του Θάνου Καμήλαλη

Από την αρχή της κρίσης παρατηρείται μία έντονη προσπάθεια αποπολιτικοποίησης της πολιτικής. Η επικυριαρχία των οικονομικών ζητημάτων, πολύπλοκων και δυσπρόσιτων για τους απλούς πολίτες, η απώλεια της εμπιστοσύνης στα πολιτικά κόμματα και τους δημοκρατικούς θεσμούς και πάνω απ' όλα η λυσσαλέα προσπάθεια να επιβληθούν «μεταρρυθμίσεις» που πλήττουν τα μεσαία και χαμηλά στρώματα της κοινωνίας οδήγησαν και στην περικοπή των δημοκρατικών εξουσιών. Το πρόβλημα, όσων επιβάλλουν, επικροτούν ή απλά απολαμβάνουν τις ασκούμενες πολιτικές, είναι απλό. Πώς μπορούν αυτές να συνεχίζονται, να προστατεύονται και να μην αμφισβητούνται, όταν στρέφονται ξεκάθαρα ενάντια στο συμφέρον των πολλών; Και, μολονότι υποστηρίζονται από την συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ, πώς προλαμβάνεται ή αντιμετωπίζεται ένα «ατύχημα»;

Μέχρι ενός σημείου, τα συστημικά προβλήματα αντιμετωπίζονται με την υφαρπαγή της ψήφου (βλ. αντιμνημονιακός Σαμαράς, 2012), με την «συνέτιση» των αντιφρονούντων και τη χρήση σκληρών εκβιασμών (ΣΥΡΙΖΑ 2015), ή απλά, με την άρνηση του δικαιώματος του λαού στην επιλογή (αποτυχημένο δημοψήφισμα Παπανδρέου, δημοψήφισμα 2015). Μια φράση που ακούγεται συχνά, κυρίως την τελευταία περίοδο, το «οι θυσίες του ελληνικού λαού πιάνουν τόπο», είναι χυδαία. Η «θυσία» υπονοεί την ελεύθερη βούληση του θυσιαζόμενου να κάνει κάτι δύσκολο ή βλαβερό για τον εαυτό του, με στόχο την επίτευξη ενός μεγαλύτερου καλού. Αλλά αυτή η ελεύθερη βούληση, αφενός δεν υπήρξε ποτέ, αφετέρου μοιάζει στόχος των δήμιων να μην υπάρξει στο μέλλον.

Λίγο μετά τα γεγονότα στην Ιταλία, ο Ευάγγελος Βενιζέλος δημοσίευσε ένα άρθρο του στο «Βήμα» με τίτλο «Ποιος δικαιούται να προστατεύσει τον λαό από τις επιλογές του; Το ιταλικό παράδειγμα». Το κεντρικό επιχείρημα του, μολονότι κρυμμένο πίσω από την χαρακτηριστική ευφράδεια του πρώην αντιπροέδρου, υπουργού και προέδρου του ΠΑΣΟΚ, είναι ανατριχιαστικό: Η συνταγματοποίηση της θέσης της χώρας στην Ευρωζώνη, του ευρώ, της λιτότητας. Μετά την εξιστόρηση των γεγονότων στην Ιταλία, ο Βενιζέλος γράφει:

«Το πρωτεύον ζήτημα είναι το πώς αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες ευρωπαϊκές δημοκρατίες επιλογές που κάνουν τα εκλογικά τους σώματα, δηλαδή οι λαοί τους, και οι οποίες είναι υψηλού ρίσκου και μπορεί να προκαλέσουν μεγάλη βλάβη της εθνικής οικονομίας ή ακόμη και των θεσμών και των εγγυήσεων της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Πιο πρακτικά, το ερώτημα είναι ποιος, πώς και μέχρι ποιου σημείου μπορεί να αντιταχθεί σε επιλογές της εκλογικής πλειοψηφίας, δηλαδή σε επιλογές δημοκρατικές, αλλά προφανώς συγκυριακές.»

Με απλά λόγια, εδώ ο Βενιζέλος αναζητεί έναν θεσμό που θα μπορεί να εναντιωθεί και να ακυρώσει μία πιθανή δημοκρατική επιλογή για έξοδο από την Ευρωζώνη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή έστω για μια κυβέρνηση που θα εναντιωθεί στις πολιτικές του ευρωπαϊκού κατεστημένου. Το επιχείρημά του είναι ότι μια τέτοια επιλογή θα είναι εκ των πραγμάτων «συγκυριακή» και ως εκ τούτου, αφού ο λαός δεν ξέρει τι θέλει/τι ψηφίζει ή θα αλλάξει άποψη στο μέλλον, κάποιος πρέπει να τον «συνετίσει». Κατά κάποιον τρόπο, το επιχείρημά του μοιάζει με αυτό του ευρωπαίου επιτρόπου, Έτινγκερ, που (ουσιαστικά) είχε υποστηρίξει ότι «οι αγορές θα δείξουν στους Ιταλούς τι να ψηφίσουν». Απλώς ο Βενιζέλος στρέφεται προς κάποιον πολιτειακό θεσμό για να καθοδηγεί τους… αδαείς. Είναι επίσης οξύμωρο και τραγελαφικό να γράφει για επικίνδυνες «επιλογές υψηλού ρίσκου» του λαού, ένας πολιτικός που ψήφισε τρία αποτυχημένα μνημόνια

Το επιχείρημά του, όσο εύσχημα κι αν τίθεται, καταλήγει να βρίσκεται στα όρια του ολοκληρωτισμού. Για τον Βενιζέλο υπάρχουν ουσιαστικά ζητήματα, όπως η παραμονή της χώρας στο ευρώ, που δεν γίνεται να αγγιχθούν από τη λαϊκή βούληση, με πρόσχημα το ότι αυτή είναι «συγκυριακή». Οι συγκυρίες όμως, υπάρχουν και επηρεάζουν κάθε πολιτική περίοδο, κάθε κοινωνία, κάθε εποχή και προφανώς κάθε εκλογική αναμέτρηση. Το πιο απλό παράδειγμα του πώς οι συγκυρίες επηρεάζουν τις πολιτικές εξελίξεις είναι φυσικά η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, αλλά αυτό, σε μικρότερο βαθμό, συμβαίνει σε κάθε εκλογές. Τα κοινωνικά αιτήματα, η πορεία της οικονομίας, οι διεθνείς εξελίξεις και οι αποτυχίες της εκάστοτε κυβέρνησης δημιουργούν συνέχεια νέες, πολυδιάστατες συγκυρίες, μέσα στις οποίες οι δημοκρατικές κοινωνίες λαμβάνουν αποφάσεις και προχωρούν. Ακόμα και η είσοδος της χώρας στην Ευρωζώνη έγινε αποδεκτή (όχι ότι μας ρώτησε κανείς) λόγω των τότε συγκυριών, της οικονομικής ευμαρείας και των ονείρων για περισσότερη ανάπτυξη κι «Ευρώπη των λαών». Ο Βενιζέλος όμως, αρνούμενος όλα τα παραπάνω στοιχειώδη, χαρακτηρίζει «συγκυριακή» μόνο την εφιαλτική γι' αυτόν περίπτωση ο λαός να διαλέξει την έξοδο από τον μονόδρομο. Έναν μονόδρομο μάλιστα, στον οποίον ο λαός όχι μόνο μπήκε εν αγνοία του, αλλά στη συνέχεια οποιαδήποτε εντολή του για αλλαγή πορείας καταπατήθηκε και ακυρώθηκε. Στη συνέχεια εκθέτει, προσεκτικά πάλι, μια «λύση»:

Θεσμικό όριο στη συγκυριακή λειτουργία της δημοκρατίας είναι το Σύνταγμα που εμπεριέχει μακροπρόθεσμους αξιακούς, πολιτικούς και νομικούς διακανονισμούς που ανάγονται στο μακρό ιστορικό χρόνο και είναι επαρκώς ευρύχωροι ώστε να υποδέχονται περισσότερες της μίας συγκυριακές δημοκρατικές επιλογές, αλλά και επαρκώς ακριβείς ως προς ορισμένα θεμελιώδη στοιχεία. Τέτοια στοιχεία είναι π.χ. ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των εγγυήσεων του κράτους δικαίου, όπως η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, είναι όμως και επιλογές εθνικής στρατηγικής και ταυτότητας, όπως η συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η διαφύλαξη του κεκτημένου της

Εδώ ο Βενιζέλος κάνει ή μια λαθροχειρία, ή μια ευχή. Σε κανένα άρθρο του Συντάγματος δεν αναφέρεται κάτι για τον στόχο της «συμμετοχής στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» και τη «διαφύλαξη του κεκτημένου της». Το μόνο που υπάρχει είναι το άρθρο 28, που αφορά την ισχύ των διεθνών συμβάσεων και το οποίο ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ στην αναθεώρηση του 2001 (μαντέψτε ποιος) είχε ερμηνεύσει ως «θεμέλιο για τη συμμετοχή της Χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Ευτυχώς, δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο σημείο της συνταγματοποίησης του «μονοδρόμου» του ευρώ και της Ε.Ε. Ευτυχώς, γιατί ανεξάρτητα από το εάν κανείς τάσσεται υπέρ ή κατά, θα πρέπει να αναγνωρίσει το δικαίωμα του λαού στην επιλογή, στη δημοκρατία. Οτιδήποτε άλλο είναι εξαιρετικά επικίνδυνο.

Λίγες μέρες μετά, ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος αναρωτιέται, με άρθρο του στην «Καθημερινή», αν «είναι εξαγώγιμο το μοντέλο Ματαρέλα». Ξεκινώντας, γράφει:

Μπορεί τελικά ο Πρόεδρος της Ιταλίας να μην εμπόδισε τον σχηματισμό κυβέρνησης από την ακροδεξιά Λέγκα και το λαϊκιστικό Κίνημα των 5 Αστέρων, απέτρεψε ωστόσο την εισβολή  στο κρίσιμο Υπουργείο Οικονομικών ενός 80χρονου Βαρουφάκη.
Έτσι, και η ετυμηγορία της κάλπης έγινε κατ’ αρχάς σεβαστή και απετράπη το χειρότερο. Διότι τα ηνία της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της ΕΕ, δεν παραδόθηκαν σε έναν φανατικό πολέμιο του κοινού νομίσματος.

Ο (συνταγματολόγος να θυμίσουμε) Αλιβιζάτος εδώ δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά του για την τουλάχιστον πρωτόγνωρη, αμφιλεγόμενη και πιθανώς πραξικοπηματική ενέργεια του προέδρου Ματαρέλα. Το άρθρο του στη συνέχεια είναι μια ευχή για πιο ενεργό ρόλο και του έλληνα προέδρου της Δημοκρατίας, ώστε να μπορεί, αν χρειαστεί, να κάνει το ίδιο.

«Εύλογα ωστόσο μπορεί κανείς να διερωτηθεί: Μήπως οι καιροί έχουν αλλάξει; Μήπως οι κίνδυνοι σήμερα ελλοχεύουν αλλού;  Την κομματική παντοδυναμία των κυβερνώντων, όταν αυτή ξεπερνά κάθε εύλογο μέτρο, δεν θα πρέπει να ανακόπτουν θεσμικά αντίβαρα;»

Η απάντηση είναι ναι. Στις ώριμες δημοκρατίες, τα αντίβαρα δεν είναι στολίδια, αλλά εξισορροπητικοί πυλώνες.  Από αυτή την άποψη το μοντέλο Ματαρέλα είναι εξαγώγιμο. Αρκεί οι φορείς του προεδρικού αξιώματος, στην Ελλάδα και αλλού, να το αντιληφθούν. Και να προετοιμάσουν εγκαίρως το έδαφος.

Τα άρθρα Βενιζέλου και Αλιβιζάτου λειτουργούν συμπληρωματικά, με κοινή αφετηρία την απόφαση Ματαρέλα και κοινό υπονοούμενο αίτημα, την περαιτέρω θωράκιση του status quo από δημοκρατικά «ατυχήματα». Ο πρώτος οραματίζεται ένα Σύνταγμα με απαράβατο όρο την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» και ο δεύτερος έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας έτοιμο ανά πάσα στιγμή να αποκρούσει ευρωσκεπτικιστικούς κινδύνους, ακόμα κι αν αυτοί είναι «Βαρουφάκηδες», δηλαδή πολιτικοί προσηλωμένοι στο ευρωπαϊκό όραμα αλλά εχθροί της εξοντωτικής λιτότητας και του γραφειοκρατικού ιερατείου των Βρυξελλών. Οι θέσεις τους και η αγωνία για τους «κινδύνους» που αντιμετωπίζει η Δημοκρατία είναι εξοργιστικές. Ο ένας επικαλείται το Σύνταγμα, που κατέληξε κουρελόχαρτο στην περίοδο των μνημονίων και ο άλλος την ανάγκη ενεργοποίησης του ΠτΔ, ξεχνώντας για παράδειγμα τις δεκάδες Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου (νομοθετήματα για έκτακτες περιπτώσης εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης) που υπέγραψαν ασυζητητί Παπούλιας και Παυλόπουλος για να εξηπηρετήσουν μνημονιακές δεσμεύσεις. Όλα αυτά μάλλον θα ήταν στο πλαίσιο της «σύγχρονης ευρωπαϊκής» ή «ώριμης δημοκρατίας».

Προς την αστική «τεχνοκρατία»;

Αυτές οι ιδέες όμως δεν είναι καινούριες. Στην καλύτερη περίπτωση, είναι το δεύτερο βήμα στα σχέδια συρρίκνωσης της δύναμης της δημοκρατίας και της λαΪκής βούλησης. Στην πραγματικότητα, από την αρχή της κρίσης γίνονται μεγάλες προσπάθειες να μειωθεί η εξουσία των κυβερνήσεων και των Κοινοβουλίων, με σκοπό να καταλήξουν σε άβουλα όργανα, διεκπεραιωτικού χαρακτήρα. Η Ελλάδα φυσικά έχει την πρωτοκαθεδρία σε αυτές τις διαδικασίες. Όχι μόνο συμβολικά, μέσω των πολυνομοσχεδίων που ψηφίζονται εν μια νυκτί ή της μηδενικής ενημέρωσης των βουλευτών, αλλά και πρακτικά. Ένα σημαντικό βήμα ήταν η δημιουργία νέων «ανεξάρτητων» οργανισμών και ταμείων, αποκομμένων από το Δημόσιο, που ανέλαβαν αρμοδιότητες του κράτους, όπως τη διαχείριση των δημοσίων εσόδων (ΑΑΔΕ), το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας (ΤΑΙΠΕΔ, Υπερταμείο) ή την εποπτεια των τραπεζών (ΤΧΣ). Ένα άλλο, η νομοθέτηση του «κόφτη» δαπανών το 2016, του μηχανισμού δηλαδή που θα προχωράει σε αυτόματα μέτρα λιτότητας αν η Ελλάδα δεν πιάνει τους στόχους της… λιτότητας τις επόμενες δεκαετίες. Η ιδέα που επικράτησε, ή απλά επιβλήθηκε, είναι ότι σειρά εξουσιών, ακόμα και η ίδια η διακυβέρνηση της χώρας, πρέπει να μεταβιβαστεί σε κέντρα, δήθεν «μη πολιτικά», αλλά στην πραγματικότητα με ξεκάθαρο πολιτικό προσανατολισμό και ιδεολογία. Και κάπως έτσι, ήρθαν στις ζωές μας οι «τεχνοκράτες»

Ο όρος τεχνοκράτης είναι ένας ευφημισμός της περιόδου της κρίσης, που επιθυμεί να υποδηλώσει, με απλά λόγια, «αυτόν που ξέρει τι κάνει». Θα μπορούσαν, όλοι αυτοί, να αναφέρονται με την κανονική επαγγελματική τους ιδιότητα: οικονομολόγοι, πρώην υψηλόβαθμα, διευθυντικά ακόμα, στελέχη του ιδιωτικού τομέα, τραπεζίτες κλπ. αλλά αυτό θα εμπόδιζε την επίκληση στην αυθεντία τους (δεν είναι και λίγες π.χ. οι διαφορετικές απόψεις οικονομολόγων για τη διαχείριση και τα αίτια της κρίσης). Ο όρος «τεχνοκράτης» όμως, επιχειρεί να δώσει μια διαφορετική, ανώτερη, σχεδόν θεϊκή, αύρα και υπόσταση σε αυτόν που του αποδίδεται. Αυτός είναι ο γνώστης και οι υπόλοιποι οφείλουμε, για το καλό μας μάλιστα, να υπακούμε στις βουλές του.

Το επιχείρημα όσων προκρίνουν την εκχώρηση εξουσιών, ή της ίδιας της κυβέρνησης σε τεχνοκράτες είναι ότι αφενός τα ζητήματα είναι πολύπλοκα ώστε να αποφασίζει ο λαός, αφετέρου ότι οι πολιτικοί κοιτούν το μικροκομματικό και προσωπικό τους συμφέρον, επομένως είναι ακατάλληλοι. Στη φαντασία όσων υποστηρίζουν αυτήν την κατάσταση, οι «τεχνοκράτες» είναι άνθρωποι ηθικοί, αδέκαστοι, εξαιρετικοί γνώστες των ζητημάτων που καλούνται να διαχειριστούν και λειτουργούν με αποκλειστικό γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, αλλά και με την προθυμία να πάρουν τις «δύσκολες αποφάσεις». Στην πράξη, έχουμε την εξωφρενική αποτυχία των προβλέψεων για τον αντίκτυπο των μνημονίων στην οικονομία, τα σκάνδαλα του ΤΑΙΠΕΔ, έναν πρώην αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να γίνεται πρωθυπουργός της χώρας, την αποτυχία του Στουρνάρα στο υπουργείο Οικονομικών και τις σκιές γύρω από τις δραστηριότητες του ίδιου και της γυναίκας του (βλ. Novartis, ΚΕΕΛΠΝΟ) ενώ είναι διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, την «ανικανότητα» της ΤτΕ να εποπτέυει σωστά τις δραστηριότητες των συστημικών τραπεζών (βλ. θαλασσοδάνεια) κ.α.

Το πώς αυτοί οι «θεσμοί» που διοικούνται από «τεχνοκράτες» λειτουργούν ως κάστρα του συστήματος απέναντι σε μια κυβέρνηση αντιφρονούντων το είδαμε κυρίως στην σύγκρουση Στουρνάρα με τον ΣΥΡΙΖΑ του 2015 και δευτερευόντως στο ανεξέλεγκτο ΤΑΙΠΕΔ, που συχνά πυκνά ενεργεί ανεξάρτητα από τις βουλές ακόμα και των μνημονιακών υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτή είναι μία από τις σημαντικότερες λειτουργίες αυτών των μορφωμάτων. Κάστρα μακριά από την κεντρική κυβέρνηση, με δήθεν «ανεξάρτητες» διοικήσεις, που θα μπορούν να δυσκολέψουν ή να αντισταθούν σε περίπτωση που οι θέσεις του υπουργικού συμβουλίου αλωθούν κάποτε από εχθρούς της λιτότητας και του ευρώ. Μία ακόμα συστημική γραμμή άμυνας απόλυτα εναρμονισμένη με την ασκούμενη πολιτική, χωρίς όμως τη δημοκρατική νομιμοποίηση, αλλά και με εξαιρετικά περιορισμένη τη δυνατότητα απονομιμοποίησης.

To ερώτημα, φυσικά, είναι το πώς μπορούν οι πολλοί να αντιδράσουν στην κατασκευαζόμενη μοντέρνα ολιγαρχία και σε ένα ολοένα και πιο πολύπλοκο πολιτικοοικονομικό περιβάλλον. Το πρώτο στάδιο, ζωτικής σημασίας σε μια κοινωνία που ζει στον αέρα μιας συντριπτικής ήττας, είναι η επαναφορά ενός άλλου… «θεσμικού αντίβαρου», που λέει και ο Αλιβιζάτος. Της προάσπισης της λαϊκής βούλησης, της ενημέρωσης γύρω από το τι συμβαίνει και τι διακυβεύεται και της εποπτείας των εξουσιών από τους πολίτες. Της προστασίας των δημοκρατικών δικαιωμάτων που θα συνοδεύει την ορθή κριτική στις ατέλειες, τα κενά και τις ασυνέπειες της ισχύουσας δημοκρατίας. Και της συνειδητοποίησης των διαφορετικών ρόλων, θέσεων και συμφερόντων. Δεν θα βγούμε π.χ. όλοι μαζί από την κρίση, όπως και δεν μπήκαμε όλοι μαζί στην κρίση. Δεν θα «αναπτυχθούμε» όλοι μαζί, δεν «επενδύουμε» όλοι μαζί. Μετά από αυτό, η επιλογή είναι μπροστά. Ιδιώτευση ή συλλογική μάχη; Ενοχλητική ενημέρωση ή βολική άγνοια; Θυσιαζόμενοι, ή πολέμιοι του τεχνοκρατικού – θεοκρατικού βωμού;