του Γιάννη Μακριδάκη

Η επενδυτική αριστερά φαινόταν από το 2012 ότι έχει παραδοθεί στη συστημική της μοίρα. Από τότε που πήγε ο Τσίπρας στην πρώτη του επίσημη εμφάνιση ως επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης και μίλησε στο ελληνοαμερικανικό επιμελητήριο, για τι άλλο; Για την διαβόητη «ανάπτυξη». Όσοι συνέχισαν έκτοτε να τον ακολουθούν, το έκαναν είτε από ματαιοδοξία και δίψα για την κατάκτηση της εξουσίας, είτε από αδυναμία να αντιληφθούν και να κατανοήσουν το ηλίου φαεινότερον, είτε από φόβο να μη χρεωθούν μια διάσπαση της επονομαζόμενης τότε ως αριστεράς, και φυσικά όλοι φέρουν τις ίδιες ευθύνες για την κατοπινή μετάλλαξή της.

Διότι δεν μπορεί ένας αριστερός, πόσω μάλλον όταν θέλει και είναι προ των πυλών να γίνει πρωθυπουργός να μιλάει για «ανάπτυξη», έτσι όπως νοείται αυτή μέσα στον καπιταλισμό. Ούτε δικαιούνται οι συνεργάτες και ακόλουθοί του, οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως αριστεροί και προαλειφόμενοι ως κυβέρνηση να συνεχίζουν να τον υποστηρίζουν και να συμμετέχουν στον πολιτικό του χώρο όταν το ζητούμενό τους είναι επισήμως η “ανάπτυξη”, πόσω μάλλον δεν δικαιούνται, όταν κατόπιν εορτής διαχωρίσουν τη θέση τους, να μιλούν για ευθύνες των πρώην «συντρόφων τους» που τους πρόδωσαν, δίχως να κάνουν ταυτόχρονα σκληρή αυτοκριτική και δίχως να ζητήσουν συγνώμη από το σύνολο των πολιτών, ιδίως των κινηματικών που αγωνίζονται ανιδιοτελώς και με αυτοθυσία σε κάθε γωνιά της Ελλάδας ενάντια στην επέλαση της αναπτυξιακής ερπύστριας.

Η αριστερά λοιπόν, έτσι όπως οριζόταν πριν τον περσινό Ιούλιο, έχει πεθάνει. Αυτοκτόνησε. Κάτι απομεινάρια της που απέμειναν, δυστυχώς συνεχίζουν πολιτικά στο ίδιο μοτίβο με το παρελθόν σαν να μην έγινε τίποτε, ή να μην αντελήφθησαν τίποτε και αποτελούν ήδη μουσειακές φιγούρες και σχηματισμούς, που μαρτυρούν την παλαιά εκείνη εποχή.

Την εποχή κατά την οποίαν η παραδοσιακή-συστημική αριστερά βρισκόταν σε αδιέξοδο διότι δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον εαυτό της, ούτε τους όρους του χρηματοοικονομικού συστήματος εντός του οποίου γεννήθηκε, αφού πρέσβευε κι αυτή το δόγμα της «ανάπτυξης», έστω στο όνομα των λαών και όχι των αγορών, υποστήριζε δηλαδή άκομψα  κι αυτή την απομύζηση των φυσικών πόρων μέσω της άκρατης και πάνδημης αύξησης της κατανάλωσης, της παραγωγής ολοένα περισσότερου και δικαιότερα κατανεμημένου συστημικού πλούτου και της κατάργησης της λιτότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος, κάτι το οποίο δεν ήταν ούτε είναι δυνατόν να συμβεί, διότι  φυσικά δεν το αντέχει ο πλανήτης.

Επειδή λοιπόν η απομύζηση του οικοσυστήματος, είτε συμβαίνει με τους όρους των καπιταλιστών είτε με τους όρους της συστημικής αριστεράς, είναι το τελικό αποτέλεσμα της καταναλωτικής – “αναπτυξιακής” πολιτικής, είναι πια επιτακτική ανάγκη, μετά και από το σημείο καμπής του περασμένου Ιουλίου να αλλάξουμε πορεία και να ξαναϊδρύσουμε την αριστερά, ως Οικουμενική πια. Να ξεφύγουμε από το ιδεολόγημα της συστημικής «επανάστασης» και να προσηλωθούμε στην διαδικασία της επανάστησης του αξιακού μας συστήματος.  Να συντονιστούμε όλοι οι άνθρωποι των κινημάτων που μάχονται ανά την Ελλάδα για την προστασία των τόπων τους, του φυσικού περιβάλλοντος και του αρχέγονου πλούτου των φυσικών πόρων, οι οποίοι ανήκουν από κοινού σε όλα τα φυσικά πλάσματα και να εκφράσουμε πολιτικά τους αγώνες μας.

Η συστημική αριστερά πέθανε, η οικουμενική αριστερά όμως έχει ήδη γεννηθεί μέσα από το ήθος, την ανιδιοτέλεια και τον ενεργό πολιτικό βίο των ανθρώπων που δρουν συνειδητά ως θεματοφύλακες της ζωής στον πλανήτη.