«Εφόσον ο τελικός σκοπός της ανθρώπινης πράξης ποτέ δεν μπορεί να προβλεφθεί με βεβαιότητα, τα μέσα που χρησιμοποιούνται προς επίτευξη πολιτικών στόχων τις περισσότερες φορές έχουν μεγαλύτερη σημασία για τον μελλοντικό κόσμο απ’ ό,τι οι επιδιωκόμενοι στόχοι».

Άννα Άρεντ, «Περί βίας»


Δεν επιθυμώ καθόλου να ενώσω τη φωνή μου με όσους θρήνησαν για τα ιστορικά κτίρια της Αθήνας, και τα καμένα σινεμά που δεν κάηκαν. Αντιθέτως, στις περισσότερες περιπτώσεις με εξοργίζει η υποκρισία τους.

Αλλά:

Ομολογώ ότι αδυνατώ να συλλάβω τι μπορεί να έχει μέσα στο κεφάλι του ο άνθρωπος που εμποδίζει ένα πυροσβεστικό όχημα να φτάσει στη φωτιά. Δεν μπορώ να το χωνέψω. Αν η στοχευμένη τρομοκρατία είναι ήδη ηθικά και πολιτικά προβληματική, τι να πει κανείς για όσους φλερτάρουν με τον φόνο τυχαίων αγνώστων; Η Μαρφίν μάς άφησε τρεις νεκρούς και έστρεψε το σύνθημα «εσείς μιλάτε για κέρδη και ζημιές, εμείς μιλάμε γι’ ανθρώπινες ζωές» εναντίον μας. Ο μόνος που έχει συμφέρον από αυτή τη στροφή είναι βεβαίως το κράτος και η καταστολή. Γι’ αυτό και με το ένα χέρι η αστυνομία επιτίθεται απρόκλητα σε διαδηλωτές και με το άλλο σιγοντάρει τις καταστροφές. Αντί όμως να αναμασούμε τη διαπίστωση ότι ανάμεσα σε όσους καίνε και καταστρέφουν βρίσκονται και ασφαλίτες, το πιο λογικό που θα έπρεπε να κάνουμε είναι να αναρωτηθούμε γιατί το κάνουν και να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα: αν τους συμφέρει, δεν μπορεί παρά να κάνει κακό σε μας. Και αν μας κάνει κακό, δεν μπορεί μονίμως να διστάζουμε να μιλήσουμε, μην τυχόν και παρασυρθούμε κι εμείς από την προπαγάνδα που θέλει να μιλά για επεισόδια, αντί για ογκώδεις κινητοποιήσεις. Αυτή η προπαγάνδα ξεκινά από τις ίδιες τις φωτιές, δεν αρκούν τα κανάλια. Αν ο Ζίζεκ θεωρεί ότι οι εξεγερμένοι καθίστανται δια της βίας ορατοί, μπορούμε να πούμε ότι όταν το κόστος για να γίνεται κανείς τηλεοπτικά ορατός είναι να τον ερμηνεύουν ως μανιακό, δεν αξίζει τον κόπο. Καλύτερα να ποντάρουμε στη βαθιά εμπειρία ενός ανθρώπου που περπατάει μέσα στο πλήθος των διαδηλωτών, ενώνει τη φωνή του μαζί τους και ζει με το κορμί του ότι δεν φάγαμε το παραμύθι πως με τη λιτότητα και τα δάνεια μάς σώζουν. Τα επεισόδια εξάλλου καταστέλλονται ευκολότερα από τα πλήθη.

Η λατρεία της βίας επικαλείται το επιχείρημα ότι δεν υπάρχουν ποτέ ανατροπές χωρίς βία. Όμως, χώρια που ανατροπές δεν συμβαίνουν κάθε βδομάδα, η Άρεντ στο εξαιρετικό «Περί βίας» (εκδ. Αλεξάνδρεια) σχολιάζει την περίφημη φράση του Μαρξ για τη βία ως μαμή της ιστορίας λέγοντας ότι η βία βρίσκεται παρούσα στις αλλαγές, όπως οι ωδίνες που προηγούνται του τοκετού, αλλά δεν εξηγούν τον τοκετό. Ο κόσμος δεν αλλάζει χάρη στη βία: «τα πάντα εξαρτώνται από τη δύναμη που βρίσκεται πίσω από τη βία. Η αιφνίδια κατάρρευση της δύναμης, που είναι ο προάγγελος των επαναστάσεων, αποκαλύπτει αστραπιαία πόσο η υπακοή των πολιτών –σε νόμους, σε κυβερνήτες, σε θεσμούς- δεν είναι παρά η εξωτερική εκδήλωση της υποστήριξης και της συναίνεσης». «Σε έναν αγώνα βίας ενάντια στη βία, η υπεροχή της κυβέρνησης υπήρξε πάντοτε απόλυτη», προσθέτει. H Άρεντ επιμένει ότι η εξύμνηση της πολιτικής βίας συνδέεται κατά μέγα μέρος με τη ματαίωση της ικανότητας του πράττειν στον σύγχρονο κόσμο. Τα ακραία φαινόμενα θα αυξάνονται όσο απουσιάζει η ουσιαστική πολιτική διέξοδος στις εντάσεις. Ανήλικοι επαναστάτες γράφουν προκηρύξεις λέγοντας ότι την ώρα της δράσης βεβαιώνεται η στιγμιαία ελευθερία τους, χωρίς να αντιλαμβάνονται, κατά τη συγγραφέα, ότι η κοινωνία στην οποία ζουν τους αφήνει να φαντασιώνονται το αδύνατο, υπό τον όρο ότι θα τους έχει στερήσει τη δυνατότητα να κάνουν το δυνατό, να αλλάξουν δηλαδή τους όρους της ζωής τους. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται σχολιασμός για να κατανοήσουμε πόσο επίκαιρος είναι ο στοχασμός της Άρεντ.

Το θέμα είναι πολύπτυχο και πολύπλοκο, δεν μπορούν καν να αναφερθούν όλες οι πτυχές του εδώ. Δεν πιστεύω ότι η κριτική στη βία σημαίνει αυτομάτως οριστική προσχώρηση στον πασιφισμό του άλλου μάγουλου και αναγνωρίζω τη σημασία της συστημικής βίας. Μένω όμως σε μία περιορισμένη πτυχή, όπως τη ζω στις πορείες της περιόδου που διανύουμε: δράσεις που διώχνουν τον κόσμο από τους δρόμους είναι επικίνδυνες και επιζήμιες. Πρόκειται για ναρκισσισμό των πιτσιρικάδων, όταν νομίζουν ότι μόνο αυτοί εκπροσωπούν προνομιακά τους αγώνες, και οι υπόλοιποι είναι καταγέλαστοι ανανήψαντες του καναπέ. Ο κόσμος αλλάζει όταν βγαίνουν στον δρόμο οι μέχρι πρότινος βολεμένοι.

Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει μια ηδονή στην πυρκαγιά, ηδονή που εξέφραζε ο Νέρων όταν άκουσε από κάποιον τη φράση: «εμού θανόντος, γαία μειχθήτω πυρί» και απάντησε: «αντιθέτως, εμού ζώντος». Στη συνέχεια απολάμβανε το «κάλλος των φλογών», όπως έλεγε, τραγουδώντας. Αυτή η ικανοποίηση που νιώθει κανείς μπροστά στο θέαμα της καταστροφής είναι πολύ κακός σύμβουλος για το τι πρέπει να πράξουμε πολιτικά. Όσοι έμαθαν να μιλούν με περιφρόνηση για τον βολεμένο μικροαστό που μέχρι χθες ψήφιζε ΠΑΣΟΚ και τον λοιδορούν που αποφάσισε να κατέβει σε πορείες τώρα που έχασε τα προνόμιά του, θα πρέπει να σεβαστούν ότι πραγματική κοινωνική αλλαγή μπορεί να συμβεί ακριβώς όταν εξεγείρονται οι μέχρι χθες ανυποψίαστοι. Αυτή τη στιγμή, το συνήθειο της βίας εμποδίζει. Εμποδίζει περισσότερους ανθρώπους να κατέβουν στον δρόμο και να διαδηλώσουν. Η αστυνομία θέλει πάντα να προκαλεί ένταση. Έχει συμφέρον. Εμείς τι συμφέρον έχουμε; Οι πυρκαγιές συνιστούν μαζί δυνάμει φόνο και πολιτικό σφάλμα. Έχουν και τα δύο σημασία, καθώς την πολιτική έκβαση της σημερινής κατάστασης δεν την ξέρω ούτε εγώ ούτε κανένας. Ξέρω όμως ότι έχει σημασία τι είδους άνθρωποι θα βγούμε από αυτή τη διαδικασία, και δεν με ικανοποιεί αυτό που βλέπω. Τελειώνω με μία ακόμα σκέψη από το ίδιο βιβλίο της Άρεντ: η βία όντως αλλάζει τον κόσμο. Τον κάνει πιο βίαιο.