Σε μείζον πολιτικό ζήτημα – μεσω δημοψηφίσματος- επιθυμεί να αναδείξει ο ΣΥΡΙΖΑ το θέμα της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ που προωθείται με το σχετικό νομοθέτημα της κυβέρνησης. Αλλάζει  όμως έτσι συνολικά το πολιτικό κλίμα και τα δεδομένα της πολιτικής αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση.

Του Γεράσιμου Λιβιτσάνου

Επιλέγει -καθόλου τυχαία-  να αξιοποιήσει στην κατεύθυνση αυτή το άρθρο 44 παρ.2  του Συντάγματος και τις προβλέψεις του για εξαιρετικά “επείγουσες περιπτώσεις” όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το συνταγματικό κείμενο. Συγκεκριμένα – μέσω της συγκέντρωσης 120 υπογραφών από βουλευτές- ζητά την διενέργεια δημοψηφίσματος, μια κίνηση όμως που μπορεί να προκαλέσει ευρύτερες πολιτικές εξελίξεις εφόσον ευδοκιμήσει. 


Πρόκειται για έναν κοινοβουλευτικό ελιγμό γενικότερης πολιτικής σημασίας, γιατί καταρχήν προβλέπει μία πολιτική συσπείρωση ευρύτερη της κοινοβουλευτικής δύναμης της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Επίσης εάν και εφόσον συγκεντρωθούν οι 120 υπογραφές πρακτικά …βγαίνουμε από το καθεστώς των “θερινών τμημάτων” της Βουλής και επαναλειτουργεί η Ολομέλεια του Κοινοβουλίου. Δηλαδή δυσκολεύει το κυβερνητικό έργο αφού θα είναι λιγότερο ελεγχόμενη η εθνική αντιπροσωπεία. Στο Σύνταγμα καθίσταται σαφές ότι για τέτοια θέματα μπορεί να αποφαίνεται αποκλειστικά το σύνολο των βουλευτών. 

Οπως ορίζεται στο άρθρο 44 του Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να προκηρύξει δημοψήφισμα με δύο τρόπους:  Για θέμα ευρύτερης εθνικής σημασίας μετά από πρόταση της κυβέρνησης η οποία θα στηριχθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του “όλου αριθμού των βουλευτών”. Αν πρόκειται για  ψηφισμένο νομοσχέδιο (π.χ το νομοσχέδιο για την ΔΕΗ εφόσον ψηφιστεί) τότε απαιτείται η πρόταση για δημοψήφισμα  “των δυο πέμπτων του συνόλου” και η υπερψήφιση του αιτήματος από “τα τρία πέμπτα του συνόλου”. Δηλάδη να προτείνουν 120 βουλευτές και να στηρίξουν 180 βουλευτές. Το μόνο “παραθυράκι” διαφυγής για την εκάστοτε κυβέρνηση είναι ότι οι παραπάνω διατάξεις δεν μπορούν να αφορούν νομοσχέδια δημοσιονομικού χαρακτήρα…

Να σημειωσουμε επίσης ότι δεν είναι δυνατή η υποβολή περισσότερων από 2 προτάσεων για δημοψήφισμα σε μία κοινοβουλευτική σύνοδο.