Ειδικότερα, η κυβέρνηση θέτοντας ως πρόσχημα τις καθυστερήσεις λόγω της πανδημίας, δημιουργεί ένα γραφειοκρατικό κυκεώνα για τον πολίτη που θα θελήσει να επαναπροσδιορίσει την αίτησή του (ως οφειλέτης δανείου), ενώ στην περίπτωση που δεν το κάνει, η αίτηση θα διαγράφεται. Αυτή τη φορά όμως θεσμοθετούνται αλλαγές που θα επιβαρύνουν τον οφειλέτη οικονομικά και θα του στερούν το αναφαίρετο δικαίωμα μιας δικαστικής απόφασης και μάλιστα με αναδρομική ισχύ, όπως μεταδίδει η «Εφημερίδα των Συντακτών».

Στο ίδιο πλαίσιο, η όλη επικοινωνία (επιδόσεις και κοινοποιήσεις στον ενδιαφερόμενο) θα γίνεται πλέον μόνο μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με όποιους κινδύνους κρύβει αυτό για την ενημέρωση του ενδιαφερόμενου, θα ελαχιστοποιείται το χρονικό περιθώριο έφεσης, ενώ οι νέες κοστοβόρες διαδικασίες θα επιβαρύνουν μόνο τον ίδιο, λες και φταίει αυτός για την πανδημία.

Οι αιτήσεις θα υποβάλλονται εκ νέου μαζί με όλα τα στοιχεία σε ηλεκτρονική πλατφόρμα της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, με δήλωση συναίνεσης του οφειλέτη στην άρση του απορρήτου των τραπεζικών και φορολογικών του πληροφοριών, ενώ θα έχουν πλήρη πρόσβαση και οι πιστωτές χωρίς να απαιτείται συνδρομή της εισαγγελικής αρχής. Μέσα σε 15 ημέρες από την κατάθεση της δικογραφίας θα ορίζεται ειρηνοδίκης που θα δικάζει την υπόθεση χωρίς να εξετάζονται μάρτυρες και χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των συνηγόρων τους, ενώ δεν θα επιτρέπεται κανένα αίτημα αναβολής.

Σε ανακοίνωση της η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδας στέκεται στο προβληματικό νομοσχέδιο και συγκεκριμένα στο γεγονός ότι μειώνοντας οι δικαστικοί λειτουργοί, καθώς ενώ έχει αυξηθεί ο φόρτος εργασίας το νομοσχέδιο μειώνει τις θέσεις των αντεισαγγελέων εφετών για τις ανάγκες στελέχωσης νέων οργάνων.

Εξίσου προβληματικό είναι το άρθρο 65 του νομοσχεδίου, το οποίο προβλέπει την κατάργηση της εισαγγελίες Διαφθοράς, μεταφέροντας τις αρμοδιότητες στο νέο Τμήμα Οικονομικού Εγκλήματος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών. Το τμήμα θα αποτελείται από 4 εισαγγελείς και 4 αναπληρωτές με προϊστάμενο τον αρχαιότερο. Την επιλογή θα κάνει το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.

Με την Εισαγγελέα Διαφθοράς δεν αφήνουν «τη Δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της»

Έτσι, με πρόσχημα την καλύτερη στελέχωση της Εισαγγελίας, εκδιώκεται πριν από τη λήξη της θητείας της η Ελ. Τουλουπάκη, που δύο φορές με επιλογή του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου είχε οριστεί επικεφαλής και έχοντας αναλάβει την υπόθεση Novartis.

Με την Εισαγγελέα Διαφθοράς δεν αφήνουν «τη Δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της»

Ένα ακόμη σημείο του νομοσχεδίου είναι το άρθρο 40, για το οποίο η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων κάνει λόγο για «φωτογραφική διάταξη»:

«Με το άρθρο 40 εισάγεται μία φωτογραφική διάταξη που τροποποιεί τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και τέθηκε ώστε να πραγματοποιηθεί απόσπαση συγκεκριμένου εισαγγελικού λειτουργού στο εξωτερικό. Διατυπώσαμε άμεσα τις αντιρρήσεις μας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Επισημάναμε ότι τέτοιες αποσπασματικές διατάξεις αφενός αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα κακής νομοθέτησης που ακυρώνουν κάθε έννοια αξιοκρατίας ιδίως στον ευαίσθητο χώρο της Δικαιοσύνης και αφετέρου εμποδίζουν την προσπάθεια συνολικής και καθολικής ρύθμισης όλων των θεμάτων σε έναν νέο Κώδικα, για τον οποίο υπάρχει ήδη ολοκληρωμένο σχέδιο Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής».

Για το νομοσχέδιο τοποθετήθηκε και πλήθος φορέων με τον εκπρόσωπο του ΔΣΑ Βερβεσό να κάνει λόγο για αντισυνταγματικότητα και προβληματική τη διάταξη που θεωρεί ότι αν δεν γίνουν αυτές οι (νέες) εγγραφές και οι επαναπροσδιορισμοί στις πλατφόρμες θα θεωρείται ως μηδέποτε ασκηθείσα η αίτηση της άσκησης ένδικου βοηθήματος. Πολύ περισσότερο όταν η αίτηση θα απορρίπτεται αναδρομικά.«Αντιλαμβάνομαι την ανάγκη των τραπεζών και των fans να προχωρήσουν, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να κάνουμε κάποιες πρωταρχοποιήσεις σε αυτή την κοινωνία. Ολα πάνε πίσω, ασφαλιστικά, Δημόσιο, ΕΦΚΑ, ΕΝΦΙΑ και πάνε μπροστά μόνο οι τράπεζες, λες και το πρόβλημα που έχει σήμερα η ελληνική κοινωνία είναι να πληρωθούν οι τράπεζες».

Ο νομικός σύμβουλος της Ένωσης Καταναλωτών και Δανειοληπτών αναφέρθηκε στα ασφυκτικά χρονικά περιθώρια και την παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης, ειδικά όταν ο οφειλέτης που υπέβαλε την αίτηση δεν έχει καμία ευθύνη για τις καθυστερήσεις. «Λόγω έλλειψης δικαστών, λόγω έλλειψης υλικοτεχνικής υποδομής, αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να θεωρείται στρατηγικός κακοπληρωτής».

Διαβάστε όλες τις τοποθετήσεις στην «Εφημερίδα των Συντακτών»

Σημειώνεται ότι το νομοσχέδιο κατατίθεται και με το πρόσχημα ότι έχουν «βαλτώσει» κόκκινα δάνεια κοντά στα 6 δισ. ευρώ στον νόμο Κατσέλη, αναμένοντας δικάσιμο μέχρι και το 2032. Έτσι, με την επικύμμενη ψήφιση του στην ουσία πολλοί οφειλέτες οδηγούνται σε αρνησιδικία.

«Είμαστε σύμφωνοι με την ηλεκτρονική υποβολή της αίτησης και την ηλεκτρονική διασταύρωση στοιχείων. Θεωρούμε ότι είναι απαραίτητο για έναν δανειολήπτη, ο οποίος επικαλείται ή έχει αδυναμία να εξυπηρετήσει τις οφειλές του, να δώσει με πληρότητα και διαφάνεια όλα τα περιουσιακά του στοιχεία, για να μπορέσει, να πάρει και το δικαστήριο τη σωστή απόφαση», είπε η Πρόεδρος της Επιτροπής Διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων της ΕΕΤ σε προηγούμενες δηλώσεις του.

Τέλος, στο άρθρο 32 του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης «Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010 σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκης, τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων και άλλες διατάξεις» προβλέπει στην ουσία το αναδρομικό «πάγωμα» των ποινικών διώξεων για τα αδικήματα της φοροδιαφυγής και της λαθρεμπορίας μέχρι την οριστικοποίηση της διοικητικής πράξης επιβολής της κύρωσης ή μέχρι τη σχετική αμετάκλητη απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου.

Μιλώντας στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής ο εκπρόσωπος τύπου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, Χαράλαμπος Σεβαστίδης επισήμανε ότι χρειάζεται προσοχή καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος «όλα τα εγκλήματα που τελέστηκαν πριν την 1η Ιουλίου 2019 να οδηγηθούν σε παραγραφή». Για το λόγο αυτό προτείνει για τα εγκλήματα που έχουν τελεστεί πριν την 1η Ιουλίου 2019, η αναβολή αναστολή της ποινικής δίωξης, να είναι προαιρετική. Στην ουσία το Δικαστήριο να είναι αυτό που θα κρίνει εάν χρειάζεται ή όχι να ισχύσει αυτή η αναστολή.