του Θάνου Καμήλαλη

«Η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής μας από το 2016. Το έχει πει επανειλημμένως ο πρωθυπουργός. Η κυβέρνηση έχει σχέδιο, προτάσσουμε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα και το θέμα των πλεονασμάτων θα τεθεί, όπως έχει πει ο πρωθυπουργός από το 2021 » ανέφερε την Τρίτη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας. Πράγματι, από τη στιγμή που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ υπέγραψε το μνημόνιο διαρκείας μέχρι το 2060 (αυτό που «δεν είναι μνημόνιο» αλλά έχει στόχους, αξιολογήσεις και μέτρα), η Νέα Δημοκρατία δεν έχανε ευκαιρία να υπενθυμίζει πόσο καταστροφική είναι αυτή η συμφωνία και να υπόσχεται «επαναδιαπραγμάτευση».

Η «διαπραγμάτευση» όμως όταν δεν έχεις κανένα σχέδιο για το τι θα κάνεις αν οι απέναντι, που κρατούν και το μαχαίρι και το πεπόνι, πούνε απλά «Όχι», είναι μία κοροϊδία και μισή. Αυτό είναι ένα αξίωμα που θα έπρεπε να έχει γίνει σαφές μετά από 10 χρόνια κρίσης και μισή ντουζίνα κυβερνήσεις. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι ήταν πιο φειδωλή από προηγούμενες στο θέμα της επαναδιαπραγμάτευσης των συμφωνηθέντων. Δεν «έσκιζε μνημόνια», ούτε υποσχόταν «Ζάππεια». Το θέμα των πλεονασμάτων, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό και κυβερνητικά στελέχη, μπορεί να ήταν «εθνικός στόχος», αλλά θα έμπαινε στο τραπέζι «όχι βραχυπρόθεσμα» και «σε δεύτερο χρόνο». Ωστόσο, σε συνδυασμό με τις προεκλογικές υποσχέσεις για σωρεία φοροελαφρύνσεων και την έξαλλη ρητορική, αυτή η υποτιθέμενη μετριοπάθεια γινόταν για τους ψηφοφόρους απλώς ψιλά γράμματα που περνούν με μεγάλη ταχύτητα σε τηλεοπτικές διαφημίσεις προσφορών.

Η τήρηση των συμφωνηθέντων σημαίνει, πολύ απλά, ότι τουλάχιστον οι περισσότερες από τις φοροελαφρύνσεις που υποσχέθηκε προεκλογικά ο Μητσοτάκης είτε αναβάλλονται επ’αόριστον, είτε θα πρέπει να βρεθούν από περικοπές και ακόμα περισσότερες «μεταρρυθμίσεις». Αυτό που προέχει, σύμφωνα με την κυβέρνηση, είναι η «ανάκτηση της αξιοπιστίας» της χώρας. «Η αξιοπιστία αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα στην παρούσα φάση» δήλωσε συγκεκριμένα στην Handelsblatt ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, απαντώντας μεταξύ άλλων στο ερώτημα των γερμανών για το αν η Ελλάδα θα ζητήσει από τη Γερμανία αλλαγή των συμφωνηθέντων για το 2020. Η «αξιοπιστία» είναι μία βολική και ακαθόριστη έννοια. Επειδή δεν σημαίνει τίποτα χειροπιαστό, η κάθε κυβέρνηση της κρίσης την επικαλείται κατά το δοκούν. «Αξιοπιστία» για παράδειγμα, έψαχνε και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, όταν έκλεινε άρον άρον μνημονιακές αξιολογήσεις και μετά πήγαινε στο Eurogroup για να «διαπραγματευτεί» τη συμφωνία για το χρέος, που κατέληξε στα εξοντωτικά πλεονάσματα και στις δεσμεύσεις μέχρι το 2060. «Αξιοπιστία» υποστηρίζει ότι ψάχνει τώρα η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, παρότι η δεύτερη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ολοκλήρωσε με εξαιρετική συνέπεια ένα ολόκληρο μνημόνιο, για πρώτη φορά στην ιστορία, δεχόμενη μαζικά συγχαρητήρια από την τρόικα.

Η προεκλογική περίοδος ήταν ένα ανέμελο διάστημα όπου τα δύο κόμματα εξουσίας μπορούσαν να επιχειρηματολογούν παθιασμένα για τα προγράμματά τους, αδιαφορώντας για τον παίκτη με τις περισσότερες μάρκες στο τραπέζι: Τους δανειστές. Τώρα, είναι σειρά πολλών ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας να περάσουν τις δικές τους αυταπάτες, καθώς η τρόικα θυμίζει ξανά ότι «pacta sunt servanta». Είναι επίσης, σειρά του ΣΥΡΙΖΑ να υιοθετήσει το αφήγημα του πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν είχε παραμείνει στην εξουσία, κατά τα πρότυπα του «αν είχε περάσει το mail Χαρδούβελη» που φώναζαν κάποτε οι οπαδοί του Σαμαρά μετά τη δική τους ήττα. Στην ανακοίνωσή του με την οποία καταγγέλλει την οπισθοχώρηση της ΝΔ στα πλεονάσματα, ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι :

 

«Αφού απέρριψε, χωρίς καμία διαπραγμάτευση, την μείωση που πέτυχε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τον καταπιστευτικό λογαριασμό»

 

Μου φάνηκε πολύ αστεία και γεμάτη απορίες αυτή η φράση. Αφού το «πέτυχε» γιατί να το διαπραγματευτεί η κυβέρνηση; Και πότε το πέτυχε, πότε έγινε, σε ποια απόφαση του Eurogroup καταγράφεται αυτή η επιτυχία; Ο ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται εδώ στο προεκλογικό σχέδιο που παρουσίασε για τη δική του υπόσχεση για χαλάρωση της λιτότητας, μέσω της χρήσης μέρους του «μαξιλαριού» ρευστότητας των 30δις. Έχει καλλιεργήσει την εντύπωση ότι αυτό το πακέτο είναι ένας… κουμπαράς που τον μάζεψε επιμελώς ο Τσακαλώτος και απλά ετοιμαζόταν να τον χρησιμοποιήσει με σύνεση.

Στην πραγματικότητα, αυτό το «μαξιλάρι» είναι μέρος του τρίτου μνημονιακού δανείου και η Ελλάδα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ούτε ένα ευρώ χωρίς την έγκριση των δανειστών. Η Κομισιόν για παράδειγμα, ακόμα και προεκλογικά, σε έκθεση της είχε μιλήσει ξεκάθαρα για απλά «σχέδια» που απαιτούν την έγκριση του Eurogroup. Που σημαίνει ότι, σε ένα παράλληλο σύμπαν όπου ο Αλέξης Τσίπρας παραμένει στην εξουσία, όσον αφορά τα πλεονάσματα θα είχαμε πάνω κάτω τις ίδιες διαψεύσεις προσδοκιών. Αυτό βέβαια, δεν εμποδίζει στελέχη της πρώην κυβέρνησης, όπως τον Νίκο Παππά, να καυχιόνται ότι «με Τσίπρα τα πλεονάσματα ήταν στο 2,5%, με Μητσοτάκη στο 3,5». Πλήρης άρνηση και διαστρέβλωση της πραγματικότητας.

Αλλά οι αυταπάτες του ΣΥΡΙΖΑ είναι κάτι που ανήκει στο παρελθόν. Το μέλλον έχει το πρόγραμμα της ΝΔ που περιγράφεται ιδιαιτέρως γλαφυρά, από πηγές του Μαξίμου (και θυμίζει περισσότερο εγχειρίδιο αυτοβελτίωσης):

 

«Η Ελλάδα είναι πλέον μια χώρα με αυτοπεποίθηση που συμμετέχει στις μεγάλες ευρωπαϊκές συζητήσεις και μπορεί να αποτελέσει την ευχάριστη αναπτυξιακή έκπληξη τα επόμενα χρόνια, σε μια Ευρώπη που δείχνει να είναι σε αναπτυξιακή παγίδα»

 

Κι επίσης:

 

«Η διαφορά σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, είναι ότι η Ελλάδα παρουσιάζει πλέον με αισιοδοξία στα διεθνή φόρα το πρόγραμμα μιας ισχυρής κυβέρνησης, δικής της ιδιοκτησίας, το οποίο έλαβε την έγκριση των πολιτών στις κάλπες».

 

Θα τα θυμόμαστε αυτά και θα «γελάμε».