Το 2008 ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ) προκήρυξε ευρωπαϊκό δημόσιο διαγωνισμό για την παραχώρηση της εκμεταλλεύσεως των προβλητών ΙΙ και ΙΙΙ. Στον διαγωνισμό επελέγη η Cosco Pacific Limited η οποία και συνέστησε θυγατρική ειδικού σκοπού, τη Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά. Το ίδιο έτος, ο ΟΛΠ υπέγραψε σύμβαση παραχωρήσεως με τον ΣΕΠ, η οποία κυρώθηκε με τον νόμο 3755/2009.

Στις 23 Μαρτίου 2015 η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση σύμφωνα με την οποία υπήρξαν ρυθμίσεις που είχαν τον χαρακτήρα κρατικών ενισχύσεων προς όφελος του ΣΕΠ και οι οποίες, ως γνωστόν, δεν συμβιβάζονται με την κοινοτική νομοθεσία για την εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά.

Στις ρυθμίσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται οι απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος επί δεδουλευμένων τόκων μέχρι την ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας του προβλήτα III, το δικαίωμα για την επιστροφή του πιστωθέντος ΦΠΑ, η απαλλαγή από τέλη χαρτοσήμου επί των συμφωνιών δανειοδότησης.

Σύμφωνα με την Επιτροπή, η Ελλάδα όφειλε να ανακτήσει άμεσα από τον ΣΕΠ και τη μητρική του εταιρεία Cosco τα χρηματικά ποσά, που αντιστοιχούσαν στις καταχρηστικώς χορηγηθείσες ενισχύσεις, περιλαμβανομένων των τόκων, υπολογιζόμενων με τη μέθοδο του ανατοκισμού.


Προσφυγή της Ελλάδας

Ωστόσο στις 2 Ιουνίου 2015 η Ελλάδα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής καθώς όπως ανέφερε η απόφαση της Επιτροπής έσφαλε ενώ ήταν ελλιπής και αντιφατική ως προς τη στοιχειοθέτηση της κρατικής ενισχύσεως.

Επίσης, η Ελλάδα θεώρησε πως η απόφαση προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της, έσφαλε της εφαρμογής του άρθρου 107 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης ως προς την έννοια της κρατικής ενισχύσεως καθώς και ότι προέβαλε (η απόφαση) εσφαλμένη ποσοτικοποίηση των προς ανάκτηση ποσών και παραβίαση των γενικών αρχών του δικαίου της ΕΕ.
 
Παρ’ όλα αυτά το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ δε δέχτηκε τα επιχειρήματα της Ελλάδας και απέρριψε όλους τους λόγους ακυρώσεως ως αβάσιμους. Συνεπώς, η προσφυγή απορρίφθηκε στο σύνολό της.