικής παρά τη δημοφιλία της, συνδυαστικά προς τη διάθεση μεγάλου μέρους των πολιτών απαιτούν εναλλακτικό σχέδιο και φορέα οργάνωσης.

Η διαχείριση της κατάστασης δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνιστά υπόθεση αποκλειστικά μιας κλειστής ομάδας ή να διεξάγεται στη βάση ενός σχεδίου μόνο. Οι εκβιασμοί και τα τελεσίγραφα μας εισάγουν στην επόμενη φάση της κρίσης μέσα σε λίγα 24ωρα: σε αυτήν ή της μεγάλης υποχώρησης/ συντριβής ή της ρήξης. Γι' αυτό χρειαζόμαστε τώρα μια μεγάλη υπέρβαση που θα μετουσιώσει τη διάθεση του κόσμου σε οργάνωση και στρατηγική. Η πρωτοβουλία βρίσκεται αντικειμενικά στα χέρια των σοσιαλιστών, των κομμουνιστών, των δημοκρατών και προοδευτικών εντός κι εκτός ΣΥΡΙΖΑ.