Ανακλήθηκε χθες ο Ρώσος πρέσβυς στις ΗΠΑ, Ανατόλυ Αντόνωφ, και επέστρεψε στη Μόσχα «για ενημέρωση και συζήτηση επί της παρούσας κατάστασης των σχέσεων με την Ουάσιγκτον και την κυβέρνηση Μπάιντεν», όπως ανακοίνωσε το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας. 

Όπως δήλωσε η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, «η ανάκληση έγινε για να αναλυθεί τι πρέπει να γίνει και που να βαδίσει [η Ρωσία] στο πλαίσιο των σχέσεων με τις ΗΠΑ», ενώ «εκπρόσωποι του [ρωσικού] υπουργείου Εξωτερικών και άλλων σχετικών υπηρεσιών θα συμμετέχουν στις συζητήσεις με τον Ανατόλυ Αντόνωφ… καθώς, μετά το πρώτο δίμηνο του Μπάιντεν στην εξουσία είναι καλή η στιγμή για να αναλυθεί που επιτυγχάνει και που αποτυγχάνει» και δεν πρέπει οι σχέσεις να οδηγηθούν σε «μη αναστρέψιμο σημείο».  

Είναι σαφές από τη δήλωση ότι η Ρωσία θεωρεί απολύτως υπεύθυνες τις ΗΠΑ για την σημερινή κατάσταση των διμερών σχέσεων, ενώ είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η απόφαση για την ανάκληση του πρέσβη γίνεται αμέσως μετά την δήλωση του Αμερικάνου Προέδρου, Τζο Μπάιντεν, σε συνέντευξη του στο πρωινό πρόγραμμα του καναλιού ABC, στην οποία χαρακτήρισε τον Ρώσο ομόλογο του, Βλάντιμιρ Πούτιν, ως «δολοφόνο» και επανέλαβε τα περί εμπλοκής της Ρωσίας στις αμερικάνικες εκλογές, για την οποία «ο Πούτιν θα πληρώσει το τίμημα». 

Αν και ο Τζο Μπάιντεν είχε πολλές φορές πει πράγματα που έθεταν σε αμφισβήτηση τις νοητικές του ικανότητες, στη συγκεκριμένη ηλικία, η δήλωση αυτή έγινε με την ιδιότητα του προέδρου των ΗΠΑ και το πλαίσιο στο οποίο έγινε δεν επιτρέπει παρερμηνείες. Ειδικά καθώς ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ ήδη έχει κατηγορήσει την Κίνα για «γενοκτονία των Ουιγούρων», δημιουργώντας, στην κοινή γνώμη των ΗΠΑ, και για την Κίνα και για τη Ρωσία, εντυπώσεις αντίστοιχες με αυτές που είχαν παλαιότερα καλλιεργηθεί, επί άλλων Δημοκρατικών προέδρων, για την Γιουγκοσλαυική ηγεσία, το Σαντάμ, πιο πρόσφατα τον Άσαντ κ.α. 

Από την εκλογή Μπάιντεν και μετά ήταν αναμενόμενη η αντι-ρωσική πολιτική αλλά η συγκεκριμένη κορύφωση είναι απότομη και σημαίνουσα, στο πλαίσιο και των υπολοίπων κινήσεων του νέου Προέδρου. Εντάσσονται και αυτές στην αυτοεξαίρεση (exceptionalism) των ΗΠΑ από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου αλλά και του διπλωματικού «παιγνιδιού», που δεν αφορά μόνο στις γεωστρατηγικές βλέψεις αλλά και στο θέμα των εμβολίων, όπως φαίνεται.

Να υπενθυμίσουμε ότι, ειδικά στο θέμα της Ρωσίας, έχουν προηγηθεί οι ανακατατάξεις του νατοϊκού στρατού στο τέλος της προεδρίας Τραμπ, και οι κινήσεις για τη δημιουργία ενός ασιατικού συνασπισμού αντίστοιχου του ΝΑΤΟ, που έχει στο στόχαστρο και τις δύο αναδυόμενες δυνάμεις (Ρωσία και Κίνα). 

Τέλος, η σχέση που μπορεί να έχουν οι κινήσεις της ελληνικής κυβέρνησης, τόσο στο εξωτερικό, με την όλο και επιθετικότερη πολιτική κατά τρίτων κάτω από τη νατοϊκή αιγίδα όσο και στο εσωτερικό, με τις κατασταλτικές ακρότητες, οφείλει να μας απασχολήσει. Όπως και η σχέση που μπορεί να έχει η απότομη αυτή κορύφωση των – προς το παρόν λεκτικών, αλλά στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο- επιθέσεων με τον πόλεμο των εμβολίων που ήδη βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη. 

Ειδικά το ρωσικό εμβόλιο, Σπούτνικ, αποτελεί στόχο της αμερικάνικης διπλωματίας, που στηρίζει τα (πολύ πιο ακριβά) αμερικάνικα εμβόλια και έχει εξαπολύσει προπαγανδιστικό πόλεμο λάσπης κατά τόσο του ρωσικού όσο και κάθε άλλου μη δυτικού εμβολίου. Παράλληλα, στη διπλωματία των εμβολίων οι Ρώσοι και οι Κινέζοι έχουν κερδίσει έδαφος στη διεθνή κοινή γνώμη, όπως και η Κούβα λόγω της πολιτικής αλληλεγγύης που ακολουθεί.

Στο ίδιο πλαίσιο τοποθετούν αναλυτές και την επίθεση κατά του εμβολίου της AstraZeneka, που ξεκίνησε το Νοέμβριο, ενώ τα εμβόλια της Pfizer και της Moderna δεν αμφισβητήθηκαν ποτέ – και αυτό γιατί πρόκειται υποθέσεις δισεκατομμυρίων. Η κάμψη ή και εξαφάνιση του ανταγωνισμού είναι κάτι που οφείλει να εξεταστεί και στο πεδίο των αμερικανό-ρωσικών σχέσεων, ως ένα ακόμη ερμηνευτικό εργαλείο της αμερικανικής στάσης. Άλλωστε, μόλις την Τρίτη – ακριβώς πριν την επίθεση που δέχθηκε από το Τζο Μπάιντεν- ο Βλάντιμιρ Πούτιν, είχε αναφέρει, σε συνέντευξή του, ότι «η αγορά των εμβολίων αγγίζει τα εκατό δισεκατομμύρια δολάρια» και καταγγείλει ότι «στη συγκεκριμένη αγορά βλέπουμε πως κάποιοι έρχονται, και πουλάνε μια μικρή ποσότητα των εμβολίων τους με έκπτωση, υπό τον όρο ότι όλα τα υπόλοιπα η συγκεκριμένη χώρα θα τα αγοράσει από το συγκεκριμένο παραγωγό εμβολίων και μόνο».

Επίσης, έχουν ήδη έρθει στο φως της δημοσιότητας στοιχεία για τις πιέσεις που έχουν δεχθεί κυβερνήσεις ώστε να μην αγοράσουν ρωσικά εμβόλια.

 Πρόσφατη ετήσια έκθεση του υπουργείο Υγείας των ΗΠΑ, αναφέρει ότι το συγκεκριμένο υπουργείο σε συνεργασία «με τις αρχές ασφαλείας» προωθεί τα αμερικάνικα εμβόλια και έχει ως στόχο να καταπολεμήσει τη διπλωματία των εμβολίων τρίτων χωρών. Το σχέδιο αυτό έχει τεθεί, μάλιστα, σε εφαρμογή με την βοήθεια των αγγλόφωνων κρατών που αποτελούν τα «πέντε μάτια» (five eyes, ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία) για να «ενισχύσει την εμπιστοσύνη στα [αμερικάνικα] εμβόλια διεθνώς».

Στην έκθεση αναφέρονται ονομαστικά η Κούβα, η Βενεζουέλα και η Ρωσία ως χώρες που βλάπτουν τις ΗΠΑ και «αυξάνουν την επιρροή τους» μέσω της ανθρωπιστικής τους παρουσίας. Στις λεπτομέρειες, στην ίδια έκθεση αναφέρονται και οι πιέσεις που άσκησε ακόλουθος της πρεσβείας των ΗΠΑ στη Βραζιλία, ώστε να απορρίψει το ρωσικό εμβόλιο και να μην δεχθεί Kουβανούς γιατρούς. Στις γνωστές συνθήκες που επικρατούν, λόγω πανδημίας, στη Βραζιλία, μόνον αυτές οι πιέσεις αντιστοιχούν σε χιλιάδες χαμένες ζωές.