Σύμφωνα με τον ίδιο, η Ελλάδα παρουσιάζει έναν από τους χαμηλότερους δείκτες καταγεγραμμένων βιασμών στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, τα τελευταία χρόνια δηλώνονται στις αρχές μόλις 200 βιασμοί το χρόνο, όταν στη Σουηδία -μία χώρα με αντίστοιχο πληθυσμό- δηλώνονται περίπου 5.500 βιασμοί σε ετήσια βάση.

Για ποιο λόγο όμως οι βιασμοί οι οποίοι καταγγέλλονται στην αστυνομία είναι πολύ λιγότεροι από αυτούς που πραγματικά συμβαίνουν στη χώρα μας; Όπως εξηγεί ο κ. Λέων, «ένας βασικός λόγος είναι ότι τα θύματα πολλές φορές είτε φοβούνται είτε εξαρτώνται οικονομικά ή εργασιακά από τον δράστη, ενώ κάποια θύματα πιστεύουν ότι το να καταγγείλουν την πράξη θα είναι μία επιπλέον ταλαιπωρία γι΄ αυτά και πιθανά δεν θα δικαιωθούν».

Ο πρόεδρος της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρίας σημειώνει επίσης ότι «ένας εξίσου σημαντικός λόγος είναι η ανυπαρξία ιατροδικαστικών δομών σε πάρα πολλούς νομούς της Ελλάδας, γεγονός που σημαίνει ότι αν, για παράδειγμα, μία γυναίκα υποστεί βιασμό σε ένα νομό όπου δεν υπάρχει ιατροδικαστής, θα πρέπει να υποστεί και την ταλαιπωρία του ταξιδιού προς την πλησιέστερη δομή». «Πιθανά σε αυτή την περίπτωση το θύμα θα αποθαρρυνθεί ακόμη περισσότερο» προσθέτει ο ίδιος.

Τι πρέπει να κάνει το θύμα ενός βιασμού;

Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρίας, «το βασικό που πρέπει να γνωρίζει το θύμα ενός βιασμού είναι ότι ο χρόνος λειτουργεί εις βάρος τής πιστοποίησης του βιασμού». Με άλλα λόγια «το θύμα πρέπει να ενεργήσει άμεσα και οπωσδήποτε να εξεταστεί από έναν ιατροδικαστή το συντομότερο δυνατό».

«Το πρώτο που πρέπει να κάνει το θύμα του βιασμού είναι να προσέλθει στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα και να υποβάλει μήνυση, ζητώντας παράλληλα άμεση ιατροδικαστική εξέταση. Στη συνέχεια θα πρέπει να προσέλθει στην ιατροδικαστική δομή χωρίς να έχει πραγματοποιήσει λουτρό και αν είναι δυνατόν να έχει αφαιρέσει ρούχα και εσώρουχα και να τα έχει τοποθετήσει σε έναν καθαρό σάκο. Και οι δύο κινήσεις -το να μην κάνει μπάνιο αλλά και να διατηρήσει τα ρούχα- γίνονται με σκοπό να είναι δυνατή η ανίχνευση γενετικού υλικού του δράστη. Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος που πρέπει η πρόσβαση να γίνεται το ανώτερο εντός 72 ωρών, καθώς πέρα από αυτό το χρονικό όριο είναι σχεδόν αδύνατη η ανίχνευση γενετικού υλικού του δράστη στο σώμα του θύματος» τονίζει ο Γ. Λέων.

Επισημαίνει τέλος πως «αν το θύμα του βιασμού κινηθεί έγκαιρα και σωστά, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα καταφέρει να δικαιωθεί και στη δικαστική διαδικασία».