Όλα ξεκίνησαν πριν από είκοσι και πλέον χρόνια. Δεν θυμάμαι πού και υπό ποιες συνθήκες πρωτοαντίκρισα περσικές μινιατούρες, το σίγουρο όμως είναι ότι στη θέα τους συγκλονίστηκα. Κάτι μέσα μου σκίρτησε, κάτι που προφανώς σχετίζεται με ό,τι ιδιαίτερο πάλλει στην ψυχή του κάθε ανθρώπου και εκδηλώνεται, όταν τούτο είναι εφικτό, με τρόπο μοναδικό. Τα στρομβώδη συννεφάκια, τα ζωηρά και αδιαβάθμητα χρώματα, η απεικονιστική τυπολογία των προσώπων, η ανυπαρξία τρίτης διάστασης και βάθους, η πέρα από κάθε λογική αναπαράσταση των αρχιτεκτονημάτων, το ατίθασο πέρασμα των ζωγραφισμένων κλαδιών και των μερών του ανθρώπινου σώματος εκτός των καθορισμένων πλαισίων των χειρογράφων, τα ανθρωπόμορφα βράχια, όλα τούτα φανέρωναν στα μάτια μου έναν κόσμο ακατανίκητης έλξης και ταυτοχρόνως οικείο.
Μια τέχνη υψηλή, η οποία κατά τον Μαντελστάμ συνιστά «πρεσβευτικούς ανέμους- δωρεές από την Κίνα», απλωνόταν στο βλέμμα μου και με καλούσε κοντά της˙ μια τέχνη που παρήγαγε, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω αργότερα, τα τελειότερα κατά τη γνώμη μου (έως βαθμού ύβρεως προς τον Θεό) χειρόγραφα στην ιστορία του πολιτισμού. Άρχισα την ενασχόλησή μου με τις περσικές μινιατούρες αντιγράφοντας, ως επί το πλείστον, έργα γνωστών μικρογράφων και πλουτίζοντας ταυτοχρόνως τη βιβλιοθήκη μου με λευκώματα που έφερνα από την Εσπερία. Όπως έλεγα τότε, «ακόμα και όταν πηγαίνω στη Δύση, για σκοπούς της Ανατολής πηγαίνω», κάτι που ισχύει και για τα σημερινά ταξίδια μου στην Ευρώπη. Συμπλήρωνα αυτές τις σκέψεις και τις πρακτικές με την πεποίθηση πως, εάν έχει κάποια βάση αλήθειας η έννοια της «κυτταρικής μνήμης», τότε στην περίπτωσή μου βρίσκει σίγουρα την καλύτερή της εφαρμογή μέσω των περσικών μικρογραφιών. Έχοντας το μισό μου αίμα αρμένικο και ενθυμούμενος τις αφηγήσεις των γιαγιάδων και των παππούδων μου για τις εκκλησίες που «αγιόγραψαν» οι πολύγλωσσοι πρόγονοί μου στη Μικρά Ασία, έλεγα πως, δεν μπορεί, όλο και κάποιος πρόγονός μου Αρμένιος που λοξοκοιτούσε προς την Περσία επιβιώνει μέσα μου, κάποιος από αυτούς που συνέβαλαν στην εδραίωση του ιδιαίτερου εκείνου είδους τέχνης που ονομάζεται «αρμένικη μικρογραφία», έχοντας περάσει ολόκληρη τη ζωή του σκυμμένος πάνω από χειρόγραφα την εποχή που, κατά τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο, «όλη η Αρμενία ήταν κλεισμένη μέσα σ’ ένα μοναστήρι».
Κοιτώ σήμερα τις πρώτες ζωγραφικές μου απόπειρες στις μινιατούρες και εκπλήσσομαι για ορισμένες τεχνικές, ξεχασμένες πλέον για μένα, που είχα καταφέρει τότε να εφαρμόσω (κυρίως την επιχρύσωση πάνω στο χαρτί). Έκτοτε κύλισε πολύ νερό στο αυλάκι της ζωής μου και η ενασχόληση με τις μινιατούρες πέρασε σε δεύτερη μοίρα για χάρη της Ποίησης. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου, ό,τι δημιουργικό παρήγαγα σε σχέση με την τέχνη της ποίησης έφτασε, θαρρώ, σ’ ένα όριο και για τον λόγο αυτό έκρινα ότι έπρεπε να επιστρέψω, ως εάν να ανήκα πάντα εκεί, στις περσικές μικρογραφίες. Τούτο δεν έγινε βέβαια αβασάνιστα, καθώς βίωσα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (και εξακολουθώ να βιώνω κατά καιρούς, είναι η αλήθεια) την αίσθηση ότι δεν είμαι «ούτε ποιητής ούτε κανονικός άνθρωπος», όπως θα έλεγε και ο Ungaretti. Καταλαβαίνω όμως πλέον, «ώς εδώ που έφερα τη ζωή μου», έχοντας πλήρη επίγνωση ότι όλα τα μεγάλα όνειρα που έτρεφα για το μέλλον δεν πρόκειται ποτέ να πραγματοποιηθούν, πως η ενασχόληση με τις περσικές μινιατούρες καθίσταται μέσα μου διαδικασία αναπότρεπτη και επιτακτική. Αποφάσισα να πιάσω το νήμα από την αρχή, συνειδητοποιώντας, για άλλη μια φορά, πόσα πολλά πράγματα αγνοούσα, επανεξετάζοντας έννοιες προφανείς και δεδομένες για τους περισσότερους, όπως για παράδειγμα η έννοια του χρώματος. Τώρα, ένα σωρό στοιχεία της πρακτικής εφαρμογής αυτής της τέχνης είναι προς εκμάθηση και, για τον λόγο αυτό, έχω περάσει στην περίοδο του έντονου διαβάσματος, των τεχνικών πειραματισμών αλλά και της αναζήτησης δασκάλων. Ένιωσα έκπληξη όταν διαπίστωσα ότι το χαρτί χρήζει ειδικής στίλβωσης με αχάτη ή με γυαλιστερά κοχύλια, καθώς τη διαδικασία της στίλβωσης την είχα συνδέσει ανέκαθεν με το μέταλλο ή, το πολύ, με το ξύλο. Έπρεπε να μάθω ποιό είδος χαρτιού είναι το κατάλληλο και πώς πρέπει να το επεξεργαστώ (χρωματισμός, κολλάρισμα και στίλβωση), πώς και με ποια αναλογία πρέπει να γίνεται η ανάμιξη των χρωστικών με το αραβικό κόμμι, ποια είναι τα κατάλληλα πινέλα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν, πώς γίνεται η μετατροπή των φύλλων χρυσού σε σκόνη (shell gold) με σκοπό την επιχρύσωση με πινέλο, πώς θα ζωγραφιστούν τα πρόσωπα, με ποια τεχνική θα αποτυπωθούν ομοιόμορφα τα χρώματα πάνω στο χαρτί κ.λπ. Λυπάμαι που για όλα αυτά τα στοιχεία η πληροφόρηση που μπορεί να βρει κανείς στην Ελλάδα είναι κυριολεκτικά ανύπαρκτη και θλίβομαι που, για άλλη μια φορά, η ρήση του Σεφέρη για το πόσο «τραγικά αυτοδίδακτος» είναι κανείς στη χώρα μας επαληθεύεται. Υπό ιδανικές συνθήκες η έρευνα και οι επαφές πρέπει να στραφούν προς την Ανατολή (Ιράν, Κεντρική Ασία, Ινδία, Τουρκία) ή, εναλλακτικά, προς το Λονδίνο ή το Παρίσι.
Αναφερόμενος στο Λονδίνο, και σε σχέση πάντοτε με τις περσικές μινιατούρες, έρχονται στον νου μου ο Ν. Καζαντζάκης και ο Καλούστ Γκιουλμπενκιάν. Ο πρώτος απέδωσε με γλαφυρό τρόπο τη σπουδαιότητα της τέχνης αυτής στο ταξιδιωτικό του βιβλίο «Αγγλία», κατά την επίσκεψή του στο Βρετανικό Μουσείο, όταν έθεσε στον εαυτό του το αρχετυπικό ερώτημα «αν γίνονταν ξαφνικά μεγάλη καταστροφή και μπορούσα, ποιο θα’ σωζα απ΄όλα τούτα τ’ αναρίθμητα αγαθά του μουσείου»; Είχε να επιλέξει ανάμεσα στις τρεις σταθερές του αγάπες, όπως τις ονόμαζε: τα ασσυριακά ανάγλυφα, τις περσικές μινιατούρες και την κλασική ελληνική τέχνη. Μολονότι στο τέλος δεν διαλέγει αυτό που «πρέπει», την ελληνική τέχνη δηλαδή, αλλά την πληγωμένη ασσυριακή λιόντισσα, την αδερφή του όπως την αποκαλεί, έχει καταφέρει προηγουμένως να περιγράψει με ενάργεια, όπως προείπα, ορισμένα στοιχεία των περσικών μικρογραφιών, χαρακτηρίζοντάς τες έργα χαριτωμένα, όλο γλύκα, τρυφερότητα και ηδονή, ντελικάτα και αναίμαχτα λουλούδια της ομορφιάς, που βρίθουν από μουσουλμανικά ανάερα παλάτια, τριανταφυλλένιες πόρτες, πολύχρωμα πουλιά, ανοιχτούς κήπους, κυπαρίσσια σαν λαμπάδες, ανθισμένες αμυγδαλιές, λιγόφυλλες μικρούλες λεύκες, αραβικά λιγνά άλογα και γυναίκες με βαμμένα νύχια που πατούν με τις καμαρωτές, κόκκινες πατούσες τους μαύρα, σπαθάτα ρητά του Κορανίου. Κατά τον Καζαντζάκη «όπως είναι το φόντο χρυσαφί, νιώθεις πως όλα τούτα τα πλάσματα ζουν κι αναπνέουν σε αιώνιο, ασάλευτο παραδεισένιο αέρα. Οράματα από μετάξια και λουλούδια και πουλιά, από μυστηριώδη χαμόγελα και χείλια κόκκινα… Η ύλη δεν έγινε πνέμα, να σκορπίσει, έφτασε στην πιο χαριτωμένη άνθισή της, διατηρώντας απ’ όλο το βάρος της μονάχα τις γραμμές και τα χρώματα».
Ο Γκιουλμπενκιάν, που αναπαύεται στον περίβολο της αρμενικής εκκλησίας του Αγίου Σαρκίς στο Κένσιγκτον, και για τον οποίο ειπώθηκε ότι «ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη ιστορία δεν υπήρξε άνθρωπος που να κατέχει τόσα πολλά έργα τέχνης», μου θυμίζει με τη σειρά του τη συνήθειά μου να κάθομαι επί ώρες στο δωμάτιό μου και να θαυμάζω περσικά χειρόγραφα που ανακαλύπτω από διάφορες πηγές (π.χ. ψηφιοποιημένα στο διαδίκτυο), κατά τον τρόπο που και ο ίδιος αρεσκόταν να κάνει, όπως γνωρίζουμε από αφηγήσεις, καθισμένος και αμίλητος μπροστά από τις συλλογές του, σε ένα από τα δωμάτια του τετραώροφου σπιτιού-μουσείου που διατηρούσε στο Παρίσι. Είναι αλήθεια ότι τα ομορφότερα δείγματα περσικών μικρογραφιών που έχω αντικρίσει προέρχονται από τη συλλογή του Γκιουλμπενκιάν και εύχομαι να ξαναβρεθώ μια μέρα στη Λισσαβώνα και να τα ξαναδώ. Ο Γκιουλμπενκιάν θα τονίζει πάντοτε για μένα τη σημασία του υψηλού αισθητικού κριτηρίου και θα με μεταφέρει στο πεδίο εκείνο που αληθεύει το όνειρο του Ντοστογιέφσκι, όταν επικρατήσει τελικά στον κόσμο η ομορφιά.
Θα ήθελα επίσης να αναφερθώ σε μια όψη της σχέσης μου με τις περσικές μινιατούρες, όπως αυτή έχει αποτυπωθεί σε ένα ποίημά μου από τη συλλογή «Σημείο Πετρούπολης», το οποίο αφιέρωσα στον σπουδαίο Ρώσο ποιητή Νικολάι Γκουμιλιώφ. Είχα εκπλαγεί ευχάριστα στο παρελθόν όταν ανακάλυψα ότι ο Γκουμιλιώφ είχε γράψει ένα ποίημα που έφερε τον τίτλο «Περσική μινιατούρα», και η ευχαρίστησή μου είχε πολλαπλασιαστεί όταν ανακάλυψα ποιήματα και άλλων Ρώσων ποιητών, αφιερωμένα στον Γκουμιλιώφ, με σημείο αναφοράς τις περσικές μινιατούρες. Να λοιπόν που τα ντελικάτα ανθάκια των περσικών μικρογραφιών είχαν καταφέρει να ευδοκιμήσουν σε «ρωσική παγωνιά δεκατετράβαθμη». Η τελευταία στροφή του ποιήματός μου έκλεινε ως εξής: «Ας αφεθούμε στ’ αμυγδαλωτά μάτια μιας μινιατούρας/στο χρυσό και στ’ ασήμι/στους αζουρίτες και στο λάπις λάζουλι, ας διαιωνίσει/ο Θεός τη σκιά τούτη της ευεργεσίας/την υπεροχή της ανάμεσα σε ρόλους και βασίλεια/ανάμεσα σ’ ευωδέστατα άνθη. Μην ψάχνεις/το βασίλειο του Σολομώντα/έχει γίνει πια σκόνη/άσε στην άκρη το Σουδάν/και τη Μαδαγασκάρη,/έλα κοντά μου και συναίνεσε/-προτού πέσουμε/στον καταπιόνα του ήλιου,/και γίνουν όλα κιννάβαρι-/στο πιο τρελό μου όνειρο:/ν’ αξιωθώ να γίνει κάποτε/απλός αντιγραφέας των Περσών».
Τελικά, αν με ρωτούσε κανείς σήμερα «τι θα ήθελες να ήσουν και σε ποια εποχή θα ήθελες να ζούσες», η απάντησή μου είναι απλή: μικρογράφος στο εργαστήρι της αυλής του Σάχη, στη Σαφαβιδική Περσία, ασκώντας τη συγκεκριμένη τέχνη με τη χρήση ειδικών τεχνικών αναπνοής, για να μένει σταθερό το χέρι μου καθώς ζωγραφίζω, και χρησιμοποιώντας πινέλα της μιας τρίχας. Και αν με ρωτούσαν επί πλέον «ποια είναι η επιδίωξή σου την σήμερον ημέραν από την ενασχόλησή σου με τις περσικές μινιατούρες, μια εργασία που στην ουσία μοιάζει να είναι παντελώς εκτός τόπου και χρόνου», θα έλεγα μόνο τούτο: να μπορέσω κάποια στιγμή να φιλοτεχνήσω ένα αντίγραφο περσικής μινιατούρας που να ξεπερνάει τον μέσο όρο. Τίποτε άλλο. Θα ήθελα, δηλαδή, οι στίχοι μου να επαληθεύσουν τη ζωή μου και «ν’ αξιωθώ να γίνω κάποτε/απλός αντιγραφέας των Περσών».