Για το «Σημειωματάριο» του Αριστείδη Αντονά (εκδ. Αντίποδες). Θα μπορούσε ο αναγνώστης και η αναγνώστρια του Αντωνά να ωφεληθεί πολλαπλώς από τους δυναμικούς και πολύτροπους στοχασμούς που αναπτύσσονται στις 50 παραγράφους του βιβλίου (με τα θέματα να ποικίλουν από την ιεροτελεστία του να πίνει κανείς καφέ έξω μέχρι την εξέλιξη του φεμινισμού). Αν η λογοτεχνία ωστόσο κερδίζει αυτό οφείλεται -εικάζω- στις αμηχανίες της γραφής, που εκτίθενται με αφοπλιστική ειλικρίνεια και παραδίδονται μπροστά μας ψημένες κι έτοιμες για κατανάλωση -είτε ιαματική, αν πιστεύουμε στο στοίχημα της αφήγησης, είτε ως μέρος του μνημόσυνου, αν πιστεύουμε πως το παιχνίδι έχει λήξει και η μπάλα κατοικοεδρεύει πλέον μόνιμα στην εξέδρα.
«[…] πρέπει να δούμε εκεί -και να το αναγνωρίσουμε σε ό,τι ανέκαθεν λεγόταν και που την εμβέλειά του κανείς δεν φαίνεται να έχει στα αλήθεια αντιληφθεί- το σημείο όπου γεννιέται το αντικείμενο της δωρεάς ως τέτοιας. Σε αυτήν τη μεταφορά εκείνο που το υποκείμενο μπορεί να δώσει συνδέεται ακριβώς με αυτό που μπορεί να συγκρατήσει, δηλαδή το δικό του απόρριμμα, το περίττωμά του. Είναι αδύνατο να μη θεωρήσουμε ότι υπάρχει εκεί κάτι το υποδειγματικό και απαραίτητο να επισημανθεί ως το ριζοσπαστικό σημείο όπου κρίνεται η προβολή της επιθυμίας του υποκειμένου εντός του Άλλου. Είναι ένα σημείο της φάσης κατά την οποία η επιθυμία αρθρώνεται και συγκροτείται και όπου ο Άλλος αποτελεί στην κυριολεξία μια χωματερή. Και δεν μας εκπλήσσει όταν βλέπουμε τους ιδεαλιστές της θεματικής μιας ανθρωποποίησης του κόσμου ή, όπως αναγκάζονται να εκφράζονται στις μέρες μας, του πλανήτη, να παραβλέπουν ότι ανέκαθεν μια από τις έκδηλες φάσεις της ανθρωποποίησης του πλανήτη έχει να κάνει με το γεγονός ότι το ζώο-άνθρωπος τον καθιστά χωματερή των αποβλήτων του»
Λακάν, Το Σεμινάριο. 8ο βιβλίο. Η Μεταβίβαση, σ. 244
Πόση είναι η απόσταση από το τέλος της Σπυρίδωνος Τρικούπη μέχρι το 34 της οδού Διδότου; Σύμφωνα με τους χάρτες της Google 11 λεπτά με τα πόδια. Σύμφωνα με τον Αριστείδη Αντονά 50 παράγραφοι/καταγραφές εν κινήσει σε ένα σημειωματάριο, ή άλλως, σύμφωνα με τις εκδόσεις Αντίποδες και την στοιχειοθεσία τους, 100 σελίδες.
Σ’ αυτές τις 100 σελίδες εκτυλίσσονται δύο παράλληλες ιστορίες. Η πρώτη είναι αυτή ενός σημειωματάριου. Η δεύτερη της πορείας του αφηγητή από ένα ιχθυοπωλείο στο σπίτι της αγαπημένης του. Οι δύο ιστορίες διαπλέκονται. Ο αφηγητής γεμίζει το σημειωματάριο όσο βρίσκεται εν κινήσει. Η πορεία προς την αγαπημένη ταυτίζεται με την πορεία της (κατα)γραφής.
Θα μπορούσε να είναι απλό. Τα πράγματα, ωστόσο, αρχίζουν να γίνονται ύποπτα ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, όπου ο αφηγητής πηγαίνει στο ιχθυοπωλείο γωνία Σπ. Τρικούπη και Καλλιδρομίου και γκρινιάζει για την τιμή του ψαριού, το οποίο έχει δώσει για ψήσιμο. Μια τέτοια εξαρχής επέλαση υλικότητας (και μάλιστα της πιο χυδαίας, καθόσον αφορά χρήμα και συναλλαγή) είναι κάτι ασυνήθιστο στην λογοτεχνική μας παραγωγή (ειδικά δε αυτής που ειδολογικά μπασταρδεύεται με το δοκίμιο). Τα 70 ευρώ που θα πληρώσει ο αφηγητής μάς ακολουθούν ως το τέλος της περιπλάνησής του, σαν το νόμισμα που δίνει κανείς στον ψυχοπομπό για να τον περάσει απέναντι.
Τα πράγματα δεν είναι απλά και με το σημειωματάριο. Έχοντας φτάσει στην κατοχή του αφηγητή ως δώρο από κάποια Τζίνα, στην οποία είχε επίσης δωριστεί από τη συγγραφέα Κλαίρη Τσιτσέλη, κουβαλάει ένα χρέος: να συμπληρωθεί, να γραφεί, να πάψει να αποτελεί τον κενό τόπο μιας προσδοκίας.
Σταδιακά επέρχεται η αποκάλυψη της ταύτισης των αφηγηματικών με τα πραγματικά πρόσωπα. Υποψιαζόμαστε ότι η Τζίνα είναι η Τζίνα Πολίτη, και στη σελίδα 16, μετά από ήδη καμια δεκαριά αναφορές, το επιβεβαιώνουμε. Και πρέπει να φτάσουμε στη σελίδα 56, ήδη μετά τη μέση του βιβλίου, για να δούμε τον αφηγητή να ταυτίζεται με τον συγγραφέα, όταν και αναφέρεται στο προηγούμενο βιβλίο του Ο πολτός των πραγμάτων. Αλλάζει άραγε αυτό κάτι στην πρόσληψη του βιβλίου; Ή μήπως στην ειδολογική του τοποθέτηση. Νομίζω πως όχι. Το βιβλίο εξάλλου παίζει μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, όταν κατονομάζεται ο υπαρκτός ιατρός παθολόγος Δημήτρης Μανιφάβας, αλλά ταυτόχρονα το βιβλιοπωλείο Κομπραί μεταμορφώνεται σε Γκερμάντ. Αυτό το μεταξύ μυθοπλασίας και στοχασμού είναι συστατικό της ταυτότητας του βιβλίου. Προτρέχω όμως.
Ας το πάρουμε από την αρχή. Ο Αντονάς διασχίζει την απόσταση από τη Σπύρου Τρικούπη έως τη Διδότου για να δει την αγαπημένη του. Η αγαπημένη του είναι άρρωστη και της κουβαλά ένα ψημένο ψάρι. Ταυτόχρονα, έχει το χρέος να συμπληρώσει ένα σημειωματάριο που του χάρισε η γραμματολόγος Τζίνα Πολίτη, η οποία πλέον είναι νεκρή. Αρχίζει να υφαίνεται ένας ιστός που διαπλέκει τα δύο θέματα, ήδη από το ψάρι, μέσο ίασης για την αγαπημένη, προσφορά μνήμης στη νεκρή φίλη.
Οι 50 παράγραφοι του βιβλίου αποτελούν την καταγραφή αυτής της διπλής εκπλήρωσης του χρέους. Το χρέος της φροντίδας της αγαπημένης αποτελεί την προϋπόθεση για την εκπλήρωση του χρέους προς την νεκρή φίλη. Το γεγονός δε πως η αγαπημένη ξυπνάει κάπως αργά δίνει το αφηγηματικό άλλοθι μιας οδυσσειακού τύπου περιπλάνησης (ο Τζόις, αγαπημένος της Τζίνας Πολίτη, επανέρχεται διαρκώς στο βιβλίο), με παλινωδίες και καθυστερήσεις, ώστε να δικαιολογηθεί ο χρόνος για την περάτωση της καταγραφής των σημειώσεων. Μια απόσταση ευθεία μετατρέπεται έτσι σε έναν λαβύρινθο.
Χαρακτηριστική είναι η πορεία που διανύει ο αφηγητής: Τον πετυχαίνουμε ως άλλον Οδυσσέα in medias res στην Τσαμαδού να κατευθύνεται προς την Σπύρου Τρικούπη. Από εκεί, αντί να διανύσει την οδό προς Πλατεία και από Ανδρέα Μεταξά να συνεχίσει Διδότου, έχουμε την εξής πορεία: Μετσόβου-Μπουμπουλίνας-Τοσίτσα-Ζαΐμη-Μεθώνης (δεν προσδιορίζεται πώς φτάσαμε εκεί, μάλλον από Στουρνάρα και Θεμιστοκλέους)- Ζ. Πηγής- Ερεσού- Μαυρομιχάλη- Διδότου (και επειδή η αγαπημένη κοιμάται)- Χαρ. Τρικούπη- Βαλτετσίου- Μαυρομιχάλη- Διδότου (και πάλι).
Η πορεία αυτή επιτρέπει στον Αντωνά να πετύχει τη σύμπτωση δύο αξόνων στοχασμού: αυτόν που αφορά την προσωπική μικροϊστορία (σημειωματάριο, φίλη, αγαπημένη) και αυτή που αφορά το ιστορικό και πολιτικό μακροεπίπεδο. Η πολεοδομία, η αρχιτεκτονική, η μετάλλαξη των Εξαρχείων, ο τρόπος ζωής στην εποχή μετά την πανδημία γίνονται θέματα που σχολιάζονται άλλοτε έξυπνα άλλοτε περισσότερο κοινότοπα στο σημειωματάριο (επιλογή ασφαλώς προσχεδιασμένη, καθώς οι σκόρπιες σκέψεις ενός σημειωματάριου δεν γίνεται να αποφεύγουν και το κοινότοπο).
Γράφοντας για τον Πολτό των πραγμάτων, η Μικέλα Χαρτουλάρη επεσήμανε ότι ο Αντονάς γράφει «για τον άνθρωπο μετά τη Δύση». Νομίζω πως αυτό μπορεί να ειπωθεί και για το «Σημειωματάριο», αν εννοήσουμε τη Δύση ως το φαντασιακό σημείο αναφοράς της μοντέρνας αισιοδοξίας. Η περιπλάνηση του Αντονά είναι πρωτίστως μια αντι-φλανερί. Σε αντίθεση με την χωρίς σκοπό περιπλάνηση του φλανέρ, εδώ έχουμε μια σαφή -εξαναγκαστικά προσδιορισμένη- πορεία προς την αγαπημένη. Και σε αντίθεση με τον ήρεμο στοχασμό του διανοούμενου, εδώ έχουμε μια λυσσαλέα καταγραφή σκέψεων κυριολεκτικά στο πόδι.
Το δώρο της Τζίνας Πολίτη, το δώρο του μοντερνισμού, παραλαμβάνεται από τον μετά-τη-Δύση αφηγητή ως άχθος. Το περιφρονεί, θεωρώντας το ακαλαίσθητο, και καταλήγει να περιφρονήσει και την απαίτηση που αυτό επιβάλλει:
«Ανίδεος για την ισχύ των κενών σελίδων, το προόριζα αδιάφορα για μια σειρά λογοτεχνικές δοκιμές, ακριβώς όπως η φύση του επέτασσε. Μόνο σήμερα, μετά το θάνατο της Τζίνας με κατέλαβε ασταμάτητη μανία καταστροφής. […] Το μεταχειρίζομαι σαν σκάφη για τον εμετό της σκέψης. Είναι το πεδίο για τα περιττώματα του μυαλού: σκάμμα που υποδέχεται λύματα του εγκεφάλου σε μορφή γραμμάτων. Τα λύματα μετατρέπουν το αντικείμενο σε συμβολική οδό Μεθώνης» (σ. 41-42).
Ξέρουμε από την ψυχανάλυση ότι τα περιττώματα είναι ακριβώς το δώρο που ζητά η μητέρα από το παιδί, «μια πειθαρχία της ανάγκης», όπως σημειώνει ο Λακάν στο 8ο Σεμινάριο. Ο Αντονάς με το να πετάει ατάκτως όλες τις σκέψεις στο Σημειωματαριο δείχνει να παραβιάζει την πειθαρχία της ανάγκης που το δώρο/ πρωκτικό αίτημα του Άλλου ζητά, αλλά ταυτόχρονα την αναδημιουργεί, υπό το φως πλέον της αδύνατης εκπλήρωσης του αιτήματος, μιας και η φίλη είναι νεκρή:
«Ο θάνατος προβάλει έτσι στο και στο κενό των σελίδων του σημειωματαρίου. Η σταθερή ματαίωση της γραφής που μας ειρωνεύεται περιπαικτικά, αυτή περισσότερο από καθετί άλλο μιλά μάλιστα για τον δικό μας θάνατο μπροστά σε κάθε ιδεώδες. Το τετράδιο κάηκε από την εξιδανίκευση του κενού. Χάθηκε κατά συνέπεια εξαιτίας ενός κειμένου που δεν θα μπορούσε καθόλου και ποτέ να κείται εδώ. Κάτι που δεν κείται αδυνατεί να γίνει κείμενο. Θα έπρεπε υποτίθεται να έχει γραφτεί εδώ και δεν γράφτηκε ποτέ» (58).
Γι’ αυτό και αποκτά θεωρώ ξεχωριστή αξία και η στιγμή που το σμάρτφοουν, ένα άλλο σημειωματάριο πολλαπλών εγγραφών, τύπου ασυνειδήτου, μπαίνει στο παιχνίδι. Όταν ο αφηγητής φτάνει στον στόχο του, και κοντοστέκεται στο σπίτι της αγαπημένης, μη ξέροντας αν πρέπει να παρατείνει και άλλο τη βόλτα του, ανακαλεί από τη μνήμη του κινητού του το σημείο εκείνο από το δοκίμιο του Καντ «Τι σημαίνει προσανατολίζομαι στη σκέψη» όπου και εκτίθεται η περιβόητη εικόνα του ανθρώπου που κινείται στο σκοτάδι και εντούτοις βρίσκει το δρόμο του, χρησιμοποιώντας τον «υποκειμενικό διαφοριστικό λόγο του» (άλλο ένα δείγμα της αντιφλανερί, καθώς εδώ το θάμβος της περιπλάνησης αντικαθίσταται από την κοινοτοπία του γνώριμου – μια σύγκριση με τον Λεοπόλδο Μπλουμ θα μπορούσε επίσης να επιχειρηθεί). Και όταν λίγο αργότερα περιμένει στο βιβλιοπωλείο Γκερμάντ, είναι πάλι το κινητό εκείνο που θα τον βγάλει από τη δύσκολη θέση: φωτογραφίζει και στέλνει στην αγαπημένη ένα απόσπασμα ερωτικής επιστολής του Τζόις προς την Νόρα, ώστε να διερευνήσει τις προθέσεις της.
Και τα δύο φωτογραφικά στιγμιότυπα αναπαράγονται στο βιβλίο, υπογραμμίζοντας έτσι την κομβική σημασία που τους αποδίδει ο συγγραφέας. Χαρακτηριστικό είναι δε ότι στο απόσπασμα του Τζόις ο αφηγητής παραλείπει να μεταφέρει στο σημειωματάριο ένα κρίσιμο χωρίο, που υπογραμμίζεται ωστόσο στην φωτο: «Γάμησέ με, βάζοντάς με να χωθώ στον κώλο σου, ξαπλωμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι, με τα μαλλιά σου λυτά, χυμένα στο μαξιλάρι, ολότελα γυμνή […]». Όπως χαρακτηριστικό είναι ότι η υπογράμμιση αφήνει τη φράση μετέωρη, καθώς αυτή συνεχίζει: «[…] εκτός από μια αρωματισμένη ροζ κιλότα».
Ο μοντερνισμός επέτρεπε τις αρωματισμένες κιλότες, εδώ όμως, μετά την υπερχρέωση του ψαριού, τους βρώμικους, κατουρημένους δρόμους και το ανεπίδοτο του δώρου-περιττώματος, το αίτημα μιας κυριολεκτικής πρωκτικής συνεύρεσης (και μάλιστα με λόγια δανεικά και φωτογραφημένα) ολοκληρώνει την αδυναμία του αφηγητή να ολοκληρώσει “σωστά” το παζλ της γραφής. Μοιάζει τραγική ειρωνεία, αλλά μετά από τόσες σελίδες προς τη νεκρή σελίδα ο αφηγητής δεν μπορεί να βάλει στη σειρά τρεις γραμμές ως απεύθυνση σε ένα πραγματικό πρόσωπο.
Θα μπορούσε ο αναγνώστης και η αναγνώστρια του Αντωνά να ωφεληθεί πολλαπλώς από τους δυναμικούς και πολύτροπους στοχασμούς που αναπτύσσονται στις 50 παραγράφους του βιβλίου (με τα θέματα να ποικίλουν από την ιεροτελεστία του να πίνει κανείς καφέ έξω μέχρι την εξέλιξη του φεμινισμού). Αν η λογοτεχνία ωστόσο κερδίζει αυτό οφείλεται -εικάζω- στις αμηχανίες της γραφής, που εκτίθενται με αφοπλιστική ειλικρίνεια και παραδίδονται μπροστά μας ψημένες κι έτοιμες για κατανάλωση -είτε ιαματική, αν πιστεύουμε στο στοίχημα της αφήγησης, είτε ως μέρος του μνημόσυνου, αν πιστεύουμε πως το παιχνίδι έχει λήξει και η μπάλα κατοικοεδρεύει πλέον μόνιμα στην εξέδρα.
