ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΞΕΚΙΝΗΣΩ με το τοπίο. Ελιές, αμπελώνες, αμυγδαλιές, σταροχώραφα• ευκάλυπτοι, πικροδάφνες, κυπαρίσσια, και πιο χαμηλά κάκτοι και φραγκοσυκιές. Από τη Μαδρίτη στην Κονσουέγρας, ένα ξερό οροπέδιο με απλωμένες ερημικές καλλιέργειες και χωριά συσπειρωμένα στις ρίζες λόφων. Όλα ήσυχα στην καυτή λάβα τού μεσημεριού• πού και πού ένα ξεμοναχιασμένο καμπαναριό λογχίζει τη σιγαλιά των λιβαδιών που έχουν αρχίσει να κιτρινίζουν. Θα μπορούσε να είναι η Ελλάδα. Αυτά τα μικρά αγροτόσπιτα όμως με τις σειρές των κυπαρισσιών για φράχτη, με τα βαριά ξύλινα παντζούρια και τα μπαλκόνια που βλέπουνε στις πορτοκαλιές, αλλάζουν την τονική, κεντώντας έναν τσιγγάνικο λυγμό στο γνώριμο υφαντό τού καλοκαιριού τής Μεσογείου. Ισπανία, τόπος που ονειρεύτηκα πολύ, και που έκλαψα πολύ – ανώφελα τώρα, λέω, καθώς το ρολόι τής ιστορίας δεν γυρίζει πίσω.

του Φώτη Τερζάκη

Τη Μαδρίτη ίσα που προλάβαμε να τη δούμε περνώντας με νοικιασμένο αυτοκίνητο. Πολύ αργότερα μόνο, στον γυρισμό, πετώντας από το Μαρακές, είχαμε πολλές ώρες περιθώριο να περιδιαβούμε στο κέντρο τής πόλης. Ωραία στενά πλημμυρισμένα με φώτα και κίνηση το βράδυ, υπαίθριες μουσικές, κομψά τάπας-μπαρ και οι μαδριλένιες πολύ τολμηρές, θα μπορούσες να πεις – ένα ζωηρό πολεοδομικό νήμα που τυλίγει συνδέοντας λίγες θρυλικές πλατείες: την αρχοντική Plaza Mayor με τη σχεδόν βιεννέζικη ομορφιά της, τη διάσημη πλέον Puerta del Sol για λόγους που ελάχιστη σχέση έχουν με το παρελθόν, την Plaza de la Cibeles, την Plaza de laVilla και τα μεγάλα μπαρόκ κτήρια που στεγάζουν τα σπουδαιότερα μνημεία για τα οποία νιώθει περήφανη τούτη η πόλη. Κατηφορίσαμε νωχελικά ως το Prado, και ύστερα πήραμε ταξί για το αεροδρόμιο. Στα δικά μου αυτιά όμως κουδούνιζε ένας άλλος ήχος, ένα παιάνισμα που έμελλε να γίνει θρήνος γοερός· Los campanilleros de la libertad («Οι κωδωνοκρούστες τής λευτεριάς»), ανώνυμη λαϊκή σύνθεση, τραγούδι τής CNTαπό τα χρόνια τού Εμφυλίου:
 
 
Por las tierras regadas con sangre
de trabajadores, caminando van
los que luchan sin penas ni glorias
los campanilleros de la libertad.
 
Y del triunfo en pos,
estos hijos rebeldes de España
se alzan con saña
contra la opresión.

Anarquía, sublime palabra,
la idea más humana de la creación.
 
Por las tierras caminan tus hijos
luchando y muriendo por tu implantación.
 
Por tu implantación,
esas madres valientes y fieras
ofrecen sus pechos
a su nutrición.
 
En la cárcel están quince mil anarquistas
que a la España esclava
querían liberar.
 
Amnistía reclaman los pueblos
para sus hermanos que sufren prisión.
 
Que sufren prisión
y sus voces se ahogan con sangre
por los opresores de la situación.
 
Que terminen naciones y clases
y las injusticias
de esta sociedad.
 
Donde a pobres no lleguen los ricos
y en ricos los pobres se convertirán.
Se convertirán.
 
Y entonces será cuando brille
la antorcha que guíe
a la Humanidad.
 
Το πραξικόπημα ξεκίνησε στην ισπανική αποικία Μελίγια, στο Μαρόκο, στις 17 Ιουλίου 1936 από τον στρατηγό Φρανθίσκο Φράνκο που είχε πολεμήσει ως διοικητής του αποικιακού εκστρατευτικού σώματος ενάντια στην εξέγερση του Ριφ το 1921 και είχε καταστείλει την εξέγερση της Αστούριας το 1934. Επικεφαλής των πραξικοπηματιών ήταν όμως ο στρατηγός Εμίλιο Μόλα, ο οποίος περίμενε να δει την έκβαση της κίνησης από την καμαρίλα τής Αφρικής για να κηρύξει στρατιωτικό νόμο στην ίδια την Ισπανία στις 19 Ιουλίου. Το τρίτο μέλος τής «χούντας των τεσσάρων» ήταν ο στρατηγός Γκοντέτ, στον οποίον είχε ανατεθεί το δύσκολο έργο τής κατάληψης της Βαρκελώνης: συνελήφθη στις 19 Ιουλίου από τους δημοκρατικούς κι εκτελέστηκε στις 12 Αυγούστου 1936. Ο τέταρτος ήταν ο στρατηγός Χοσέ Σανχούρχο, ο οποίος σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα στις 20 Ιουλίου 1936. Μετά τον θάνατό τού Σανχούρχο οι φασίστες μοίρασαν την Ισπανία στα δύο: τη διοίκηση στον βορρά θα αναλάμβανε ο Μόλα και στον νότο ο Φράνκο. Ύστερ’ από τον θάνατο τού Μόλα στις 3 Ιουνίου 1937 (επίσης σε αεροπορικό δυστύχημα…) ο Φράνκο ανέλαβε την απόλυτη εξουσία στο στρατόπεδο των εθνικιστών. 
 
Αν και αποκαλούμε συλλήβδην τους εθνικιστές που συσπειρώθηκαν γύρω από τον Φράνκο φασίστες, ο Χοσέ Αντόνιο Πρίμο δε Ριβέρα (γιος τού δικτάτορα Μιγέλ Πρίμο δε Ριβέρα), ο ιδρυτής τής Ισπανικής Φάλαγγας που εξαπέλυσε μαύρη τρομοκρατία στη Μαδρίτη, ήταν ο μόνος κυριολεκτικός εκφραστής τού φασισμού στη χώρα με την έννοια ότι υιοθετούσε τη μοντερνιστική ρητορεία τού Μουσολίνι. Το στρατόπεδο των εθνικιστών ήταν ένα συνονθύλευμα μοναρχικών, τσιφλικάδων, καραβανάδων και οπαδών τής Εκκλησίας, οι οποίοι ελάχιστα συμμερίζονταν τις «ριζοσπαστικές» απόψεις τού Πρίμο δε Ριβέρα, το κόμμα τού οποίου ήταν πάντα περιθωριακό (το ποσοστό τής Φάλαγγας στις εκλογές τού 1936, που έδωσαν τη νίκη στη συμμαχία των λαϊκών δυνάμεων με πρωτοπορία τα αναρχικά συνδικάτα της CNT και το FAI μαζί με τους τροτσκιστές τού POUM,  ήταν 1%…). Συνελήφθη εν πάση περιπτώσει από τους δημοκρατικούς στη Μαδρίτη στις 14 Μαρτίου 1936 κι εκτελέστηκε στις 20 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς· μετά τον θάνατό του, υιοθετήθηκε πολιτικά από τον Φράνκο. Εκείνο που ένωσε όλο αυτό το σμήνος των κορακιών, που τους εξασφάλισε την έμμεση ανοχή των λεγόμενων «δημοκρατικών» κυβερνήσεων τής Δύσης, πέρ’ από τη στρατιωτική στήριξη εκ μέρους των φασιστικών καθεστώτων τής Ιταλίας και της Γερμανίας και σε σύμπραξη με τις ολέθριες τακτικές τού Σοβιετισμού, ήταν το φάντασμα της παγκόσμιας επανάστασης, που πολιορκούσε για τελευταία φορά τις πύλες τής    Ευρώπης και ήταν ανάγκη να ενταφιαστεί οριστικά· κι ενταφιάστηκε, πράγματι, σε τούτα τα ισπανικά χώματα. Για την Ευρώπη, το ρολόι τής ιστορίας σταμάτησε στο 1938, ώρα Ισπανίας. 


 
            Από μακριά, το Τολέδο μοιάζει με οπτασία στις τέσσερις το απομεσήμερο, κειμήλιο των καιρών περιτυλιγμένο από τον ποταμό Τάγο. Το Μουσείο Γκρέκο είχε κιόλας κλείσει, όμως στην πινακοθήκη του επιβλητικού Καθεδρικού είχε, μεταξύ άλλων, 18 έργα του. Κάμποσους Βελάσκεθ, Γκόγια, Μουρίγιο μπορούσες να δεις σε αυτά τα μέρη· τις αισθητικές ορέξεις, τουλάχιστον, η Ισπανία τις ικανοποιεί απλόχερα! Ποιος θυμάται όμως ότι το Τολέδο ήταν επίσης η έδρα των Βησιγότθων ηγεμόνων, που έφεραν τον Χριστιανισμό στην Ισπανία και το μεσαιωνικό σύστημα της αιρετής μοναρχίας;
 
Ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά όταν φτάσαμε στην Κονσουέγρας. Τυπική πόλη τής ισπανικής επαρχίας, μισοκοιμισμένη στην κάψα τού απογεύματος – ή να πω μάλλον εγκαταλελειμμένη; Ψυχή δεν συναντούσες στους δρόμους και τα μαγαζιά όλα κλειστά. Στο μπαράκι τού επαρχιακού ξενοδοχείου, με τις πόρτες κλειστές, βαριεστημένοι θαμώνες έπιναν μπύρα στον πάγκο κοιτώντας στην τηλεόραση ταυρομαχίες, όπως στα δικά μας μέρη ποδόσφαιρο! Ξαναείδαμε πολλές φορές αυτή τη σκηνή  – σε σκεπαστές αγορές, σε στοές και σε καφενεία….  Περπατήσαμε τελικά μέχρι το παλιό κάστρο, έναν γυμνό λόφο γεμάτο κουνέλια και πέρδικες, και περιεργαστήκαμε μια σειρά από ανεμόμυλους, χτισμένους όχι από ανάγκη αλλά για τουριστικούς λόγους: είμαστε κοντά στην περιοχή τής Μάντσα, και ο θρύλος τού κωμικού ιδάλγου δεν έχει πάψει να λειτουργεί σαν εθνικό σύμβολο, αντλώντας ακόμα υπεραξία από την τόσο βαθιά ισπανική αίσθηση του πικαρέσκου… Μόλις έπεσε το σκοτάδι, όμως, τα πάντα ζωντάνεψαν: στην όχθη τού μικρού ποταμιού που έκοβε στα δύο την πόλη μια σειρά από υπαίθρια μαγαζιά με τέντες έπηζαν από κόσμο και το παιδομάνι στα παραπέτα σε ξεκούφαινε· εκεί τελειώσαμε την πρώτη μας εξαντλητική ημέρα με μπύρα και πετροσωλήνες.

            Αυτό λοιπόν μου έκανε εντύπωση και από τις δύο πλευρές της Μεσογείου, παρ’ όλες τις άλλες τους διαφορές: τα μεσημέρια οι πόλεις ήταν νεκρές, σιωπηλές σαν νεκροταφεία· ζωντάνευαν ξάφνου αργά το βράδυ, και όλη η μυστική τους ζωή χυνόταν πληθωρικά στα σοκάκια και στους δρόμους. Στην Ταγγέρη, στο Μαρακές, στην Ουαρζαζάτ ή στη Φεζ ένα σιωπηρός καταμερισμός μοίραζε τα φύλα στον χώρο: τα καφενεία ήταν οχυρό των ανδρών, αλλά οι πλατείες ανήκαν στις γυναίκες και στα παιδιά – που έμεναν εκεί ως αργά, πολύ μετά τα μεσάνυχτα, δυο-δυο ή ολόκληρες παρέες, κορίτσια όσο και μεγάλες γυναίκες, άλλες με μωρά στην αγκαλιά και άλλες με ένα σμάρι παιδιά γύρω τους, έμοιαζαν να απολαμβάνουν γουλιά-γουλιά τη ζεστή  νύχτα…

            Είμαστε όμως ακόμα στην Ισπανία, και στην αρχή τού ταξιδιού. Ο χρόνος άρχισε να διαστέλλεται παράξενα –θες από την ανελέητη ζέστη, θες από την ατελείωτη μετακίνηση– και τη δεύτερη μέρα νιώθαμε ήδη μια βδομάδα στον δρόμο. Σταματάμε σε μικρές, πανέμορφες πόλεις με έρημες μεγάλες πλατείες που αποπνέουν άρωμα άλλου καιρού· ασβεστωμένες αυλές, μπαλκονάκια με ξύλινα καφασωτά, μαυριτανική πινελιά που μεταμορφώνει τα πάντα σε αυτό τον αναγνωρίσιμο, λαϊκό κραδασμό τής Ανδαλουσίας. Τα σπίτια, χτισμένα κοντά-κοντά, αφήνουν μεταξύ τους πολύ στενά δρομάκια· κρατάνε δροσιά με αυτό τον τρόπο, πράγμα που αμέσως παρατηρείς μόλις μπεις στα στενά. Στην Ούμπεδα επισκεφθήκαμε μια κρυφή Συναγωγή, μοναδική νομίζω σε ολόκληρο τον κόσμο: ήταν σκαμμένη ολόκληρη κάτω από το γη, σαν σπηλιά με γαλαρίες· το δωμάτιο της υποδοχής ήταν ένα κανονικό Καθολικό παρεκκλήσι με έναν τεράστιο Εσταυρωμένο στο κέντρο· καμουφλάζ, δηλαδή, γιατί μετά την εκδίωξη των Αράβων οι Εβραίοι τής Ισπανίας γνώρισαν δύσκολες ημέρες. Οι πυρές τής Ιεράς Εξέτασης έκαιγαν νυχθημερόν και η δυσοίωνη φιγούρα τού Τορκεμάδα βασίλευε προς εκπλήρωση της επιθυμίας των νέων μοναρχών, Φερδινάνδου και Ισαβέλλας. Το 1492 με το λεγόμενο «Διάταγμα της Αλάμπρα» απαγορεύτηκε κάθε άλλη λατρεία εκτός από τη χριστιανική, και χιλιάδες εβραίοι και μουσουλμάνοι ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό· πολλοί ωστόσο συνέχισαν να ασκούν κρυφά την παραδοσιακή τους πίστη, οι λεγόμενοι «μαράνος» (κρυπτο-εβραίοι) και «μορίσκος» (κρυπτο-μουσουλμάνοι).
 
Αυτή η συντριπτική επιβλητικότητα του ισπανικής αρχιτεκτονικής, που συνδέει σε μια συνεχόμενη γραμμή το ύστερο γοτθικό ύφος με την Αναγέννηση και το μπαρόκ, η αρχιτεκτονική τής Reconquista, θα μπορούσες να πεις, έχει το ίδιο βαθύτερο νόημα με το ιεροεξεταστικό πνεύμα· σε τόσο χτυπητή αντίθεση με την προηγούμενη λεπτότητα του μαυριτανικού ύφους, και τα κομψά υβρίδια των λεγόμενων Μουδεχάρ και Μοζαράβων, δηλώνει την ίδια ανελέητη διάθεση του θριάμβου και της εθνοκάθαρσης, τη χαλύβδινη πρόθεση επιβολής μιας απόλυτης μοναρχίας. Στην Μπάεθα, για παράδειγμα, συγκρίνετε το Univesidad International Antonio Machado, με την  ωραία εσωτερική αυλή και το αραβικό σιντριβάνι, με τον αγέρωχο, αυστηρά γοτθικό, καθεδρικό που υψώνεται απέναντί του…
 
            Σε μικρές, ανεπαίσθητες δόσεις μού αποκαλυπτόταν αυτό που ζητούσα, η κρυφή μου λαχτάρα αυτού τού ταξιδιού: τα ίχνη τού μεγάλου αραβικού πολιτισμού τής Ανδαλουσίας. Κάτω από τις βάρβαρες ευρωπαϊκές επιστρώσεις αναδυόταν αργά, σαν φάντασμα του χρόνου που έχει στοιχειώσει ανεξίτηλα τον τόπο, με σημεία που πολλαπλασιάζονταν όσο στρέφαμε προς τον νότο, μέχρι που αργά κείνο το απόγευμα μπήκαμε στην Πόλη των Ροδιών, τη χιλιοτραγουδισμένη Γρανάδα. Πορφυρή οπτασία στο φως τού δειλινού τη στεφάνωνε το φρούριο της Αλάμπρα, με τη λευκή γειτονιά τού Αλμπαϊσίν στον απέναντι λόφο και τον όγκο τής Σιέρρα Νεβάδα σαν χάρτινο σκηνικό στο βάθος (και ακόμη πιο πίσω της, ανατολικά, μάντευες τη φοβερή έρημο της Αλμερία).
 
            Το όνομά της σημαίνει «η κόκκινη». Οφείλεται στο κοκκινωπό τούβλο με το οποίο έχει χτιστεί όλο το εξωτερικό της περιτείχισμα· σήμερα καλύπτει 142.000 τετραγωνικά μέτρα, σε διάφορα επίπεδα, και ορθώνεται στο χείλος ενός απότομου φαραγγιού που στο βάθος του τρέχει ο ποταμός Ντάρρο· το πλούσιο άλσος γύρω της, γεμάτο με τριανταφυλλιές, πορτοκαλιές και μυρτιές, ποτίζεται από τα λιωμένα χιόνια τής Σιέρρα Νεβάδα και είναι καταφύγιο πολλών ειδών αηδονιών. Στην Αλάμπρα βλέπουμε αναμφίβολα το ύψιστο σημείο εκλέπτυνσης που έφτασε ποτέ η ισλαμική αρχιτεκτονική, σύνθεση και ανακεφαλαίωση όλων των κατά περιόδους και κατά τόπους επιτευγμάτων της. Το όλο συγκρότημα είναι σχεδιασμένο στο ύφος Νασρίντ, τελευταία άνθιση της ισλαμικής τέχνης στην Ιβηρική Χερσόνησο, που έχει τεράστια επιρροή στο Μάγκρεμπ μέχρι και σήμερα (σχετικώς ανεπηρέαστο από τις άμεσες βυζαντινές επιδράσεις που βλέπουμε στη Μεσκίτα τής Κόρδοβα). Τα κτήρια των παλατιών έχουν στην πλειονότητά τους ορθογώνιο σχήμα, όπου όλα τα δωμάτια βλέπουν σε μια κεντρική αυλή μ’ ένα σιντριβάνι στο μέσον· το συγκρότημα έφτασε στις σημερινές του διαστάσεις με τη βαθμιαία προσθήκη νέων ορθογωνίων, σχεδιασμένων βάσει τής ίδιας αρχής, μολονότι σε διαφορετικές διαστάσεις, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με μικρότερα δωμάτια και διαδρόμους. Επεκτάθηκε βαθμιαία από τους διάφορους μουσουλμάνους ηγεμόνες που έζησαν εδώ, αλλά κάθε νέα προσθήκη ακολουθούσε την κεντρική λογική, που είναι το σταθερά επανερχόμενο μοτίβο τού «επίγειου παραδείσου». Αψιδωτές στοές, οπλόσχημα τόξα, κρήνες με τρεχούμενο νερό και λιμνούλες που καθρεφτίζουν στην επιφάνειά τους τον αρχιτεκτονικό διάκοσμο παράγουν αβίαστα ένα μέγιστο αισθητικής και λειτουργικής πολυπλοκότητας. Σε κάθε περίπτωση, το εξωτερικό διατηρήθηκε λιτό και αυστηρό. Ο ήλιος και ο αέρας περνάνε παντού. Γαλάζιο, κόκκινο κι ένα χρυσωπό κίτρινο, κάπως ξεθωριασμένα όλα από το πέρασμα του χρόνου και την υπερέκθεση, κυριαρχούν στο χρωματικό φάσμα. Το πάνω μέρος των τοίχων είναι κυρίως διακοσμημένο με αραβικές επιγραφές –ως επί το πλείστον ποιήματα του Ιμπν Ζάμρακ και άλλων που υμνούν το παλάτι– διευθετημένες σε γεωμετρικά πρότυπα με αραβουργήματα που ανακαλούν φυτικό διάκοσμο. Το μεγαλύτερο μέρος τους είναι σκαλισμένο με γυψοκονίαμα αντί για πέτρα. Για την επίστρωση του κατώτερου μέρους χρησιμοποιούνται κυρίως μωσαϊκά πλακάκια με περίτεχνα μαθηματικά σχήματα· τα ίδια σχέδια επανεμφανίζονται άλλωστε στα ξύλινα ταβάνια. Για τα αψιδώματα με γυψοκονίαμα αξιοποιείται κατ’ εξοχήν το περίτεχνο μοτίβο τής μουκάρνα: ο περίφημος κυψελωτός διάκοσμος –θυμίζει επίσης σταλακτίτες– που εμφανίζεται σε ημιθόλια και εισόδους ιδίως στην περσική αρχιτεκτονική. Αναπτύχθηκε γύρω στον δέκατο αιώνα στο βορειοανατολικό Ιράν, και σχεδόν παράλληλα –πιθανώς ανεξάρτητα– στη Βόρειο Αφρική (εξαίσια δείγματά του είδαμε άλλωστε, αργότερα, στα τεμένη τού Μαρόκου).
 
            Η Γρανάδα ήταν ο τελευταίος αραβικός θύλακος στην Ισπανία. Η Νασριδική δυναστεία αναρρήθηκε στην εξουσία τη στιγμή που η τύχη τού Ελ-Ανταλούς είχε κριθεί. Έκαναν την πόλη αυτή πρωτεύουσά τους το 1232, όταν η Κόρδοβα ήταν υπό τελική πολιορκία και δύο χρόνια πριν από την πτώση τής Σεβίλλης. Πλήθη Μαυριτανών από τις κατειλημμένες περιοχές συνέρρεαν τότε εκεί, κάνοντας με τον μόχθο και την επινοητικότητά τους την πόλη ένα λαμπρό ανάχωμα του πολιτισμού απέναντι στη χριστιανική λαίλαπα. Αντιστάθηκαν σχεδόν 250 χρόνια έτσι· η ίδια η Αλάμπρα, αγέρωχο έργο υπομονής που αψηφούσε πεισματικά τον χρόνο, στάθηκε υπέρτατη ένδειξη αντοχής και αδιαφορίας για τον κίνδυνο: το μήνυμά της ήταν θα μείνουμε για πάντα εδώ. Αυτό το «για πάντα» έληξε όμως τη χρονιά τού 1492, όταν τον Ιανουάριο εκείνου τού χρόνου ο σουλτάνος Μουχάμαντ ο ΙΑ΄ (γνωστός ως «βασιλιάς Μποαμπντίλ») παρέδωσε την επικράτειά του στους Καθολικούς μονάρχες Φερδινάνδο και Ισαβέλλα – των οποίων το σκήνωμα, παρεμπιπτόντως, είναι ενταφιασμένο εδώ, στην CapillaReal τής Γρανάδα. Τότε η Ισπανία μπήκε στον αληθινό της Μεσαίωνα· μολονότι την ίδια χρονιά, ο Κολόμβος πήρε τη βασιλική έγκριση για την πρώτη εξερευνητική του περιπέτεια. 
 
Η ομορφιά τής Κόρδοβα είναι άλλου τύπου. Σε αντίθεση με την Γρανάδα, μοιάζει μια ήσυχη μικρή επαρχιακή πόλη. Βαμμένη όλη σε κίτρινη ώχρα, λιάζεται νωχελικά στην αγκαλιά τού Γουαδαλκιβίρ. Ξύλινα καλύβια κολυμπάνε στις όχθες του –τα βλέπεις από τις παλιές γέφυρες– και σμήνη αγριοπούλια σηκώνονται από τις καλαμιές. Μπαίνοντας στον χαμηλότονο, υπνωτικό της ρυθμό δύσκολα πιστεύεις ότι εδώ ήταν η καρδιά τής Αραβικής Ισπανίας, του Ελ-Ανταλούς. Και πολύ πριν, η μεγαλύτερη πόλη τής Ρωμαϊκής Ισπανίας, η γενέτειρα του Σενέκα… Εδώ έζησε ο Ιμπν Ρουσντ, ο γνωστός μας Αβερρόης, και οι μέντορές του, ο Αβενπάτσε, ο Αβενζοάρ και ο Ιμπν Τουφάιλ, εδώ έζησε, τα ίδια εκείνα χρόνια τού δωδέκατου αιώνα, ο εβραίος ομόλογός του, ο Μαϊμονίδης. Στην αυλή τού Αλμοχάδα ηγεμόνα Αμπού Γιακούμπ Γιουσούφ ο μεγάλος φιλόσοφος υπηρέτησε ως γιατρός και έμπειρος νομολόγος (της σχολής Μαλίκι), όταν πρέπει να έγραψε και τις πρώτες του πραγματείες στον Αριστοτέλη· το 1160 διορίστηκε κάδι (δικαστής) στη Σεβίλλη, και υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις στη Σεβίλλη, στην Κόρδοβα και στο Μαρόκο. Η εχθρότητα των ασαριτών θεολόγων του Ισλάμ τον άφηνε αδιάφορο· τα τελευταία χρόνια τού δωδέκατου αιώνα όμως το κλίμα είχε αλλάξει: το Χαλιφάτο τής Κόρδοβα βρισκόταν υπό άμεση απειλή (έπεσε πραγματικά το 1236) και η αμυντική συντηρητικοποίηση άλλαξε τις διαθέσεις των ηγεμόνων· τα βιβλία του κάηκαν δημοσίως και ο ίδιος εξορίστηκε στο Μαρακές, λίγο πριν τον θάνατό του, το 1198. Τα λείψανά του ωστόσο μεταφέρθηκαν εδώ, στον οικογενειακό του τάφο.
 
Τον ένατο και τον δέκατο αιώνα η Κόρδοβα ήταν μία από τις σημαντικότερες πόλεις στην ιστορία τού κόσμου. Τί μένει άραγε από κείνη τη μεγάλη εποχή; Η Μεσκίτα, το μεγάλο τζαμί τής Κόρδοβα! Είχαμε παρκάρει απέξω ακριβώς χωρίς να το έχουμε αντιληφθεί… Μέσα από το παλιό περιτείχισμα ήταν ένας ωραίος κήπος με πορτοκαλιές, και στη μία γωνία έβλεπες την πόρτα που οδηγούσε στο εσωτερικό του. Είχαμε δει αναρίθμητες φωτογραφίες του, αλλά η αληθινή του δύναμη και ομορφιά κόβουν την ανάσα. Άρχισε να χτίζεται το 786, και μετά από τρεις διαδοχικές διευρύνσεις ολοκληρώθηκε το 987. Μετά την ανακατάκτηση, δύο χριστιανικά παρεκκλήσια προστέθηκαν διαδοχικά το 1258 και το 1260, ενώ στις αρχές τού δέκατου έκτου αιώνα ο Κάρολος ο Ε΄ έχτισε έναν χριστιανικό καθεδρικό στο κέντρο του τζαμιού: στέκει ακόμα εκεί, μνημείο θρασύτητας και κακογουστιάς, για να κάνει με ειρωνικό τρόπο ανάγλυφη τη σύγκριση, διόλου κολακευτική για τη χριστιανική τέχνη…! Οι 856 κολώνες τού τζαμιού, από ίασπη, όνυχα, μάρμαρο και γρανίτη, «σαν σειρές από φοινικόδεντρα στις οάσεις τής Συρίας», στεγάζουν διπλά τόξα (οπλόσχημο το κατώτερο, ημικυκλικό το ανώτερο), μια αρχιτεκτονική καινοτομία που όχι μόνο επιτρέπει ψηλότερες οροφές, όπως λένε, αλλά και συμβάλλει με την φευγαλέα εντύπωση του ακανόνιστου που δημιουργεί σε αυτή την απτή αίσθηση του απείρου την οποία στόχευε πάντα, με όλους τους δυνατούς τρόπους, η ισλαμική τέχνη. Για τη διακόσμηση χρησιμοποιήθηκαν φύλλα χρυσού, ασήμι, χαλκός και πορφύρα, εξαίσια μωσαϊκά και αζουλέχος, ενώ το χρυσοποίκιλτο μίχραμπ (η κώχη που δείχνει προς τη Μέκκα) στον νοτιοανατολικό του τοίχο είναι απλώς ένα αρχιτεκτονικό θαύμα! Οι χαρακτηριστικές κόκκινες-λευκές ρίγες στις κιονοστοιχίες, και άλλα χαρακτηριστικά τού πρώιμου οικοδομήματος, θυμίζουν το μεγάλο τζαμί τής Δαμασκού, που στην πραγματικότητα είχε ως πρότυπο ο Αμπντ αλ-Ραχμάν για τη δημιουργία τού μεγάλου τζαμιού τής Κόρδοβα.
 
Γιατί αυτό το κομμάτι τού αραβικού πολιτισμού υπήρξε προέκταση του Πρώτου Χαλιφάτου, των Ουμμαϋάδων της Συρίας. Το 711 της δικής μας χρονολογίας, και επί αρχής τού αλ-Ουάλιντ στη Δαμασκό, μια αραβική στρατιά 12.000 ανδρών, στρατολογημένων κυρίως από Βέρβερους της Βορείου Αφρικής, πέρασε τα στενά τού Γιβραλτάρ και ξεχύθηκε στην Ιβηρική. Επικεφαλής ήταν ο Ταρίκ ιμπν Ζιγιάντ («Γιβραλτάρ» λέγεται πως είναι μια παραφθορά τού Γκίμπελ Ταρίκ – «το Βουνό τού Ταρίκ»). Μέσα σε τρία χρόνια είχαν φτάσει στα Πυρηναία· γύρω στο 730 το Ελ-Ανταλούς περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος τής σημερινής Ισπανίας, την Πορτογαλία κι ένα κομμάτι τής Νοτίου Γαλλίας (τη Σεπτιμανία). Όταν ο Κάρολος Μαρτέλ ανέκοψε την προέλαση των μουσουλμανικών δυνάμεων στο Πουατιέ το 732, το γεγονός πανηγυρίστηκε από τους Χριστιανούς τής Ευρώπης –ακόμα πανηγυρίζεται!– αλλά για τους Μουσουλμάνους δεν θεωρήθηκε μεγάλη καταστροφή: δεν ένιωθαν καμία ανάγκη να κατακτήσουν τη δυτική Χριστιανοσύνη στο όνομα του Ισλάμ, ούτε η Ευρώπη τούς ήταν ιδιαίτερα ελκυστική· υπήρχαν μικρές ευκαιρίες για εμπόριο σε αυτό το πρωτόγονο τέλμα, λίγα λάφυρα για να καρπωθούν και το κλίμα ήταν απαίσιο.    
 
Το 749 οι Αββασίδες τού Ιράκ κυρίευσαν την Κούφα και εκθρόνισαν τους Ουμμαϋάδες, ιδρύοντας το Δεύτερο Χαλιφάτο, της Βαγδάτης. Λίγο μετά (756) το ισπανικό κομμάτι θα αποσχιστεί από το αββασιδικό χαλιφάτο και υπό την ηγεσία ενός από τους φυγάδες Ουμμαϋάδες πρίγκιπες θα κηρυχθεί ανεξάρτητο βασίλειο. Το 795 ο Καρλομάγνος θα καταλάβει την Καταλονία δημιουργώντας μια ζώνη ασφαλείας ανάμεσα στο Ελ-Ανταλούς και τα φραγκικά βασίλεια, πράγμα που επέτρεψε στους ισπανούς πολέμαρχους του βορρά να εδραιώσουν μια συνοριακή γραμμή από την Καταλονία ως την Αστούριας, η οποία ήταν τόσο κατάσπαρτη με οχυρά φρούρια ώστε ονομάστηκε Καστίλη. Μετά το 1010, ωστόσο, το Ελ-Ανταλούς θα διαμελιστεί σε έναν αριθμό από ανταγωνιζόμενες, ανεξάρτητες αυλές. Αρχίζει ταυτόχρονα η χριστιανική Reconquista, η οποία θα κρατήσει αιώνες και θα έχει δραματικά κυμαινόμενες μεταστροφές· μια χρονολογία-ορόσημο πάντως είναι η πτώση τού Τολέδο το 1085. Το γεγονός εξαπέλυσε ρίγη ανησυχίας στους μουσουλμάνους ηγεμόνες παντού στη Ιβηρική, και ζήτησαν τη βοήθεια των Αλμοραβίδων, μιας ομοσπονδίας βερβερικών φυλών που είχαν ως βάση τους το Μαρακές. Περίφημοι για την πολεμική τους ανδρεία, οι μαυροφόροι αυτοί μαχητές κατάφεραν πράγματι ν’ ανακόψουν την πορεία τής ανακατάκτησης· τον δωδέκατο αιώνα όμως η ορμή τους έμοιαζε να έχει εξαντληθεί, και νέο αίμα ήρθε από τη δυναστεία των Αλμοχάδων, που με ορμητήριο τα όρη τού Άτλαντα είχαν εκθρονίσει τους Αλμοραβίδες και θέσει υπό την κυριαρχία τους το μεγαλύτερο μέρος τού Μάγκρεμπ. Η ισπανική γη όμως έμοιαζε να στραγγίζει γρήγορα τη ζωτικότητα των νομάδων τής ερήμου, και η ανακατάκτηση ακολούθησε την πορεία της, μέχρι το μοιραίο 1492.
 
Μόνον ο χρυσός που άρχισε να ρέει από τον Νέο Κόσμο επέτρεψε στην Ισπανία να αναρρώσει από την ερήμωση που άφησε πίσω της η εκδίωξη των Μαυριτανών. Με την ακάματη εργατικότητά τους και με τις τεχνικές άρδευσης που έφεραν από την Αφρική ζωντάνεψαν την ξερή γη φυτεύοντας το βαμβάκι, το ρύζι και το ζαχαροκάλαμο κι έκαναν να ευδοκιμήσει η αμυγδαλιά, η ροδιά, η πορτοκαλιά και η ροδακινιά. Επινόησαν τη βιοτεχνία τού γυαλιού και του χαρτιού και δούλεψαν με ασύγκριτη δεξιοτεχνία την κεραμική, το δέρμα και το ασήμι. Οργάνωσαν περίφημα κέντρα μάθησης όπου καλλιεργήθηκαν όλες οι επιστήμες –η αστρονομία, τα μαθηματικά και η μουσική, η ιατρική και η αλχημεία– και μεταλαμπάδευσαν την αρχαίο ελληνικό στοχασμό με αντίστροφες μεταφράσεις, στη λατινική (έργο στο οποίο έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο επίσης οι δίγλωσσοι Εβραίοι), της ελληνικής γραμματείας που είχε ήδη μεταφραστεί στα αραβικά, στη Βαγδάτη και στη Συρία.  Ιδίως όμως η ισπανική αναγέννηση έμεινε φημισμένη για την ποίησή της (ο μεγαλύτερος ανάμεσα στους ένδοξους ποιητές της, ο Ιμπν ελ-Άραμπι, γεννήθηκε στη Μούρθια και μορφώθηκε στη Σεβίλλη), στην οποία σήμερα ξέρουμε τί χρωστά η παράδοση των τροβαδούρων τής Προβηγκίας. 
 
Οδηγώντας από την Κόρδοβα στη Σεβίλλη θελήσαμε να επισκεφθούμε την αυτόνομη κοινότητα της Μαριναλέδα. Δεν είχαμε υπολογίσει τη φονική ζέστη τής Ανδαλουσίας· το χωριό ήτανε κυριολεκτικά νεκρό, και στις πέντε η ώρα το απόγευμα το θερμόμετρο έδειχνε έξω 48! Βγήκαμε, φωτογραφίσαμε μερικά ευρηματικά graffiti, και χωθήκαμε στο μοναδικό ανοιχτό εστιατόριο της διαδρομής για δροσιστικό γκασπάτσο και κάτι για να συνέλθουμε. Το ίδιο βράδυ, μετά από έναν ληθαργικό ύπνο στο ξενοδοχείο, περπατούσαμε στους δρόμους τής Σεβίλλης από την άλλη πλευρά τού ποταμού, στη λαϊκή γειτονιά τής Τριάνα.
 
  Η Σεβίλλη είναι μια αληθινή μητρόπολη. Πρωτεύουσα της σημερινής Ανδαλουσίας και τέταρτη σε μέγεθος πόλη τής Ισπανίας, έχει μια μακρά ιστορία που ξεκινάει τουλάχιστον από τους ρωμαϊκούς χρόνους: δύο αυτοκράτορες προήλθαν από την περιοχή αυτή, ο Αδριανός και ο Τραϊανός. Η στρατηγική της θέση στο δέλτα τού Γουαδαλκιβίρ, που είναι πλωτός μέχρι αυτό το σημείο, την έκανε το μόνο παραποτάμιο λιμάνι τής χώρας και μονοπωλιακό σταθμό τού εμπορίου με τον Νέο Κόσμο. Από εδώ ξεκίνησε, το 1519, ο Φερδινάνδος Μαγγελάνος τον πρώτο περίπλου της γης. Το αποκορύφωμα της ακμής της ήρθε τον δέκατο έβδομο αιώνα, όμως τα μνημεία που την κάνουν μοναδική είναι όλα παλαιότερα: ο μεγάλος Καθεδρικός, η Χιράλδα, o Χρυσός Πύργος, το συγκρότημα των παλατιών του Αλκάθαρ, η Plaza de España και  το Αρχείο των Ινδιών.
 
Η Χιράλδα, το παγκόσμιο σύμβολο της πόλης, είναι ένα εκπληκτικό δείγμα μαυριτανικής αρχιτεκτονικής από την τελευταία περίοδο των Αλμοχάδων ηγεμόνων. Ήταν αρχικά ο μιναρές τού τζαμιού τής Σεβίλλης και χτίστηκε από τον Αχμάντ μπεν Μπάσο με πρότυπο την Κουτούμπια του Μαρακές· είχε ύψος 76 μέτρα και τα θεμέλιά του προχωρούσαν δεκαπέντε μέτρα κάτω από τη γη. Είναι χτισμένος με σκαλιστά αμμότουβλα που τα σχέδιά τους θυμίζουν χαλί. Ανέβαινες –ανεβαίνεις ακόμα– όχι από σκαλιά αλλ’ από 35 συνεχόμενες ράμπες (επειδή, λέγεται, ο μουεζίνης ήθελε ν’ ανεβαίνει στον πύργο τής προσευχής με το άλογό του). Το 1586, καθώς η πόλη άρχιζε να πλουτίζει από τον χρυσό τής Αμερικής, οι εκκλησιαστικές αρχές αποφάσισαν να προσθέσουν στην κορυφή του ένα αναγεννησιακό καμπαναριό σαν σύμβολο της χριστιανικής ισχύος. Έτσι το συνολικό ύψος έφτασε τα 93 μέτρα – και στο τέλος προστέθηκε η φιγούρα τού «Χιραλδίνο», ενός ανεμοδείκτη σε γυναικεία μορφή, η οποία στην πραγματικότητα συμβολίζει τον «θρίαμβο της πίστης».
 
Η Χιράλδα είναι το μόνο πράγμα που απέμεινε από το τζαμί τής Σεβίλλης. Πάνω στα θεμέλιά του οικοδομήθηκε μετά την κατάληψη της πόλης ο κολοσσιαίος καθεδρικός, ένα μνημείο μεγαλοπρέπειας και θριάμβου που σαστίζει με τις διαστάσεις του: ο μεγαλύτερος σωζόμενος σήμερα γοτθικός ναός στον κόσμο, και τρίτη σε μέγεθος χριστιανική εκκλησία (μετά τον Άγιο Πέτρο τής Ρώμης και τον Άγιο Παύλο τού Λονδίνου). Εσωτερικά, είναι ένας από τους πλουσιότερους σε καλλιτεχνικούς θησαυρούς, με 500 έργα ζωγραφικής από τον δέκατο έκτο αιώνα μέχρι σήμερα. Τα 80 φλαμανδικά του βιτρώ είναι επίσης τού δέκατου έκτου αιώνα, και ο εντυπωσιακός του βωμός είναι φορτωμένος με 3.500 κιλά χρυσό. Έχει, μεταξύ άλλων, τριάντα παρεκκλήσια· εδώ, δεξιά όπως μπαίνεις από τη νότια είσοδο, βρίσκεται και το μαυσωλείο τού Χριστόφορου Κολόμβου: το γλυπτό τού Arturo Mélida είναι του ύστερου δέκατου ένατου αιώνα, προραφαηλιτικού ύφους, και απεικονίζει τέσσερις επιβλητικές φιγούρες –οι βασιλείς τής Καστίλλης, της Λεόν, της Αραγονίας και της Ναβάρας– να μεταφέρουν το φέρετρο με το ενταφιασμένο σώμα. Λέγεται ότι τα λείψανα του θαλασσοπόρου μεταφέρθηκαν εδώ από την Αβάνα το 1898, όταν η Κούβα κέρδισε την ανεξαρτησία της από την Ισπανία – κανείς όμως δεν μπορεί να πει αν υπάρχει πράγματι κάτι μέσα στο μαυσωλείο.
 
Ο Χρυσός Πύργος, στην όχθες τού ποταμού ανάμεσα στις μεγάλες γέφυρες, είναι ένα ακόμα δείγμα ύστερης μαυριτανικής αρχιτεκτονικής, που χτίστηκε σαν αμυντικό οχύρωμα τον δέκατο τρίτο αιώνα και σήμερα στεγάζει ένα ναυτικό μουσείο· οφείλει το όνομά του στα χρυσωπά πλακάκια που καλύπτουν ολόκληρο το οικοδόμημα. Το Αρχείο των Ινδιών, ένα ανεγεννησιακό κτήριο με πινελιές αποικιακής αρχιτεκτονικής σε κίτρινη ώχρα, στεγάζει πολύτιμα ντοκουμέντα που αφορούν την ανακάλυψη και τις εμπορικές συναλλαγές με τον Νέο Κόσμο. Το παλάτι τού Αλκάθαρ –ή μάλλον το συγκρότημα των πολυτελών παλατιών, περιλαμβανομένων των εκπληκτικών κήπων– υπήρξε για αιώνες το βασιλικό ενδιαίτημα, σύμβολο του κύρους και της μεγαλοπρέπειας των νέων ηγεμόνων. Είναι ένα ωραίο δείγμα αρχιτεκτονικού συγκρητισμού με μπαρόκ, αναγεννησιακές και γοτθικές μίξεις, προπαντός όμως του λεγόμενου ύφους Μουδεχάρ, αφού στην οικοδόμησή του εργάστηκαν κυρίως Μαυριτανοί που απόμειναν μετά τη χριστιανική κατάκτηση της πόλης. Και δεν πρέπει να παραλείψει κανείς τη Real Maestranza τής Σεβίλλης με την υπέροχη «PlazadeToros», την ωραιότερη ίσως αρένα ταυρομαχιών σε χαρακτηριστικό ύφος ύστερου μπαρόκ, με χρώματα κίτρινο, κεραμιδί και λευκό, που έγινε κατά κάποιον τρόπο πρότυπο για όλες τις αρένες ταυρομαχιών στη χώρα. 
 
Δύσκολο να τα δεις όπως πρέπει όλ’ αυτά μέσα σε δύο και μόνο μέρες – αν σκεφτείς μάλιστα ότι τέσσερις-πέντε ώρες τού μεσημεριού πρέπει να θεωρούνται απαγορευμένες. Είναι η ώρα για ν’ αράξεις στη δροσιά κάποιου εσωτερικού τάπας-μπαρ, ή να δοκιμάσεις τσούρος (αυτά τα μακρόστενα μπαστούνια ζύμης, κάτι σαν λουκουμάδες) σερβιρισμένα με τον παραδοσιακό τρόπο, με ζεστή σοκολάτα… Εκείνο που εμείς πιο πολύ θέλαμε στην πόλη αυτή, όμως, ήταν να ακούσουμε γνήσιο, παραδοσιακό φλαμένκο. Λέω «γνήσιο» επειδή το τουριστικό φλαμένκο είναι σε υπερπροσφορά στη Σεβίλλη: μπορείς να κλείσεις προκαταβολικά τέτοια σώου σε πολυτελή ξενοδοχεία ή θέατρα μέσω των τουριστικών οδηγών· αλλά δεν θέλαμε κάτι τέτοιο… Πληροφορηθήκαμε εν πάση περιπτώσει για ένα συγκεκριμένο μέρος που εμφανίζονταν περιστασιακά κάποιοι μουσικοί, απροειδοποίητα, και είμαστε αρκετά τυχεροί να μάθουμε πως θα παίξουν εκεί το δεύτερο βράδυ. 
 
            Το μέρος ήταν εντελώς λαϊκό , σχεδόν σαν υπαίθριο αναψυκτήριο. Είχε μπροστά έναν μικρό κήπο και όλη η πρόσοψη του μαγαζιού, αντί για τοίχο, κουρτίνες που τις τραβούσαν όταν οι μουσικοί ξεκινούσαν να παίζουν. Το εσωτερικό του ήταν σε δύο επίπεδα, το ανώτερο με χαμηλά κάγκελα, και για καθίσματα είχε μακρόστενους ξύλινους πάγκους με αντίστοιχες μακριές τάβλες για τραπέζια. Στη μία πλευρά ένα μπαρ σέρβιρε σαγκρίες, μπύρες και άλλα οινοπνευματώδη, στην άλλη πλευρά μια μικρή κουζίνα έδινε πρόχειρο φαγητό. Ήταν γεμάτο, μισοί-μισοί Ισπανοί και ξένοι.  Οι καλλιτέχνες κάθισαν κάποια στιγμή στον πάγκο τους – ήταν τρεις: κιθαρίστας, τραγουδιστής, χορευτής, όλοι άντρες, όπως τις πρώτες ημέρες τού φλαμένκο (οι γυναίκες μπήκαν στο είδος αργότερα). Η παλαιότερη καταγραφή τού φλαμένκο που έχουμε είναι από το 1774, στο βιβλίο José Cadalso, Las Cartas Marruecas. Βέβαιο είναι ότι προέκυψε από πολύ παλαιότερα μουσικά και χορευτικά ύφη τής Ανδαλουσίας· επηρεάστηκε πάντως αποφασιστικά από τους Ρομά τής Ιβηρικής, οι οποίο το υιοθέτησαν και το έκαναν δικό τους ιδίωμα (ωστόσο δεν συναντιέται πουθενά στους Ρομά των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης). Κατά μια επικρατούσα αντίληψη η λέξη «φλαμένκο» προέρχεται από το ισπανικό flama, «φωτιά» ή «φλόγα», υπονοώντας τη φλογερή συμπεριφορά που αποδίδεται στους τσιγγάνους εκτελεστές τού είδους· ο ανδαλουσιανός ιστορικός BlasInfante όμως, στο βιβλίο του Orígenes delo Flamenco y Secreto del Cante Jondo (1933), έχει προτείνει ότι προέρχεται από τον ισπανοαραβικό όρο fellamengu, που σημαίνει «εκδιωγμένος χωρικός»: σύμφωνα με τη θεωρία του, αναφέρεται στους Ανδαλουσιανούς ισλαμικής πίστης (μορίσκος) που για ν’ αποφύγουν τις διώξεις έσμιξαν με τους νεοφερμένους τσιγγάνους.
 
            Υπάρχουν πολλά είδη φλαμένκο, που διακρίνονται ως προς το ρυθμικό πρότυπο, τον βασικό τρόπο και την εναλλαγή των συγχορδιών, τη στροφική δομή και, βέβαια, την περιοχή· κάποια είδη χορεύονται, άλλα όχι. Βασίζονται προφανώς  σε αραβικές και ισπανικές λαϊκές μελωδίες με εμφανή μικροτονικότητα, ωστόσο μπορεί να διακρίνει κάποιος επίσης επιρροές από τη βυζαντινή και την εβραϊκή θρησκευτική μουσική. Γενικά, δεσπόζει ο φρύγιος τρόπος. Το στυλ τής Σεβίλλης είναι το πιο δραματικό: ο τραγουδιστής συγκλονίζεται ολόκληρος από έναν σχεδόν ανεκτόνωτο λυγμό, και η κιθάρα εξαπολύει νευρικά ρίγη που μεταβάλλουν απότομα την κίνηση του σώματος, σαν ηλεκτροσόκ. Έτσι ακριβώς τραγούδησε κείνο το βράδυ ο ψηλόκορμος και μαυριδερός μας τσιγγάνος με το πουκάμισο ανοιχτό μέχρι χαμηλά στο στήθος του, όλο καδένες και χαϊμαλιά, κρατώντας ταυτόχρονα μαζί με τον καθισμένο ακόμα χορευτή έναν αγχωμένο ρυθμό με τις παλάμες· κι όταν ο μικρόσωμος και πολύ νέος χορευτής ανέβηκε στην πίστα, εκείνο που έκανε με τα πόδια του είναι αδύνατο να περιγραφεί: ένα όργιο πολυρρυθμιών, αντιχρονισμών και συγκοπών όπου τα τακούνια του είχαν αληθινά μεταμορφωθεί σε κρουστό όργανο.
 
Είδαμε άλλη μία φορά καλό φλαμένκο, το τελευταίο μας βράδυ στην Ισπανία, στη Χερέθ ντε λα Φροντέρα. Είδαμε, τρόπος του λέγειν… γιατί το μπαρ όταν φτάσαμε ήταν κατάμεστο, καρφίτσα δεν έπεφτε, εμείς ούτως ή άλλως πεινούσαμε, οπότε με τον Αντώνη και τον μικρό Άγγελο φύγαμε να βρούμε να φάμε κάτι –οι άλλοι στριμώχτηκαν εκεί όπως-όπως– και, όταν γυρίσαμε, προλάβαμε μόνο την τελευταία φιγούρα από το ζευγάρι των χορευτών. Τελειώσαμε τη βραδιά πίνοντας ξανθό και κόκκινο σέρρυ στη μπάρα και στο στενό έξω από το μαγαζί.
 
Φεύγοντας από τη Σεβίλλη βυθιστήκαμε πια στην αγροτική, ημι-ορεινή Ανδαλουσία. Το Σεντενίλ δε λας Μποντέγκας είναι, όπως λέει τ’ όνομά του, ένα χωριό χτισμένο στις εσωτερικά χείλη ενός κοιλωτού φαραγγιού, έτσι που τα τοιχώματά του το προστατεύουν σαν σπήλαιο – κρατώντας ανακουφιστική δροσιά. Η Ρόντα, φημισμένη για τις ταυρομαχίες της, ήταν ο επόμενος σταθμός καθ’ οδόν. Κρέμεται δραματικά στην πλαγιά ενός φαραγγιού 150 μέτρων τού ποταμού Γουανταλεβίν, σε υψόμετρο κάπου 750 μέτρα, και μια γιγάντια γέφυρα χωρίζει την παλιά από τη νέα πόλη. Περιηγηθήκαμε στη «Plaza de Toros», μία από τις διασημότερες αρένες όλης της χώρας, και στο σχετικό μουσείο που στεγάζει. Το βράδυ καταλύσαμε σε ένα αληθινό αγρόκτημα μέσα στις ελιές· και την επόμενη μέρα, τα περίφημα λευκά χωριά στης Ανδαλουσίας (Γκραζαλέμα, Ζαχάρα και Άρκος δε λα Φροντέρα), ανάμεσα σε βραχώδη βουνά και δάση κωνοφόρων. 
 
Οι μέρες τής Ισπανίας τελείωναν, κι εγώ είχα το μυαλό μου καρφωμένο στο Κανάλι. Ένιωθα ξανά στις φλέβες μου το κάλεσμα της Αφρικής και η αδημονία έπαιρνε μέσα μου παράξενες διαστάσεις. Όταν είδα το Κάντιθ η καρδιά μου σκίρτησε, και θυμήθηκα ξαφνικά την Πορτογαλία και το αγκάλιασμα του Ατλαντικού.
 
Το λιμανάκι αυτό, στην άκρη μιας λεπτής χερσονήσου που εκτείνεται παράλληλα με την ακτογραμμή, είναι ίσως ο παλαιότερος οικισμός τής Ιβηρικής. Το ανακάλυψαν το 1100 π.Χ. οι Φοίνικες και έγινε  ορμητήριο όλων των εξορμήσεών τους πέρ’ από τις Πύλες τού Ηρακλέους. Έξω από τα Στενά τού Γιβραλτάρ, κοιτάζει ουσιαστικά όχι στη Μεσόγειο αλλά στον Ατλαντικό, και αναπόφευκτα έγινε, την εποχή των μεγάλων ποντοποριών, ο κύριος διαμετακομιστικός σταθμός τού εμπορίου με τις ισπανικές αποικίες τής Αμερικής. Από εδώ ξεκίνησε ο Κολόμβος το δεύτερο και το τέταρτο ταξίδι του, το 1493 και το 1502. Εδώ επίσης, στις 19 Μαρτίου 1812, στη διάρκεια της ναπολεόντειας εισβολής στην Ισπανία, συνήλθε το εθνικό κοινοβούλιο και κήρυξε το πρώτο Ισπανικό Σύνταγμα. Μου έρχονται στο μυαλό όλ’ αυτά καθώς βλέπω, από την παραλιακή με τους φοίνικες και τα υπέροχα ναυτικά κτήρια του δέκατου όγδοου αιώνα, τη σπηλαιώδη μπαρόκ φιγούρα τού καθεδρικού ν’ ατενίζει αγέρωχα τον ωκεανό με το θόλο του να αστράφτει σαν κομμάτι χρυσού στο απογευματινό φως. Επίσης, αν έχει κι αυτό κάποια σημασία, φημισμένο είναι ως τις ημέρες μας το καρναβάλι τού Κάντιθ. Τελευταία σκηνή, καθισμένοι σ’ ένα μικρό πλάτωμα δίπλα στη λαϊκή αγορά, παέγια με θαλασσινά και κόκκινο ντόπιο κρασί, κι ένα πολύτιμο αεράκι –επιτέλους!– να μας δροσίζει με τη φρεσκάδα του ωκεανού. 
 
Μια ευθεία γραμμή συνδέει τη Σεβίλλη, τη Χερέθ ντε λα Φροντέρα και το Κάντιθ. Διανυκτερεύσαμε στη Χερέθ, πόλη που φημίζεται, όπως γράφεται παντού, για τα άλογά της και το σέρρυ. Θα μπορούσε να πει κανείς, σκέφτομαι, ότι το άλογο και ο ταύρος είναι τα τοτέμ τής Ισπανίας. Η σημειολογική τους παρουσία –αντίθετη και συμπληρωματική από τόσες πλευρές– διαποτίζει κάθε πτυχή τής εθνικής ζωής, πράγμα που γίνεται αμέσως αντιληπτό στα μάτια τού ξένου. Πόσο βαθιά στον χρόνο πηγαίνει άραγε αυτή η προσήλωση; Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, δεν μπορούσαν να μη μου έρθουν στον νου τα σπήλαια της Αλταμίρα, στη Σαντιγιάνα δελ Μαρ τής Κανταβρίας, από την ύστερη παλαιολιθική (15.000 χρόνια πριν και πλέον), όπου οι δεσπόζουσες φιγούρες, ζωγραφισμένες με χρώμα και με μια ιμπρεσιονιστική αίσθηση ρεαλισμού που δεν έχει πάψει να μας αφήνει άφωνους, είναι βίσωνες και άλογα.
 
            Τη νύχτα εκείνη σχεδόν δεν κοιμήθηκα καθόλου. Το μεσημέρι τής επομένης πήραμε από το Αλεγκεθίρας το πλοίο για την Ταγγέρη – εκεί ακριβώς απ’ όπου το 1086 πέρασε ο Γιουσούφ ιμπν Τασφίν με το στράτευμα των Αλμοραβίδων του ανταποκρινόμενος στην έκκληση των μουσουλμάνων πριγκίπων του Ελ-Ανταλούς για ν’ αντιμετωπίσει την απειλή του Αλφόνσου του ΣΤ΄ της Λεόν. Ανοιχτήκαμε στα Στενά, μέχρις ότου φάνηκε πελώριος, στα αριστερά μας, ο Μαύρος βράχος τού Γιβραλτάρ. Και πριν αποχωριστώ την Ιβηρική και την Ευρώπη, εδώ σε αυτό το ανάμεσα που είναι ταυτόχρονα μια πύλη, ήρθε απρόσμενα, σε ένα λευκό τούτο κατάστρωμα που καιγόταν από τον ήλιο του μεσημεριού, σαν τελευταίος αποχαιρετισμός σ’ έναν τόπο τής φαντασίας μου ποτισμένο με τόσο πόνο και γλυκύτητα πολύ πριν να τον γνωρίσω αληθινά, ένας λυγμός για τον Λόρκα, τον τρυφερό και αγαπημένο ξεναγό τής εφηβείας μου στη γη τής Ισπανίας