Η έκπληξη πολλών αριστερών από την καταβαράθρωση αριστερών κομμάτων στις διπλές εκλογές του Μαΐου- Ιουνίου 2023 δείχνει ότι ήταν εδραιωμένη σε πολλούς μία πεποίθηση ότι επιζεί ακόμη στον λαό ένα αντιστασιακό- αντιμνημονιακό πνεύμα στον απόηχο του 2015, ακόμη κι αν η ΝΔ είχε καρπωθεί το 2019 τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Φάνηκε εντέλει ότι στην πραγματικότητα το τοπίο έχει αλλάξει δραματικά και το δίπολο μνημόνιο- αντιμνημόνιο έχει δώσει τη θέση του σε μία διαρκή κρίση (permacrisis), η οποία περιλαμβάνει τρεις διακριτές πλην αλληλοσυμπληρούμενες νέες κρίσεις: την πανδημία, το προσφυγικό- μεταναστευτικό και τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Το δίλημμα μεταξύ προσαρμογής και αντίστασης στη βιοπολιτική του κράτους
Ας δούμε κατ’ αρχήν πώς η καθεμία από τις κρίσεις αυτές μετατόπισε τη σχέση του λαού με την αριστερά. Η πανδημία κατ’ αρχήν ακύρωσε στην πράξη για ένα μεγάλο μέρος του λαού τα οξέα διλήμματα του 2015, τουλάχιστον για ένα μικρό διάστημα που ενδέχεται να λήξει σύντομα. Κατά το δημοψήφισμα του 2015 είχε τεθεί στην κρίση του λαού μία συγκεκριμένη μορφή συμφωνίας με τους δανειστές, είχε απορριφθεί και, ύστερα από νέες διαπραγματεύσεις, ίσχυσε τελικά μία ελαφρώς διαφορετική παραλλαγή της. Πέρα από την απογοήτευση για το «ξεφούσκωμα» μετά το θεαματικό «όχι» του δημοψηφίσματος, είναι ακόμα μεγαλύτερη η μετατόπιση από το γεγονός ότι η πανδημία έφερε ούτως ή άλλως μια σημαντική αναστολή αυτών των συμφωνιών με τους δανειστές, λ.χ. μία αναστολή των πρωτογενών πλεονασμάτων και μια δημοσιονομική χαλάρωση. Βεβαίως, πρόκειται ακριβώς για αναστολή, όχι για κατάργηση ή μόνιμη αλλαγή. Το αργότερο μέχρι το 2024, αν δεν μεσολαβήσει κάποια νέα ανατρεπτική μείζων κρίση, θα απαιτηθούν πάλι πρωτογενή πλεονάσματα, με συνέπεια νέα λιτότητα και περικοπές. Από την άποψη αυτή, η θέαση του μέρους των ψηφοφόρων που επιβράβευσε τους διαχειριστές της πανδημίας μπορεί να θεωρηθεί ως κοντόφθαλμη, ενώ οι θριαμβολογίες για την καλή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας θυμίζουν εντόνως αυτές του 2007, δύο χρόνια πριν από την κατάρρευση. Είναι πιθανόν θέμα χρόνου να βρεθεί ένας νέος Πάγκαλος να πει ξανά πολύ σύντομα «μαζί τα φάγαμε», εννοώντας τα επιδόματα, τα pass κ.ο.κ., που ούτως ή άλλως η μερίδα του λέοντος κατευθύνθηκε στις τσέπες λίγων ολιγαρχών, όπως λ.χ. τα επιδόματα για την ενέργεια.
Ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμούμε μια αλλαγή ψυχισμών που έφερε η πανδημία και η διαχείρισή της. Κατά τη διαχείριση αυτή είδαμε κάθε είδος αντίφασης ως προς τα μέτρα που ακολουθήθηκαν με αποτέλεσμα να εμπεδωθεί ότι το σημαντικό δεν είναι μία συγκεκριμένη πολιτική στη διαχρονία και καθαρότητα των αρχών της, αλλά ο χρονισμός (timing) και η δυνατότητα γρήγορων προσαρμογών ως προς κάθε νέα πρόκληση ή ντιρεκτίβα εκ των άνω από το επιστημονικό ή οικονομολογικό ιερατείο. Ασφαλώς, έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο η επιθετικότητα με την οποία η κυβέρνηση χρησιμοποίησε πόρους προκειμένου να εξανδραποδίσει τα ΜΜΕ, των οποίων βεβαίως οι ιδιοκτήτες ήταν σαν έτοιμοι από καιρό για αυτήν την πρωτοφανή υποβάθμιση της δημοσιογραφίας στο πλαίσιο ενός ολιγαρχικού «η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται». Κάπως έτσι το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μία από τις 15 χειρότερες χώρες στον κόσμο ως προς τους νεκρούς ανά πληθυσμό δεν απασχολεί κανέναν γιατί και πάλι όλα είναι θέμα χρονισμού: Δεν είχαμε συγκριτικά πολλούς νεκρούς κατά τους πρώτους μήνες της πανδημίας, όταν υπήρχε τρόμος για το άγνωστο. Οι πολλές χιλιάδες νεκροί που είχαμε αργότερα λόγω ελλείψεων ΜΕΘ και υποβάθμισης του ΕΣΥ ήταν κυρίως ηλικιωμένοι που αφέθηκαν στην τύχη τους, ενώ ο λαός είχε ήδη εσωτερικεύσει τον κοινωνικό δαρβινισμό της κυβέρνησης ότι «όποιος δεν προσαρμόζεται πεθαίνει» και ότι εν πάση περιπτώσει δεν είναι ανάγκη να επιζούν όλοι, ακόμη και οι ηλικιωμένοι με υποκείμενα νοσήματα.
Η πανδημία, ωστόσο, είχε και μια άλλη καταστροφική συνέπεια για την εκλογική δυναμική της Αριστεράς. Όταν το δίλημμα ήταν μνημόνιο ή αντιμνημόνιο, τα κόμματα της αριστεράς καρπώνονταν ένα μεγάλο μέρος της αντιστασιακότητας του ελληνικού λαού. Με την πανδημία, το δίλημμα μετατοπίστηκε στην υπακοή ή όχι προς τη βιοπολιτική του κράτους και η αριστερά διχάστηκε. Ένα μικρό σχετικά μέρος της ακολούθησε μία αντίσταση έως εσχάτων στα βιοπολιτικά μέτρα, ενώ τα μεγάλα αριστερά κόμματα είχαν μία επαμφοτερίζουσα στάση να ακολουθηθεί βασικά το πρόγραμμα εμβολιασμού και η πολιτική της κοινωνικής αποστασιοποίησης για λόγους ευθύνης και κοινωνικής μέριμνας προς τους ευάλωτους, προσπαθώντας παράλληλα να αναβαθμίσουμε το δημόσιο σύστημα υγείας και να καταγγείλουμε μόνο τις πιο ακραίες μορφές κρατικής παρέμβασης. Ενδεχομένως αυτή να ήταν και η πλέον υπεύθυνη στάση από τα μεγάλα αριστερά κόμματα, όμως ο λαός εισέπραξε ότι δεν υπάρχει ένα καθαρό και διαφανές μήνυμα και ότι το μέρος του που επιθυμεί σαφή αντίσταση έως εσχάτων προς τη νεοφιλελεύθερη κρατική βιοπολιτική θα πρέπει να την αναζητήσει αλλού, εντέλει σε κόμματα της μη κυβερνητικής δεξιάς. Το αποτέλεσμα της πανδημίας ήταν να επιταχύνει την εμπέδωση στην Ελλάδα ενός τρέχοντος πολιτικού σκηνικού, που βλέπουμε λ.χ. στη Γαλλία και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όπου το βασικό εκλογικό δίλημμα είναι μεταξύ ακραίου κέντρου και άκρας δεξιάς. Ο μεγαλύτερος όγκος του πληθυσμού προτιμά το ακραίο κέντρο που έχει επιβάλει την ιδεολογική ηγεμονία του, ώστε οι δικές του αντιφάσεις να θεωρούνται ως δείγματα μιας εύπλαστης πρωτεϊκότητας που ανταποκρίνεται κάθε φορά στην επείγουσα ανάγκη, έστω και με μη συνεπείς τρόπους, αφήνοντας σταδιακά να εμπεδωθεί η μονοτροπία του νεοφιλελευθερισμού, ενώ ένα μέρος του λαού που έχει ετοιμότητα να αντισταθεί στα κρατικά κελεύσματα προτιμά τη συνεπή φωνή όσων στηρίζουν την αντίσταση στη βιοπολιτική με κάθε κόστος, χωρίς να συνυπολογίζεται η μέριμνα για τους ευάλωτους. Καλώς ή κακώς, ένα μεγάλο μέρος αυτού του εκλογικού σώματος με διάθεση για αντίσταση το καρπώθηκε η ταυτοτική μη κυβερνητική δεξιά, συχνά με χριστιανικές εκκλησιαστικές αναφορές ή με ακροδεξιά φασίζοντα χαρακτηριστικά, ενώ δεν βρήκε κοινοβουλευτική έκφραση η αριστερή αντίσταση στη βιοπολιτική (ούτε, για να είμαστε δίκαιοι, και η δεξιά ελευθεριακή (libertarian) ιδεολογία, η οποία χρειάστηκε να στεγαστεί σε πιο ταυτοτικά δεξιά κινήματα).
Οι προκλήσεις του προσφυγικού/ μεταναστευτικού
Ως προς το προσφυγικό/ μεταναστευτικό. Πρόκειται για ένα πραγματικό αδιέξοδο όπου δεν υπάρχει λύση. Αυτό που συμβαίνει πρακτικά είναι ότι υπάρχουν βάρκες/ σκάφη, που περιέχουν ετερόκλητους ανθρώπους- θύματα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Μπορεί να είναι τα πλέον προοδευτικά στοιχεία στις κοινωνίες τους, λ.χ. γυναίκες ή ΛΟΑΤΚΙ που έχουν βιώσει ακραίες μορφές ετεροπατριαρχίας, πολιτικοί αντιφρονούντες σε δικτατορίες, θύματα των ιμπεριαλιστικών πολέμων και «ανθρωπιστικών επεμβάσεων» του ΝΑΤΟ, κλιματικοί πρόσφυγες και επίσης οικονομικοί μετανάστες από την Αφρική και Ασία, καθώς και κάθε είδος εμπλεκόμενου σε στρατιωτικές συγκρούσεις. Οι διακινητές έχουν ως τακτική να βουλιάζουν επίτηδες τις βάρκες και να φεύγουν ή έστω να τις αφήνουν έρμαια σε κατάσταση που είναι πιθανόν να βουλιάξουν, οπότε οι δυνάμεις του λιμενικού αναγκάζονται να πραγματοποιήσουν διάσωση, όπως είναι η υποχρέωσή τους ή να συμμετάσχουν ενεργά στη βύθιση του εγκαταλειμμένου σκάφους και στον πνιγμό των επιβατών του μέσω κάποιας μορφής παράνομης επαναπροώθησης.
Ποιες είναι οι διαφορετικές πολιτικές που μπορεί να ακολουθήσει ένα πολιτικό κόμμα; Κόμματα της αριστεράς που απέτυχαν να εκπροσωπηθούν κοινοβουλευτικώς κατέθεσαν τρόπους δημοκρατικής ενσωμάτωσης των προσφύγων και μεταναστών πάντοτε με πίεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να δοθεί μία πανευρωπαϊκή λύση στο ζήτημα, που να μην καθιστά ορισμένες μόνο ακριτικές περιοχές της Ελλάδας «αποθήκες ψυχών». Το εκλογικό σώμα δεν πείστηκε ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατό ή ωφέλιμο για την Ελλάδα και έθεσε τα εν λόγω αριστερά κόμματα εκτός Βουλής. Φαίνεται ότι είναι τεράστιος ο φόβος για τον λαό το να μετατραπεί η Ελλάδα σε Λίβανο (που για πολλούς αριστερούς μάς είναι γοητευτική ιδέα) ή, έστω, σε Γαλλία. Οι συμπαγείς μουσουλμανικοί πληθυσμοί τρομάζουν. Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ είχε έναν αριστερού τύπου πραγματισμό. Απέφυγε τις συστηματικές επαναπροωθήσεις, με τους μαζικούς θανάτους που αυτές συνεπάγονται, και ακολούθησε τις ευρωπαϊκές πολιτικές να στοιβάζονται οι μετανάστες σε δομές φιλοξενίας, συνήθως με άθλιες συνθήκες διαβίωσης, αλλά παραμένοντας τουλάχιστον ζωντανοί αντί για δολοφονημένοι. Οι αντοχές των ακριτικών κοινωνιών δοκιμάστηκαν, και παρόλο που υπήρξαν νέες πηγές κερδοφορίας για αυτές. Εντέλει, η πολιτική που επιβραβεύτηκε από το εκλογικό σώμα ήταν αυτή της Νέας Δημοκρατίας, η οποία συνίσταται στις με κάθε ανθρώπινο κόστος βίαιες επαναπροωθήσεις (σημειωτέον ότι έχουν υπάρξει καταγγελίες ακόμη και για απαγωγές), ώστε να είναι κατά το δυνατόν αδιαπέραστα τα ελληνικά σύνορα. Η πολιτική αυτή είναι στα όρια της νομιμότητας, για να το θέσουμε απολύτως ευφημιστικά, στην πράξη οι καταγγελίες, ακόμη και από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς είναι ότι υπάρχει συστηματική παρανομία με αμέτρητα πνιγμένα θύματα.
Το εκλογικό σώμα όμως επιβραβεύει την πολιτική αυτή από δύο διαφορετικές οδούς. Υπάρχουν αυτοί που λόγω ισλαμοφοβίας και γενικά λόγω κάθε φοβίας προς την ετερότητα θέλουν κλειστά σύνορα και σαφείς μορφές ελληνικής ταυτότητας. Αλλά υπάρχει και ένα μέρος του εκλογικού σώματος με διάθεση αντιστασιακότητας, το οποίο όμως το καρπώνεται η μη κυβερνητική δεξιά, για τον λόγο ότι διατυπώνεται κυρίως η ένσταση ότι οι μεγάλοι προσφυγικοί και μεταναστευτικοί πληθυσμοί αποτελούν όργανο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ώστε να αποσαρθρώνονται οι εθνικές κοινωνίες και να είναι όλο και περισσότερο εξαρτώμενες από ξένους προστάτες. Επομένως, και ως προς αυτήν την κρίση από το δίπολο «μνημόνιο- αντιμνημόνιο» του 2015 όπου την αντιστασιακότητα την καρπωνόταν κυρίως η Αριστερά μεταβαίνουμε σε ένα νέο εκλογικό τοπίο όπου η μεγάλη μάζα του πληθυσμού συντηρητικοποιείται φοβικώς εμπιστευόμενη τη δυνατότητα του ακραίου κέντρου να «προστατεύει» σταθερές ταυτότητες ακόμη και με φονικές ενέργειες στα όρια της νομιμότητας ή και επέκεινα αυτής, ενώ ένα μεγάλο μέρος από τους διαθέτοντες αντιστασιακή ετοιμότητα μεταβαίνουν στην άκρα δεξιά, θεωρώντας ότι πρωτεύει η αντίσταση εναντίον του αποσαρθρωτικού νεοφιλελευθερισμού, επιμένοντας στην έμφαση σε ταυτότητες εθνικού και φυλετικού τύπου ως ανάχωμα. Οι αριστεροί που επιμένουμε στο όραμα του ανθρώπινου διεθνισμού και καθολικότητας και τη δημοκρατική ενσωμάτωση δεν μπορούμε να πείσουμε για την εφαρμοσιμότητα των οραμάτων μας σε μία πολύ ακραία διεθνώς συγκυρία, όπου οι μειονότητες γίνονται παγίως εργαλεία για υποδαυλιζόμενες πολεμικές συγκρούσεις. Ο λαός έχει καταδικάσει ακόμη και την ελάχιστα ριζοσπαστική στάση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ακολούθησε πιστά τις ευρωπαϊκές υποδείξεις (ύστερα τουλάχιστον από μια πρώτη φάση όπου προσπάθησε να διοχετεύσει τους πρόσφυγες/μετανάστες στα βόρεια και απέτυχε), αλλά απλώς προσπάθησε να αποφύγει τους μαζικούς πνιγμούς με τις παράνομες επαναπροωθήσεις. Πριν από τις δεύτερες εκλογές του Ιουνίου είχαμε έναν μαζικό πνιγμό στα ανοικτά της Πύλου όπου έχασαν τη ζωή τους περί τα 500 με 700 άτομα από ό,τι καταγγέλλεται με σαφή ευθύνη του ελληνικού κράτους. Το εκλογικό σώμα επιβράβευσε με τον θεαματικότερο δυνατό τρόπο τον μαζικό φόνο.
Έχει όντως εκφασιστεί τόσο πολύ ο ελληνικός λαός; Πού πήγε εκείνο το συγκλονιστικό κίνημα αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες και μετανάστες το 2016; Φαίνεται ότι όντως έχει επικρατήσει η κόπωση, ο συντηρητισμός, η αποσπασματική φιλαυτία. Σε πολλούς και ο φασισμός. Ο νεοφιλελευθερισμός έχει νικήσει στο να πείσει τον λαό ότι το πραγματικό δίλημμα είναι μεταξύ τεχνοκρατικού/διαχειριστικού ακραίου κέντρου και ταυτοτικής άκρας δεξιάς, ενώ η αριστερά φαίνεται να έχει προτάγματα που είτε δεν είναι σαφή, είτε ο λαός τα απορρίπτει λόγω της μη επιθυμητής σαφήνειάς τους. Η χειρότερη μορφή νίκης του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι έχει πείσει τους ανθρώπους ότι συγκριτικά είναι πιο αποτελεσματική αντίσταση σε αυτόν ο εθνικός ταυτοτισμός παρά η διεθνική πολιτική συμπερίληψη.
Τα διλήμματα από τον πόλεμο στην Ουκρανία
Παρομοίως και με τα διλήμματα που έχει προκαλέσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Βασικά πρόκειται για ένα δίλημμα ανάμεσα αφενός στον ιμπεριαλισμό του ΝΑΤΟ που συνεχίζει να παράγει πραξικοπήματα και «ανθρωπιστικές επεμβάσεις», να εργαλειοποιεί ναζιστές και τζιχαντιστές, σε συνεργασία με την ήπια ισχύ των θεσμών που παρέχουν παρακμάζουσες φιλελεύθερες δημοκρατίες· και αφετέρου τον ρωσικό επεκτατισμό, που άλλοι τον χαρακτηρίζουν ως αντίπαλο ιμπεριαλισμό, ενώ άλλοι όπως ο Enzo Traverso ως παραδόξως «αμυντικό επεκτατισμό» έναντι του μεταψυχροπολεμικού νατοϊκού αναθεωρητισμού (την αντίληψη αυτή ακολουθεί και ο γράφων) σε συνεργασία με μη ακόμη εγκαταστημένους θεσμούς και μηχανισμούς ήπιας ισχύος των αναδυόμενων χωρών των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική), που παρουσιάζουν ωστόσο ελλείμματα δημοκρατίας και σεβασμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πρόκειται για άλλο ένα από τα διλήμματα που μια γνήσια αριστερά δεν μπορεί να αποδεχθεί ως έχει. Από το ΜέΡΑ25 λ.χ. έγινε μία πολύ φιλόδοξη προσπάθεια για ένα παγκόσμιο κίνημα αδεσμεύτων που να αποδομεί το ψευδές δίπολο μεταξύ ΝΑΤΟ και Ευρασίας, το οποίο να επιζητεί ειρήνη μακριά από μπλοκ, τα καλά του δικαιωματικού και κοινωνικώς φιλελεύθερου πολιτισμού, χωρίς τον ιμπεριαλισμό ως μέσο νεο-σταυροφορικής επιβολής τους στον παγκόσμιο Νότο.
Παρόμοιες ανησυχίες καταψηφίστηκαν θεαματικά από το εκλογικό σώμα. Το εκλογικό σώμα ζήτησε καθαρές τοποθετήσεις, χωρίς «ναι μεν αλλά». Ή με τη «σωστή πλευρά της ιστορίας», όπως θέλει η κυβερνητική δεξιά ή με παραδοσιακές αξίες, κυρίως στο επίπεδο της οικογενειακής και κοινωνικής ηθικής, τις οποίες θεωρείται ότι εκπροσωπεί η Ρωσία και ασπάζεται η μη κυβερνητική δεξιά. Και πάλι το νέο δίλημμα μεταξύ τεχνοκρατικού ακραίου κέντρου και «αντιστεκόμενης» άκρας δεξιάς με την αριστερά να θεωρείται βαλτωμένη σε αέναα «ναι μεν αλλά» που έχουν καταστεί ανεπίκαιρα στη συνείδηση του εκλογικού σώματος. Κυρίως, η νεοφιλελεύθερη δεξιά έχει αποκτήσει την ιδεολογική ηγεμονία η οποία έγκειται στο ότι οι δικές της διαχειριστικές αντιφάσεις δικαιολογούνται, καθώς μπορεί να τις υποστηρίζει με τα ερείσματα εξουσίας που της προσφέρουν στρατός, αστυνομία, βαθύ κράτος, μίντια, ολιγαρχία, ενώ αντιθέτως οι παλινδρομήσεις της αριστεράς θεωρούνται ως ασυγχώρητες, καθώς δεν έχουν ισχύ από πίσω τους.
Αναγκαία αλλά όχι ικανή η αυτοκριτική
Μήπως λέγονται όλα αυτά, λόγω αυτοδικαίωσης, για να αποφευχθεί η αυτοκριτική; Όντως, η αυτοδικαίωση είναι κακός σύμβουλος και η αυτοκριτική είναι χρέος. Όχι βεβαίως η «αυτοκριτική» που επιτάσσει σαδιστικά η δεξιά εξουσία, για να εξουθενώσει απολύτως την αριστερά. Αλλά μια αυτοκριτική εκ των ένδον. Πολλά θα μπορούσαν να σημειωθούν ως λάθη των κομμάτων που καταποντίστηκαν στις εκλογές. Συνήθως δεν πρόκειται για λάθη σε επίπεδο αρχής, αλλά για συνδυασμό λαθών στρατηγικής και πάγιων ελλειμμάτων. Λ.χ. ως προς τον ΣΥΡΙΖΑ, η επιμονή του στην απλή αναλογική, ενώ μπορεί να είναι σωστή σε επίπεδο αρχών δημοκρατικής εκπροσώπησης (ακόμη και σε αυτό υπάρχει η ένσταση πώς μπορεί να παραμένει το όριο του 3% για την είσοδο στη Βουλή), όμως έδωσε στο εκλογικό σώμα μία εντύπωση τυχοδιωκτισμού λόγω της προηγούμενης έφεσης του κόμματος σε παλινωδίες. Εντέλει, αν ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικούσε συγκυβέρνηση με ένα συστημικό ΠΑΣΟΚ (καθώς είχε εκλείψει η δυνατότητα συνεργασίας με αντιμνημονιακό κόμμα μετά την κυβίστηση του 2015), ο,τιδήποτε και αν παρουσίαζε ως προεκλογικό πρόγραμμα δεν θα είχε απολύτως καμία σημασία, καθώς θα ήταν ένα συστημικό κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, αυτό που θα όριζε την πολιτική της συγκυβέρνησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ πλήρωσε επίσης την πνιγμονή των παραγωγικών δυνάμεων της Ελλάδας από τις μνημονιακές πολιτικές του 2016-2019, ενώ ο κόσμος δεν εκτίμησε τη συγκριτική έλλειψη διαφθοράς. Ακόμη και το σύνθημα «δικαιοσύνη παντού» φαίνεται ότι είναι κάτι που συγκινεί ελάχιστα τους Έλληνες. Ο λαός δεν πίστωσε στον ΣΥΡΙΖΑ ότι εφάρμοζε μνημονιακές πολιτικές, που θα μπορούσε στη συνέχεια να απαλύνει ούτε χρέωσε στη ΝΔ το ότι είχε την «τύχη» να κυβερνήσει σε περίοδο χαλάρωσης.
Το ΜέΡΑ25 εγκατέλειψε το σεμνότερο «αυτή η φωνή πρέπει να είναι στη Βουλή» με το οποίο όντως πέτυχε να μπει στο κοινοβούλιο το 2019 για χάρη ενός πιο τολμηρού προγράμματος ρήξης με σύνθημα το «όλα μπορούν να είναι αλλιώς», προκειμένου να εδραιωθεί ως ένα στιβαρός πόλος στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Εκ του αποτελέσματος, φαίνεται ότι δεν κατόρθωσε να πείσει το εκλογικό σώμα ότι διαθέτει την αξιοπιστία και τη σταθερότητα για ένα πρόταγμα τόσο σοβαρό όσο η ρήξη, και μάλιστα σε ένα εξαιρετικά δυσμενές διεθνές περιβάλλον πολέμου, πανδημιών και εθνικών κινδύνων. Η έφεση του ΜέΡΑ25 στην οικολογία, τον φεμινισμό και την καινοτόμο δημοκρατικότητα δεν συγκίνησε σε μια εποχή όπου το ακραίο κέντρο έχει μεγάλη επιτυχία σε μεθόδους pinkwashing με δικαιωματισμό, ακόμη κι αν συγκυβερνά με φασίζοντες ακροδεξιούς. Όταν επικρατεί ο φόβος, ο λαός στρέφεται στην ταυτοτική ασφάλεια και τιμωρεί κάθε «ναι μεν αλλά». Ένας αριστερός, για να πείσει, ενώ δεν διαθέτει τη σκληρή ισχύ του βαθέος κράτους και την ήπια ισχύ των μίντια, πρέπει να είναι πολλαπλασίως πιο σοβαρός, αξιόπιστος, υπεύθυνος, πειστικός από έναν αντίστοιχο δεξιό πολιτικό.
Ακόμη πάντως κι αν δεχτεί κανείς παρόμοιες γραμμές αυτοκριτικής ή ακόμη κι αν προσθέσει κι άλλες, ακόμη και συμπεριλαμβάνοντας προσωπικές αποτυχίες συγκεκριμένων αριστερών πολιτικών, το ερώτημα που παραμένει είναι αν θα υπήρχαν άλλα αποτελέσματα, σε περίπτωση που είχαν αποφευχθεί αυτά τα λάθη. Θα μπορούσε να ήταν κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή τη συγκυρία; Θα μπορούσε να είχε καθιερωθεί το ΜέΡΑ25 ως αριστερός πόλος αντίστασης; Θα μπορούσαν τα αξιόλογα κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς να μπουν στο κοινοβούλιο; Αξίζει να τεθεί το ερώτημα. Η προσωπική μας απάντηση θα ήταν αρνητική. Δεν είναι μόνο ότι στραβά αρμενίζουμε. Είναι κυρίως και κατ’ εξοχήν ότι είναι στραβός ο γιαλός. Και όταν λέμε στραβός εννοούμε ότι ο ορίζοντας της Ευρώπης εν γένει και της Ελλάδας κατ’ εξοχήν αυτή τη στιγμή είναι είτε μια αιφνίδια καταστροφή είτε μια μακρά αργόσυρτη παρακμή που θα εξευτελίσει κάθε θεσμό και ιδεολογία.
Γιατί αναφέραμε τρεις πρωτοφανείς κρίσεις: Πανδημία, προσφυγικό-μεταναστευτικό, πόλεμος στην Ουκρανία. Πρόκειται για κρίσεις που δεν είναι ούτε τυχαίες ούτε ανεξάρτητες μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα είναι συμπτώματα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού σε κρίση, τα οποία προσπαθούν μάλιστα να εργαλειοποιήσουν οι ελίτ για ακόμη μεγαλύτερη κατίσχυσή τους με απώθηση των δυνάμεων ανατροπής τους. Η πανδημία, αν κανείς δεν δεχτεί την εργαστηριακή προέλευσή της (την οποία πάντως υιοθετούν όχι μόνο συνωμοσιολόγοι, αλλά ακόμη και σημαίνοντα μέλη του παγκόσμιου κατεστημένου όπως λ.χ. ο Jeffrey Sachs με σημαντικά επιχειρήματα), οφείλεται κυρίως στη μη φυσική συμβίωση ανθρώπων και άγριων μορφών ζωής λόγω αποψίλωσης δασών, καταστροφής οικοσυστημάτων, αλλά και της βιομηχανικής κτηνοτροφίας και γεωργίας. Στο μέλλον αναμένονται και άλλα παρόμοια συμβάντα, είτε έχουν «φυσική» προέλευση, είτε τεχνητή. Αλλά επίσης αναμένεται η εξουσία του κράτους να εργαλειοποιεί τις κρίσεις αυτές για την εμπέδωση νέων ολοκληρωτισμών, είτε πρόκειται για πρώην φιλελεύθερες δημοκρατίες όπου επικρατεί ο νέος αυταρχισμός του νεοφιλελεύθερου ακραίου κέντρου, είτε για το κινέζικο μοντέλο συνδυασμού ολοκληρωτικού κρατισμού και επιθετικού καπιταλισμού, που αναμένεται να λειτουργήσει ως νέο πρότυπο.
Το προσφυγικό-μεταναστευτικό οφείλεται και στις δυνάμεις που έχει εξαπολύσει η παγκοσμιοποίηση, ως μη βιώσιμη ενότητα στις επικοινωνίες και χωρισμός στους πληθυσμούς, αλλά εν πολλοίς και στους πολέμους που διεξάγει το ΝΑΤΟ, προκειμένου να συγκρατήσει η παρακμάζουσα Δύση την κυριαρχία της, καθώς επίσης και σε οικολογικές καταστροφές. Το γεγονός πάλι ότι βιώνεται τόσο τραυματικά το μεταναστευτικό από τους λαούς της Δύσης οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχουν ακόμη στη Δύση ορισμένα προνόμια που απειλούνται, αλλά δεν υπάρχει η οικονομική παραγωγικότητα που τα δικαιολογεί. Για αυτό και οι δυτικοί λαοί είναι φοβικοί και οχυρώνονται πίσω από ταυτοτικές συνομαδώσεις οι οποίες υπερισχύουν κάθε ιδεολογικού διακυβεύματος.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι η συνάντηση δύο επεκτατισμών σε κρίση: Αφενός του αναθεωρητικού ιμπεριαλισμού του ΝΑΤΟ που επιθυμεί να διαιωνίσει την κυριαρχία του στον 21ο αιώνα μέσα από μια κατάρρευση της Ρωσίας, με την περικύκλωση της Κίνας να έπεται. Αφετέρου του αμυντικού επεκτατισμού της Ρωσίας (κατά την έκφραση του Enzo Traverso), ο οποίος συνίσταται στην επαναβίωση μιας σφαίρας επιρροής της τσαρικής Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης στον Εύξεινο Πόντο (και δευτερευόντως στη Βαλτική), ώστε η Ρωσία να εμπεδωθεί ως το πιο δυναμικό στρατιωτικό σκέλος των BRICS, ακόμη κι αν είναι δημογραφικώς παρακμάζουσα σε αντίθεση με τον δυναμισμό των λοιπών ευρασιατικών δυνάμεων. Η αντίθεση αυτή είναι ο παγκόσμιος πόλεμος της εποχής μας, όχι ακόμη θερμός λόγω της πυρηνικής ισορροπίας τρόμου, αλλά σαφώς πλανητικός, ένας παγκόσμιος πόλεμος στον οποίο οδήγησε η κρίση του 2008, όπως στον Β΄ Παγκόσμιο οδήγησε η κρίση του 1929, αν και στις δύο περιπτώσεις οι ανταγωνισμοί και οι σχεδιασμοί προϋπήρχαν. Οι τρεις κρίσεις, λοιπόν, δεν θα περάσουν, καθώς αποτελούν συμπτώματα της ενιαίας κρίσης του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Θα περάσουν μόνο αν δώσουν τη θέση τους σε μείζονα καταστροφή, όπως λ.χ. είχε συμβεί στο παρελθόν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που έδωσε διέξοδο στην κρίση του 1929.
Έχουμε δίκιο να βρίζουμε τον λαό;
Μετά από τις εκλογές πολλοί αριστεροί εκφράσαμε μία οιονεί υπαρξιακή μελαγχολία για την πορεία που έχει πάρει ο λαός και η κοινωνία. Δεχτήκαμε αιτιάσεις όπως ότι δεν μπορεί ένας ηττημένος να βρίζει τον λαό για τη δική του αποτυχία. Αξίζει να θέσουμε για λίγο αυτό το ερώτημα: Έχουμε δίκιο να βρίζουμε τον λαό; Αν και η απάντησή μου θα είναι εντέλει «όχι, δεν έχουμε δίκιο να βρίζουμε τον λαό», θα τολμήσω να μη θεωρήσω την αρνητική αυτή απάντηση ως άμεσα αυτονόητη και να δοκιμάσω μια σκέψη για το τι εννοούμε λαό και αν, εντέλει, μπορεί και ο λαός να είναι αντικείμενο κριτικής. Σε μια δημοκρατία η έννοια «λαός» έχει σημασία αφενός δεοντοκρατική/επιτελεστική και αφετέρου εμπειρική. Η δεοντοκρατική σημασία του λαού σημαίνει ότι επειδή η δημοκρατία θέτει ως αίτημα την έκφραση όλων, ακόμη και των πιο φτωχών και αδύναμων, με ίση ψήφο με τους ισχυρούς, οφείλουμε να δώσουμε αξία στον λαό καθ’ εαυτόν, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αποτίμηση για τον λαό ως εμπειρική κατηγορία. Και αυτή η δεοντοκρατική απόδοση αξίας κατ’ ελπίδα δρα επιτελεστικά, δηλαδή ο λαός βελτιώνεται λόγω της δημοκρατικής ευθύνης του.
Η δημοκρατία, ωστόσο, είναι ένα άθλημα, δεν είναι μία σταθερή παγιότητα. Ο εμπειρικός λαός κρίνεται. Αν υπήρχαν παλιότερα συνθήματα τύπου «λαέ, ντροπή σου, για την επιλογή σου», γιατί σήμερα να μας αποτρέπει από αυτά μια οποιαδήποτε πολιτική ορθότητα; Ο εμπειρικός λαός έχει πάντοτε το δίλημμα ανάμεσα στο να γίνει συμπεριληπτικός με πολιτική προοδευτική σημασία ή να γίνει ταυτοτικός και εξοβελιστικός των αδύναμων με τρόπο προπολιτικό και φυλετικό. Η έννοια «λαός» περιέχει και τους δύο τρόπους, αφενός τον πολιτικό συμπεριληπτικό λαό και αφετέρου τον εθνικό αποκλειστικό λαό, εμπεριέχει και τον τρόπο της αντίστασης στις ελίτ και τον τρόπο του υπηκόου λαού στην εξουσία. Πρόκειται για ένα συνεχές διακύβευμα σε μία δημοκρατία. Ο λαός σε μια δημοκρατία ξεκινά ως έννοια τοπική και ως φορέας κοινότητας γλώσσας και πολιτιστικών αξιών που καθιστούν ως έρεισμα και προϋπόθεση δυνατή τη σύμπηξη ενός ενιαίου πολιτικού σώματος, αλλά στη συνέχεια, άπαξ και το σώμα αυτό απαρτιστεί, υπάρχει μία συνεχής διαπάλη για τον τρόπο λαϊκότητας που θα επικρατήσει, αν θα είναι συμπεριληπτική-πολιτική ή εξοβελιστική-προπολιτική.
Πέρα από το αριστερό «δυσαγγέλιο»
Από την άλλη, ενώ ο λαός ως συλλογικό εκλογικό σώμα, σαφώς και μπορεί να είναι αντικείμενο κριτικής, αποτελεί επίσης δημοκρατικό κίνδυνο μία ιδιάζουσα στην αριστερά αυτοδικαίωση, η οποία είναι παντελώς άγονη και πρέπει να αποφευχθεί ιδιαίτερα στη μορφή του «δυσαγγελίου», δηλαδή του αρνητικού «ευαγγελισμού» και προφητειών για δεινά που θα έρθουν στο μέλλον και τα οποία οι αριστεροί λίγο πολύ ελπίζουν να έλθουν, ώστε να καταστούν οι ίδιοι ξανά επίκαιροι (όπως παλιότερα οι ιεροκήρυκες προφήτευαν καταστροφές με την ελπίδα να είναι οι ίδιοι επίκαιροι). Αυτό που χρειάζεται είναι μια πολιτική «απάθεια», με τις καλές συνδηλώσεις που έχει η αρετή αυτή, ήτοι μια συνέπεια της αριστεράς στις δικές της αξίες και μια επιμονή στις κινηματικές αφετηρίες της, στην επαφή με τα συνδικάτα, στη γείωση στην κοινωνία. Μια γνήσια αριστερά δεν μπορεί να ταυτιστεί με ένα μόνο μέρος από τα ψευδή δίπολα που παρουσιάζει ένας παραπαίων κόσμος σε κρίση, οφείλει να επιμένει με συνέπεια σε μια εναλλακτική συμπερίληψη, ακόμη κι αν ηττάται εκλογικώς. Αλλά και πρέπει να αναλογιστεί ότι σε μία παρομοίως δυσμενή συγκυρία, οφείλει να είναι πολλαπλασίως πιο σοβαρή, αξιόπιστη, πειστική, υπεύθυνη, σεμνή από αντιπάλους που έχουν την ευκολία ότι πάνε με το κύμα της εκάστοτε σωστής πλευράς της εξουσίας.