Του Κωνσταντίνου Πουλή

Στην ίδια χώρα, έδωσε συνέντευξη στον αγαπητό σκάι ο δήμαρχος Γιώργος Καμίνης, σε σχέση με τους πρόσφυγες. Νομίζω ότι δεν φταίνε οι κακοί συνειρμοί της τσιριχτής φωνής, το πρόβλημα είναι πραγματικό. Τον άκουσα να  αναφέρει λοιπόν επί λέξει «έχω βρει χώρο…» πάντα σε πρώτο πρόσωπο, να θέτει όρους, να μιλάει για την ντροπή της πλατείας Βικτωρίας, να αναφέρει ως πρώτη ανάγκη την καθαριότητα και ως δεύτερη την αστυνόμευση κοκ. Ο τίτλος κάτω από τη φάτσα του έλεγε: «Στους δήμους το βάρος για την αντιμετώπιση του προσφυγικού». Τον ρωτούν πότε θα είναι έτοιμες οι δομές φιλοξενίας και απαντά, «Α, αυτό δεν είναι δικό μας θέμα». Ο δήμος δηλαδή υποδεικνύει έναν χώρο, δεν παρέχει τα απαραίτητα προκειμένου ο χώρος αυτός να καταστεί αξιοποιήσιμος. Με άλλα λόγια, ο Καμίνης που μιλούσε σε πρώτο πρόσωπο για την αντιμετώπιση του προσφυγικού, για την ακρίβεια των προσφύγων, αυτό που έλεγε ήταν ότι πήγε κάποιος σύμβουλος και του πρότεινε έναν χώρο από τους διαθέσιμους του Δήμου και αυτός έδωσε την υψηλή έγκρισή του. Αυτό δίνει το δικαίωμα στον δήμαρχο να μιλά σε πρώτο πρόσωπο για την αντιμετώπιση, λες και έχει κουνηθεί από τη θέση του.

Είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα που δείχνει πώς αντιλαμβάνεται τον συνάνθρωπο μια μερίδα της κοινωνίας. Η μερίδα αυτή είναι πολύ ευαίσθητη σε ζητήματα αισθητικής. Κάτι μεταξύ Ατενίστας, που πλέκουν πουλόβερ στα παγκάκια, και Ποταμιού, που ανησυχεί για τα καφάσια στο παρκάρισμα. Με λίγα λόγια, είναι ένα παρεάκι που δεν θέλει να βλέπει ασχήμια, γι’ αυτό είναι πολύ πρόθυμο να κάνει τα πάντα ώστε η ασχήμια να πάει αλλού. Ασχήμια στα μάτια τους είναι βεβαίως όχι ο πολιτικός συρφετός με τον οποίον συναγελάζονται, αλλά οι φτωχοί και κατατρεγμένοι.

Η περίπτωση του Καμίνη συμβολίζει μια διαδεδομένη στάση απέναντι στους πρόσφυγες, του ανθρώπου που βεβαίως δεν έχει πάθει τίποτα, δηλαδή του είπε κάποιος σύμβουλος ποιους χώρους μπορεί να διαθέσει ο δήμος και είπε «εντάξει», αλλά νομίζει ότι έχει υποφέρει αρκετά και δεν πάει άλλο. Προφανώς η δική μας βόλεψη ποτέ δεν συγκρίνεται. Πάντα οι πρόσφυγες θα υποφέρουν περισσότερο. Και από μένα και από τον Καμίνη, παρότι υποθέτω ότι η ζωή του Καμίνη είναι κάπως πιο άνετη από τη δική μου. Εδώ όμως δεν κάνουμε διαγωνισμό. Λέμε κάτι πολύ απλό: πως προσφυγικό πρόβλημα είναι το πρόβλημα των προσφύγων.  Κατά βάθος νομίζω ότι αυτό που συζητούμε σχετίζεται με τις ευρύτερες ταυτίσεις μας. Ο Καμίνης δεν θέλει να υποφέρουν οι δικοί του άνθρωποι. Οι συνέλληνες, οι ψηφοφόροι του, δεν ξέρω ποιοι. Εγώ δεν διαθέτω κάποιου είδους πατριωτισμό, λοιπόν το ποια είναι η εθνική, θρησκευτική ή άλλη ταυτότητα αυτού που υποφέρει δεν με αφορά.

Πού καταλήγουν όλα αυτά; Για αρχή, θα μπορούσαμε να εκφραζόμαστε με λίγο περισσότερο σεβασμό για τον πόνο των άλλων. Δηλαδή όταν έχεις μπροστά σου κάποιον που του έχουν κόψει το πόδι, δεν οδύρεσαι για τις παρωνυχίδες σου. Είναι απρέπεια. Και αν σε απασχολούν πραγματικά οι παρωνυχίδες σου, τόσο που δεν μπορείς να σωπάσεις, μπορείς να κάνεις λίγο παραπέρα και να μη καταλαμβάνεις χώρο στον δημόσιο διάλογο, για να πεις πόσο κουράστηκες για να διαλέξεις ποιο άδειο κτήριο θα «διαθέσεις» (Σιγά, δικό σου είναι; Ποιος θα το στερηθεί;) για τη στέγαση, παρότι μετά άλλοι θα κοιμίζουν και θα ταΐζουν. Αυτό δεν συνιστά λύση. Συνιστά όμως αίσθηση προοπτικής, δηλαδή εικόνα του τι είναι πρώτο και τι δεύτερο, τι είναι σημαντικό και τι είναι ασήμαντο.

Επιστρέφω στην Κυριακή: η κινητοποίηση στην πλατεία Συντάγματος ήταν μια κίνηση εξαιρετικά εκτεταμένης επίδειξης αλληλεγγύης από μεγάλες μάζες ανθρώπων. Το τελευταίο το τονίζω διότι πιστεύω ότι, όπως και στην περίοδο των Αγανακτισμένων, ενδιαφέρον αποκτά η κατάσταση την ώρα που κινητοποιεί και ανθρώπους που δεν ανήκουν στους συνήθεις ύποπτους. Που ξύπνησαν δηλαδή μέσα στη φωτιά της συγκυρίας. Αυτές είναι οι στιγμές που κάτι αλλάζει. Δεν γελιέμαι, ως επαγγελματίας απαισιόδοξος ξέρω ότι αυτό που αλλάζει είναι εύθραυστο και μπορεί να μας το πάρει πίσω η συγκυρία τόσο αιφνιδιαστικά όσο μας το έδωσε, ίσως με το πρώτο κρούσμα βίας από μετανάστη, που θα κεντρίσει τα σκυλιά της οργής για να αναλάβουν και πάλι τον ρόλο τους.

Από αυτά τα στιγμιότυπα όμως θα ήθελα να αντλήσω ένα κοινό συμπέρασμα: προτείνω, όπως και σε όλα τα εθνικά στερεότυπα και την εθνική περηφάνια, να χαίρεται ή να ντρέπεται κανείς  γι’ αυτά που έκανε με τα χέρια του ή έστω αυτά που είπε με το στόμα του. Την ώρα που ο Καμίνης έλεγε με θράσος «εγώ» και «εγώ» για να πει ότι επέτρεψε να διατεθούν κάποιοι χώροι, άλλοι κουβαλούσαν κούτες και σακούλες όλη μέρα. Την ώρα που ο Τάκης Θεοδωρόπουλος έβριζε τους πρόσφυγες από τις σελίδες της Καθημερινής γιατί δεν έδειχναν αρκετή ευγνωμοσύνη απέναντι στους ευεργέτες τους, κάποιοι άλλοι έκοβαν κρεμμυδάκια και τους τα μαγείρευαν. Εν ολίγοις, δεν τα φάγαμε όλοι μαζί, δεν τα μαγειρέψαμε όλοι μαζί, δεν μοιράσαμε όλοι μαζί,  δεν υπάρχει κανένα όλοι μαζί.

Όταν θα μας ανατινάζουν οι τζιχαντιστές και θα μας βιάζουν τις γυναίκες, οι αλληλέγγυοι θα χρειαστεί να απολογηθούν στο δικαστήριο της ιστορίας για το ότι δεν ζήτησαν πολιτική κλειστών συνόρων και για το ότι με τα φάρμακα που πρόσφεραν έκαναν την Ελλάδα ελκυστικό προορισμό για μισάνθρωπους ισλαμιστές, βιαστές και τρομοκράτες.  Αυτή είναι η ευθύνη που αναλαμβάνουν απέναντι στην ιστορία, με τα επιχειρήματα και την ευαισθησία που διαθέτουν. Ο Καμίνης αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη να πει «φτιάξτε το εδώ» και μετά να το φτιάξουν άλλοι, και την πολιτική ευθύνη να περιγράφει την προσφυγιά ως βρώμα και ντροπή. Και ο Θεοδωρόπουλος αναλαμβάνει την ευθύνη να πει ότι οι διωγμένοι από τους πολέμους στους οποίους εμπλέκεται η Δύση δεν της φιλούν με αρκετή ευγνωμοσύνη το χέρι όταν τους υποδέχεται ως ικέτες.

Λέγεται συχνά επικριτικά ότι κάποιοι κρατάμε για μας τον ρόλο του καλού, με αυταρέσκεια και έπαρση. Προσωπικώς δεν διαθέτω καμία αυταρέσκεια και έπαρση, αλλά αν σας ενοχλεί ο ρόλος που επιτελείτε, μην κάνετε τον Δρακουμέλ της ιστορίας.