Του Γιώργου Ρήγα
 
Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι πράγματι ένας διαφορετικός πρόεδρος. Συχνά πορεύεται περισσότερο με το ένστικτο και την ιδιοσυγκρασία, και λιγότερο με τη λογική που ορίζει η συνέχεια της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής. Για να καταλάβει κάποιος πόσο διαφορετικός είναι ο Τραμπ από, για παράδειγμα, τον προηγούμενο ένοικο του Λευκού Οίκου, αρκεί να κοιτάξει τι ήταν οι δυο άνδρες πριν εισέλθουν στην πολιτική. Όπως εξηγεί ένας εκ των έγκριτων βιογράφων του Ομπάμα, ο τελευταίος ασχολήθηκε με την πολική με σκοπό να αποκτήσει την απαραίτητη δόξα και αναγνωρισιμότητα ενός οικουμενικά αποδεκτού δημόσιου προσώπου. Ο Τραμπ από την άλλη, με την ιδιότητα του γόνου πλούσιας οικογένειας, αποφάσισε να κερδίσει τον κόσμο του θεάματος επενδύοντας κυρίως στην αντιπαράθεση. Και σε μια στιγμή που τα είχε σχεδόν όλα αποφάσισε να βάλει τον πήχη ακόμα ψηλότερα στοχεύοντας στον πιο ισχυρό θώκο του πλανήτη. Παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες του εγχειρήματος ο Τραμπ τα κατάφερε. Αφής στιγμής εισήλθε στον Λευκό Οίκο αυτό που κυρίως τον απασχολεί, και έχει γίνει η πυξίδα της διακυβέρνησης του, είναι η υστεροφημία του. Συνακόλουθα, αφενός επιθυμεί να φαίνεται ότι τηρεί τις ενίοτε παράλογες προεκλογικές του υποσχέσεις, και αφετέρου προσπαθεί να δείξει ότι πετυχαίνει εκεί όπου όλοι οι άλλοι υποτίθεται απέτυχαν. Σε αυτό το πλαίσιο, έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι η λύση της ισραηλινό-παλαιστινιακής διένεξης είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για κάποιον που, σαν και αυτόν, έχει κλείσει τόσες πολλές και δύσκολες συμφωνίες ώστε να γράψει βιβλίο με τίτλο: «Η Τέχνη της Συμφωνίας».
 
Λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του έχρισε το γαμπρό του Τζάρεντ Κούσνερ ανώτατο σύμβουλο της αμερικανικής προεδρίας με κύρια αποστολή την διευθέτηση της διαμάχης Ισραηλινών και Παλαιστίνιων. Μάλιστα, με την χαρακτηριστική μεγαλομανία που τον διακρίνει, είχε πει προηγουμένως στο γαμπρό του πως: «Αν εσύ δεν μπορέσεις να φέρεις ειρήνη στη Μέση Ανατολή, τότε κανείς δεν μπορεί». Ο Κούσνερ, προφανώς με αλαζονική αυταρέσκεια, αποδέχθηκε την πρόκληση.
 
Ο Ομπάμα παρά τις διάφορες θεωρίες συνομωσίες δεν ήταν αραβόφιλος. Στα χρόνια του όχι μόνο οι ΗΠΑ στήριξαν επανειλημμένα το Ισραήλ, αλλά και συμφωνήθηκε το ακριβότερο πακέτο στρατιωτικής στήριξης που έλαβε ποτέ το Τελαβίβ από την Ουάσινγκτον. Ωστόσο η απροθυμία του Νετανιάχου να δεχτεί ορισμένες πτυχές της πολιτικής Ομπάμα οδήγησε σε μια σχετική ψυχρότητα που κορυφώθηκε με τη μη χρήση αμερικάνικου βέτο σε ένα επικριτικό για το Ισραήλ ψήφισμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στα τέλη του 2016. Γενικά ο Ομπάμα προσπάθησε να δώσει ώθηση στην παγωμένη ειρηνευτική διαδικασία πιέζοντας ελαφρά τον Νετανιάχου να περιορίσει την επέκταση των εποικισμών, παίρνοντας διακριτικές αποστάσεις από τη Σαουδική Αραβία και το καθεστώς Σίσι στην Αίγυπτο, και ερχόμενος σε μια συμφωνία με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Ο Τραμπ, κατά την διεκδίκηση της προεδρίας, είχε έντονα καταφερθεί εναντίον όλων των παραπάνω. Μοιραία όταν ανέλαβε πρόεδρος όφειλε, για να μη φανεί ανακόλουθος, να προωθήσει την όποια ειρηνευτική πρωτοβουλία από μια εντελώς διαφορετική αφετηρία. Και αυτό ακριβώς έκανε.
 
Αρχικά φρόντισε να αναθερμάνει τις σχέσεις των ΗΠΑ με την κυβέρνηση Νετανιάχου. Στην πορεία, και παρά τις αντίθετες εισηγήσεις από μερίδα συνεργατών του, αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και δεσμεύθηκε για την εκεί μετεγκατάσταση της αμερικάνικης πρεσβείας. Η μεταφορά έγινε στις 14 Μαΐου, ανήμερα δηλαδή της εθνικής επετείου του Ισραήλ και λίγες μόνο ημέρες μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία με το Ιράν. Παράλληλα με τη διεύρυνση του ρήγματος με την ηγέτιδα χώρα του σιιτικού Ισλάμ, ο Τραμπ ήρθε κοντύτερα με τις επιφανείς χώρες του σουνιτικού αραβικού κόσμου. Πέρα από Αίγυπτο και Ιορδανία, ο Τραμπ έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και στήριξη προς τη Σαουδική Αραβία και τον φιλόδοξο πρίγκιπα Μπιν Σαλμάν, με τον οποίο ο Κούσνερ φημολογείται ότι έχει ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις
 
Μετά την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως ισραηλινής πρωτεύουσας ο Παλαιστίνιος πρόεδρος σταμάτησε να συνομιλεί με Αμερικανούς αξιωματούχους υποστηρίζοντας δίκαια και εύλογα ότι οι ΗΠΑ δεν λειτουργούν ως αμερόληπτος διαμεσολαβητής. Παρά την ανωτέρω εξέλιξη ο Κούσνερ δεν εγκατέλειψε την αποστολή του αποκαλύπτοντας έτσι ότι ενδιαφερόταν περισσότερο για τη γνώμη και τη στήριξη των περιφερειακών αραβικών κρατών, και λιγότερο της Παλαιστινιακής Αρχής. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα και από μια πιο διεισδυτική ανάγνωση της δήλωσης του Κούσνερ σε παλαιστινιακή εφημερίδα ότι εναπόκειται κυρίως στον παλαιστινιακό λαό, και όχι τη σημερινή του ηγεσία να αγκαλιάσει το νέο ειρηνευτικό σχέδιο.   
 
Όπως έχει διαφανεί η τακτική του Τραμπ είναι να διευθετήσει εκ των προτέρων, και υπέρ του Ισραήλ, τις δύο πιο ακανθώδεις πλευρές του παλαιστινιακού ζητήματος. Τις πλευρές που όλες οι άλλες ειρηνευτικές προσπάθειες άφηναν για το τέλος, Αυτές είναι το καθεστώς της Ιερουσαλήμ και το ζήτημα των προσφύγων. Με την αναγνώριση της πόλης ως ενιαίας και αδιαίρετης ισραηλινής πρωτεύουσας ο Τραμπ ουσιαστικά περιορίζει τη συζήτηση μόνο γύρω από την δικαιοδοσία των ιερών χώρων της Ιερουσαλήμ. Με τη γενικότερη πολιτική του διαφαίνεται επίσης πως όχι μόνο ακυρώνει τις όποιες σκέψεις για επιστροφή των προσφύγων του 1948 στις εστίες τους, αλλά και προωθεί τη διατήρηση των περισσότερων εποικισμών της Δυτικής Όχθης. Για συμβολικούς λόγους θα δοθεί πιθανότατα τέλος σε ακραίες καταστάσεις, σαν αυτή του εποικισμού της Χεβρώνας / Αλ Χαλίλ όπου λίγες εκατοντάδες φανατικοί Εβραίοι ζουν με την προστασία του ισραηλινού στρατού στο κέντρο μιας αραβικής πόλης 200,000 ψυχών. Όσο για την πρωτεύουσα του υπό συζήτηση, και μόνο κατ’ όνομα, παλαιστινιακού κράτους η ομάδα του Κούσνερ προτείνει την εγκατάσταση της σε ένα μικρό οικισμό ανατολικά της Ιερουσαλήμ, το Άμπου Ντις.

Και το εύλογο ερώτημα που γεννάται στον καθένα αφορά στους λόγους που ενδεχομένως κάνουν τον Τραμπ να πιστεύει πως αυτός ο σχεδιασμός θα οδηγήσει στη συμφωνία του αιώνα. Είναι σαφές πως η ισραηλινή ηγεσία δεν έχει λόγο να τον αρνηθεί, οι Παλαιστίνιοι όμως; Το σκεπτικό της κυβέρνησης Τραμπ αποκαλύπτεται πάλι στην πρόσφατη συνέντευξη του Κούσνερ. Συγκεκριμένα στο σημείο όπου υποστηρίζει πως οι Παλαιστίνιοι θα χαιρετήσουν τη συμφωνία όταν διαπιστώσουν ότι τους συμφέρει οικονομικά σε βάθος χρόνου. Η απλοϊκή αυτή λογική στηρίζεται στην πρόσληψη της διένεξης  όχι ως εθνικής, θρησκευτικής και με βαθειάς πληγές που οφείλουν να κλείσουν με έντιμο τρόπο, αλλά σαν ένα ζήτημα οικονομικό. Το σχέδιο του Τραμπ δεν εστιάζει τόσο στη Δυτική Όχθη, όσο στη Γάζα και την πλήρη αναμόρφωση της με κεφάλαια από τη Σουηδική Αραβία και τα Εμιράτα. Το σχέδιο οραματίζεται επενδύσεις που θα περιλαμβάνουν την κατασκευή μονάδων ηλεκτρικής ενέργειας και αφαλάτωσης σε αιγυπτιακό έδαφος, τη δημιουργία τεχνητού υπεράκτιου λιμανιού ή τη χρήση κάποιου χώρου στην Κύπρο, και γενικά το άνοιγμα της σήμερα αποκλεισμένης περιοχής. Όλα αυτά στοχεύουν να δώσουν αποφασιστική ώθηση  στην τοπική οικονομία και άρα στην ειρηνευτική διαδικασία. Αλλά κάπου εδώ είναι που τα αυθαίρετα σχέδια επί χάρτου συγκρούονται βίαια με την πραγματικότητα.  
 
Ενδεχομένως η διεφθαρμένη διοίκηση του γερασμένου Αμπάς στη Δυτική Όχθη να είναι εύκολο να παρακαμφθεί. Αλλά είναι ρεαλιστικό να πιστεύει ο οποιοσδήποτε πως οι Παλαιστίνιοι της περιοχής θα αποδεχθούν να απεμπολήσουν τα δικαιώματα τους και να νομιμοποιήσουν την κατοχή απλά και μόνο για μερικές αφηρημένες υποσχέσεις οικονομικής ευημερίας και ένα κατ’ όνομα κράτος χωρίς ένοπλες δυνάμεις, γεωγραφική συνέχεια, και κυριαρχία;
 
Στη δε Γάζα τα πράγματα είναι ακόμα πιο σύνθετα λόγω του πράσινου ελέφαντα στο δωμάτιο, δηλαδή της Χαμάς. Ιδανικά ο Κούσνερ θα επιθυμούσε η Χαμάς να παρέδιδε την εξουσία και τα όπλα με αντάλλαγμα κάποιου είδους αμνηστίας και συμμετοχής στα πολιτικά πράγματα μετά την ειρηνευτική διευθέτηση. Πέρα όμως από τα πολύ σοβαρά ιδεολογικά ζητήματα οι ηγέτες της Χαμάς δεν θα έχουν παρά να κοιτάξουν προς τον Αμπάς για να καταλάβουν τι τους περιμένει όταν Αμερικάνοι και Ισραηλινοί δεν θα τους χρειάζονται πια. Υπό αυτές τις συνθήκες η όποια αναμόρφωση της Γάζας θα περνά υποχρεωτικά από την βίαιη ανακατάληψη της.
 
Σίγουρα οι Ισραηλινοί θα προσπαθήσουν να παρουσιάσουν την εισβολή τους ως απόπειρα απελευθέρωσης. Αλλά αν αυτού του είδους η ρητορική απέτυχε παταγωδώς το 2003 στο Ιράκ, φανταστείτε τι πιθανότητες επιτυχίας έχει σε ένα πληθυσμό που θεωρεί ότι το Ισραήλ τον έδιωξε από τις εστίες του πριν 70 χρόνια, κατέχει τη λωρίδα γης στην οποία κατέφυγε για 51 χρόνια, και εδώ και 11 χρόνια του έχει επιβάλλει ένα άνευ προηγουμένου αποκλεισμό. Από την πλευρά της η Χαμάς θα είναι υποχρεωμένη να δώσει ένα αγώνα μέχρι τέλους. Μοιραία η κατάληψη της Γάζας θα έρθει με πολύ αίμα και από τις δύο πλευρές και την επόμενη μέρα τίποτα δεν θα εγγυάται πως οι επιζήσαντες της σύγκρουσης θα είναι πρόθυμοι να αγκαλιάσουν το νέο status quo.
 
Με άλλα λόγια ακόμα και αν η Χαμάς ηττηθεί ολοκληρωτικά, ακόμα και αν η ισραηλινή εισβολή δεν ενεργοποιήσει μια ευρύτερη περιφερειακή σύγκρουση οι κάτοικοι της Γάζας μάλλον θα δουν τη λεγόμενη συμφωνία του αιώνα ως τη νέα φάση της κατοχής. Μοιραία η αντίσταση θα συνεχιστεί και δυστυχώς για τον Τραμπ η επιτυχής διευθέτηση της μακρόχρονης διένεξης θα έρθει μάλλον μετά τη θητεία του.