«Ήταν πραγματικά αστείο να βλέπει κανείς τους αποστόλους της ορθοδοξίας που προσπαθεί να απεικονίσει τον επιφυλακτικό, ήπιο Φρανσουά Ολάντ ως απειλή», σχολίασε καυτηριάζοντας το έγκυρο περιοδικό Economist, που τον χαρακτήρισε «αρκετά επικίνδυνο!»

Σύμφωνα με τον κ. Κρούγκμαν, η νίκη του κ. Ολάντ σημαίνει το τέλος της «Μερκοζί», του γαλλο-γερμανικού άξονα, που έχει επιβάλει στην Ευρώπη το καθεστώς λιτότητας των τελευταίων δύο ετών. Αυτή, λέει, θα ήταν μια «επικίνδυνη» εξέλιξη, εάν η στρατηγική της λιτότητας είχε αποτέλεσμα. Αλλά αυτό δεν ισχύει. Οι ψηφοφόροι της Ευρώπης, τόνισε ο κ. Κρούγκαν, αποδείχθηκαν σοφότεροι από την μέχρι τώρα πολιτική ελίτ της.

Για τον αμερικανό οικονομολόγο, η Ευρωζώνη αντιμετωπίζει έναν δύσκολο γρίφο. Ποια θα ήταν η απάντηση; «Μια απάντηση που έχει περισσότερο νόημα από ό, τι σχεδόν όλοι στην Ευρώπη είναι πρόθυμοι να δεχθούν – να σπάσει το ευρώ, το κοινό νόμισμα της Ευρώπης».

Η Ευρώπη δεν θα ήταν σε αυτήν τη δεινή θέση, τόνισε, εάν η Ελλάδα είχε ακόμη δραχμή της, η Ισπανία την πεσέτα της, και ούτω καθεξής, διότι η Ελλάδα και η Ισπανία θα είχαν αυτό που τους λείπει σήμερα: ένα γρήγορο τρόπο για να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα τους κόστους και η αύξηση των εξαγωγών, δηλαδή την υποτίμηση του νομίσματός τους.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Κρούγκμαν, η διάλυση του ευρώ θα ήταν μεγάλη αναστάτωση, ενώ θα αποτελούσε επίσης μια τεράστια ήττα για το «ευρωπαϊκό σχέδιο», δηλαδή τη μακροχρόνια προσπάθεια για την προώθηση της ειρήνης και της δημοκρατίας μέσα από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

«Υπάρχει, όμως, άλλη λύση;», διερωτάται ο κ. Κρούγκμαν και δίνει ο ίδιος την απάντηση: «Ναι, υπάρχει – και οι Γερμανοί έχουν δείξει πως μπορεί να λειτουργήσει. Δυστυχώς, δεν καταλαβαίνουν τα μαθήματα της δικής τους εμπειρίας».

Οι γερμανοί ηγέτες, σημείωσε ο αμερικανός οικονομολόγος, όταν αναφέρονται στην κρίση του ευρώ, τονίζουν ότι η δική τους οικονομία ήταν σε ύφεση κατά τα πρώτα έτη της τελευταίας δεκαετίας, ωστόσο κατάφερε να ανακάμψει. Αυτό που δεν τους αρέσει να αναγνωρίσουν είναι ότι η ανάκαμψη αυτή επιτεύχθηκε χάρη στην εμφάνιση ενός τεράστιου πλεονάσματος στο εμπορικό ισοζύγιο της Γερμανίας έναντι των υπολοίπων χωρών-μελών της Ευρωζώνης – ιδίως, έναντι των χωρών που σήμερα πλήττονται από την κρίση και οι οποίες είχαν πολύ υψηλή ανάπτυξη και πληθωρισμό εξ αιτίας των χαμηλών επιτοκίων του ευρώ. Οι χώρες αυτές, υποστήριξε ο κ. Κρούγκμαν, θα μπορούσαν να μιμηθούν την επιτυχία της Γερμανίας, εφόσον αντιμετώπιζαν ένα αντίστοιχα ευνοϊκό περιβάλλον – δηλαδή, αν αυτή τη φορά ήταν η υπόλοιπη Ευρώπη και κυρίως η Γερμανία, η οποία βίωνε για λίγο μια πληθωριστική έκρηξη.

Ως εκ τούτου, συμπέρανε ο κ. Κρούγκμαν, η εμπειρία της Γερμανίας δεν είναι, όπως φαντάζονται οι Γερμανοί, ένα επιχείρημα υπέρ της μονομερούς λιτότητας στη Νότια Ευρώπη. Είναι, τόνισε, ένα επιχείρημα για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εγκαταλείψει την εμμονή της με τον πληθωρισμό και να δώσει έμφαση στην ανάπτυξη.

Στους Γερμανούς, τόνισε, δεν αρέσει αυτό το συμπέρασμα, ούτε στην ηγεσία της ΕΚΤ. Ως εκ τούτου, εκτίμησε ότι αμφότεροι θα επιμείνουν στις φαντασιώσεις τους, την ευημερία μέσα από τον πόνο, και θα επιμείνουν ότι η συνέχιση της αποτυχημένης στρατηγική τους είναι το μόνη υπεύθυνο πράγμα που μπορεί να γίνει. Ωστόσο, κατέληξε ο κ. Κρούγκμαν, «φαίνεται ότι δεν θα έχει πλέον αδιαμφισβήτητη υποστήριξη από το Παρίσι. Και ότι, είτε το πιστεύετε είτε όχι, σημαίνει ότι τόσο το ευρώ όσο και το ευρωπαϊκό σχέδιο έχει τώρα μια καλύτερη πιθανότητα επιβίωσης από ό, τι είχαν πριν από λίγες ημέρες».