Στα τέσσερα βασικά σημεία της συμφωνίας της κυβέρνησης με τις ΗΠΑ για τον «εκσυγχρονισμό» της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας Ελλάδας – ΗΠΑ που επίκειται το προσεχές διάστημα στάθηκε σε συνέντευξή του στην Καθημερινή ο υπουργός Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, δίνοντας ένα σαφές παρασκήνιο των συζητήσεων που θα έχει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνάντηση που θα έχει με τον Ντόναλντ Τραμπ την Τρίτη.

«Τα τέσσερα βασικά σημεία είναι η χρήση του λιμανιού της Σούδας, η χρήση τμήματος του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης, η εγκατάσταση βάσης εκπαίδευσης ελικοπτέρων στην Κεντρική Ελλάδα και η χρήση από τις Ε.Δ. αμερικανικών UAV. Υπάρχουν και επιμέρους ζητήματα προς διευθέτηση, όπως η συνδρομή των ΗΠΑ στην αναβάθμιση υποδομών των Ε.Δ., π.χ. αεροδρομίων που είναι ακόμα προς διαπραγμάτευση» ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο υπουργός Άμυνας, υπογραμμίζοντας πως «η ενίσχυση των δεσμών σε επίπεδο στρατηγικής συνεργασίας ΗΠΑ και Ελλάδας ωφελεί κατά πολύ τη χώρα μας».

Ο Ν. Παναγιωτόπουλος γνωστοποίησε πως εντός του επόμενου μήνα θα βρεθεί στην Αθήνα και ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Τραμπ, Μάικ Πομπέο, καθώς και πως στο πλαίσιο της επίσκεψης θα υπογραφεί το κείμενο της τελικής συμφωνίας μεταξύ της χώρας μας και των ΗΠΑ.

«Eχει ξεκινήσει από το παρελθόν, έχει εξελιχθεί και κατά τη θητεία προηγουμένων κυβερνήσεων, όμως σήμερα βρίσκεται σε μια φάση που μπορεί να απογειωθεί. Η χώρα μας θα αποκτήσει πολλαπλά οφέλη στην ουσία διαχειριζόμενη κοινά συμφέροντα με τις ΗΠΑ. Αυτή τη στιγμή η συμφωνία είναι κοντά στην ολοκλήρωσή της, όσον αφορά το κείμενο που θα υπογραφεί από τις αντιπροσωπείες των δύο πλευρών, πριν από την επίσκεψη Πομπέο στην Αθήνα. Υπάρχουν αρκετά σημεία κυρίως νομικής φύσεως που θέλουν διευκρίνιση, αλλά βρισκόμαστε σε πολύ καλό σημείο και θεωρώ ότι θα καταλήξουμε σε τελική συμφωνία πολύ» ανέφερε ακόμη ο υπουργός, τονίζοντας την πρόθεση των ΗΠΑ να επενδύσουν στις υποδομές των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.

«Επομένως, η ειδοποιός διαφορά είναι ότι όποιος απειλήσει το συμφέρον της Ελλάδας, ταυτόχρονα θίγει και το συμφέρον των ΗΠΑ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αυτό είναι πολύ διαφορετικό από την αγορά ενός αμερικανικού οπλικού συστήματος μαζί με τις δομές υποστήριξής του. Εμβαθύνει τη σχέση και την εξελίσσει, έτσι ώστε η Ελλάδα να κερδίζει σε στρατηγικό επίπεδο. Θεωρώ ότι η επίσκεψη Πομπέο θα είναι μια πράξη επικύρωσης αυτής της στρατηγικής συμφωνίας, στην οποία το ΥΠΕΘΑ παίζει σημαίνοντα ρόλο» ανέφερε ακόμη.

Ακόμη, στην ίδια συνέντευξη, ο υπουργός στάθηκε στη σημασία της στρατιωτικής συνεργασίας της ελληνικής κυβέρνησης με αυτήν της Βόρειας Μακεδονίας και την πρόβλεψη της Συμφωνίας των Πρεσπών για επιτήρηση του εναέριου χώρου της γείτονος χώρας, με τον Ν. Παναγιωτόπουλο να τονίζει πως πρόκειται για θετική εξέλιξη «προς όφελος του εθνικού συμφέροντος», καθώς και πως «δεν είναι τόσο αρνητικό όσο τα βλαπτικά στοιχεία της συμφωνίας αυτής». Μάλιστα, δεν δίστασε να αποδεχθεί τα επιχειρήματα της προηγούμενης κυβέρνησης πως σε διαφορετική περίπτωση μπορεί να αναλάβει την επιτήρηση η Τουρκία ή και η Βουλγαρία.

Σε άλλο σημείο της συνέντευξης, ο Ν. Παναγιωτόπουλος αναφέρθηκε στην τουρκική δραστηριότητα από την Κύπρο έως το Καστελλόριζο, υποστηρίζοντας πως «βρισκόμαστε σε καθεστώς εγρήγορσης και μεριμνούμε για την ετοιμότητα των Ενόπλων Δυνάμεων στο σύνολό τους, έτσι ώστε να υπάρχει ισχυρό το αποτρεπτικό στοιχείο», χωρίζοντας την συμπεριφορά της Τουρκίας [σε δύο κατηγορίες».

«Από τη μια πλευρά υπάρχει η εμπρηστική και προκλητική ρητορική που εκφράζεται πλέον πολύ συχνά από υψηλότατους Τούρκους αξιωματούχους και από την άλλη πλευρά σε συγκεκριμένες δράσεις. Δράσεις, όπως η δραστηριότητα κυρίως τουρκικών πολεμικών σκαφών που συνοδεύουν τα πλοία τα οποία πραγματοποιούν έρευνες και εξορύξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, διερχόμενα, βεβαίως και από το Αιγαίο» ανέφερε συγκεκριμένα.

Ακόμη, για το ζήτημα της αύξησης της στρατιωτικής θητείας, ο υπουργός αναφέρθηκε στην «αναδιοργάνωση» και τον «εκσυγχρονισμό» της θητείας, αναφερόμενος σε σχεδιασμούς για «ποιοτικές παρεμβάσεις», όπως «η χορήγηση πιστοποιητικών, για τη χρήση υπολογιστή ή την εκμάθηση ξένης γλώσσας, ακόμη και οδήγησης οχημάτων για συγκεκριμένες ειδικότητες στρατευσίμων».