Μετά από κάνα μισάωρο ποδαρόδρομο κάναμε στάση στη Χώρα για νερά και φρούτα πριν πάρουμε το μονοπάτι για το Μαγαζάκι. Ίσα που προλάβαμε το παντοπωλείο. Είχαν μείνει μερικά ροδάκινα, κάνα-δυο γιαρμάδες λίγο ταλαιπωρημένοι, και κάτι ροδαλά νεκταρίνια. Αυτόματα το χέρι μου κατευθύνθηκε στα λεία και γυαλιστερά νεκταρίνια. Για άλλη μια φορά. Ούτε καν τα κοίταξα τα διπλανά, δήθεν ανταγωνιστικά χνουδωτά ροδάκινα. Δηλαδή μπορεί να τα κοίταξα προς στιγμήν, αλλά τα προσπέρασα γρήγορα με το βλέμμα μου. Σιγά μη τους δείξω ότι τα φοβάμαι. Δε με ταράσσετε. Απαξιώ. Και όχι δε σας έχω ανάγκη πια.
Θα μπορούσα τόσα χρόνια να έχω καταφέρει να πείσω τον εαυτό μου ότι δε μου αρέσουν τα ροδάκινα. Και να υπερασπιστώ με σθένος το γούστο μου. Έλα όμως που μου αρέσουν. Καθαρισμένα στο πιάτο χωρίς τρίχωμα. Όταν μπαίνει ο Ιούνιος και αρχίζουν να κυκλοφορούν προκλητικά όλο αυτοπεποίθηση ξεκινάει και η περίοδος εσωτερικής σύγκρουσης. Θα αντιμετωπίσω κατάματα το φόβο μου; Θα τον νικήσω για να γευτώ τη χυμώδη σάρκα τους ή θα στρουθοκαμηλίσω και θα προτιμήσω για ακόμα μια φορά τα συμπαθητικά και άδολα νεκταρίνια; Και έτσι ξεπηδά το καλά κρυμμένο σε χειμερία νάρκη τραύμα μου.
Πρέπει να ήμουν οκτώ ή εννιά ή δέκα χρονών. Δεν έχει και τόση σημασία γιατί την ίδια ανάπτυξη είχα για όλη την τριετία. Όπως και για την επόμενη τριετία. Δηλαδή θα είχα ψηλώσει λίγο δε λέω, αλλά βυζί μια φορά δεν είχα. Βυζί και δημοτικό δεν πάνε μαζί θα μου πείτε. Ναι αλλά οι άλλες γιατί είχαν; Αβυσσαλέα ντεκολτέ στην πέμπτη δημοτικού εμένα με κάναν να φαίνομαι νηπιαγωγείο. Και αν ήσασταν μπροστά να βλέπατε πως έκαναν τα αγόρια-και δε με ένοιαζαν όλα τα αγόρια με ένοιαζε ο Ιάσονας- όταν ήρθε η Ερμιόνη, καινούρια σπαστική συμμαθήτρια με διόλου ευκαταφρόνητο προεφηβικό βυζί, θα καταλαβαίνατε τι πάει να πει διακαής πόθος. Για βυζί και για τον Ιάσονα.
Ένα πειραματικό απόγευμα, δεν ήξερα τι με περίμενε όταν πρόβαρα μόνη μου στο σπίτι εκείνο το καταπληκτικό κίτρινο-μουσταρδί deux pieces λινό συνολάκι. Σορτσάκι ψηλόμεσο και crop top μπλουζάκι με φαρδιά τιράντα. Kοινώς: ξώκοιλο. Το αγαπημένο μου. Κάτι του έλειπε όσο το κοίταζα. Στο νούμερό μου ήταν και είχα ήδη κάνει και τις πετυχημένες εμφανίσεις μου μ’αυτό, αλλά κάτι ακόμα του έλειπε για να αναδειχθεί. Βυζί! Δηλαδή πως θα ήταν αν είχα; Προβληματίστηκα. Δε χρειάστηκε να πάω μακριά. Στην κουζίνα βρήκα την πιο πετυχημένη προσομοίωση. Δύο φρέσκα ροδάκινα. Δε θυμάμαι αν είχα άλλες, λιγότερο υπερφίαλες, επιλογές φρούτων και τις αγνόησα, αλλά θυμάμαι ότι περήφανη για την ιδέα μου τοποθέτησα τα ροδάκινα με καμάρι μέσα από το μπλουζάκι και ξαφνικά όχι μόνο απέκτησα στήθος αλλά πρέπει να είχα φτάσει εν μία νυκτί στο 80C. Άρχισα να κάνω γύρες να εξοικειωθώ με την εικόνα μου. Στον καθρέφτη του μπάνιου ενθουσιάστηκα, στον καθρέφτη του σαλονιού σοκαρίστηκα και στον καθρέφτη του δωματίου σαν να μη μου ταίριαζε και τόσο τελικά. Υπερεκτιμημένο, κατέληξα. Θα περιμένω.
Έβγαλα τα ροδάκινα και τα άφησα στην ησυχία τους. Δεν είχα ζυγίσει όμως τις παρενέργειες αυτής της στιγμής απερισκεψίας και ανυπομονησίας μου. Επιτόπου ξεκίνησε μια ανεξήγητη φαγούρα, ένα αφόρητο μυρμήγκιασμα λες και τα φαινομενικά αθώα τριχίδια είχαν μετατραπεί σε λεπτές βελόνες που είχαν εισχωρήσει στο δέρμα μου. Σαν να είχα κυλιστεί σε λιβάδι με τσουκνίδες. Τα ροδάκινα αν με ρωτάτε, ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν. Βρήκαν ευκαιρία να ξεφορτωθούν ύπουλα και αποτελεσματικά το απωθητικό χνούδι τους και το φόρτωσαν σε μένα και στο στήθος που δεν είχα. Η φύση εκδικείται. Πήγα για μαλλί και βγήκα κουρεμένη.
Δεν κατάλαβα ποτέ το λόγο της σκληρότητας τους. Δεν ξέρω καν γιατί έχουν χνούδι στη φλούδα. Το μπλουζάκι παρά τα τόσα πλυσίματα δεν έδιωξε ποτέ από πάνω του την κατάρα. Η μητέρα μου αναρωτιόταν για χρόνια τι συνέβη μεταξύ μας και το έχω καταχωνιάσει στα άδυτα της ντουλάπας. Και εγώ, αντιπαθώ τα σουτιέν και τα καλοκαίρια στη θάλασσα προτιμώ τα αλατισμένα νεκταρίνια.