Δημοσιεύτηκε στο eurozine και αναδημοσιεύεται με την άδεια του Μέσου

 

Πάντως, η ανάλυση αυτή μπορεί να επεκταθεί και στο ζήτημα των συνόρων Μεξικού-ΗΠΑ, στους πρόσφυγες του Μπαγκλαντές, στους εκτοπισθέντες στο εσωτερικό της Συρίας και τους Παλαιστίνιους και τα κατεχόμενα εδάφη. Στη σημερινή παγκόσμια τάξη των εθνών-κρατών, οι πρόσφυγες εξακολουθούν να αποτελούν ένα είδος αντεστραμμένου ειδώλου του πολίτη-φορέα δικαιωμάτων, παρά την επείγουσα ανάγκη για κατοχύρωση διεθνούς καθεστώτος προστασίας των προσφύγων εδώ και 70 χρόνια. Σε αρκετά κράτη-μέλη της ΕΕ παρατηρούμε τις τελευταίες εβδομάδες την αναζωπύρωση ενός περιοριστικού έθνους-κράτους, την αναστολή των διαδικασιών παροχής ασύλου και την έλλειψη ισχυρών μέτρων προστασίας των προσφύγων που διαμένουν σε δομές φιλοξενίας.

Ακόμη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η διαχείριση της παγκόσμιας αυτής απειλής γίνεται κατά βάση σε εθνικό επίπεδο, με το έθνος-κράτος και τον πολίτη να τοποθετούνται αποφασιστικά στο επίκεντρο της δράσης. Οι πρώτες εκκλήσεις της ιταλικής κυβέρνησης για βοήθεια σε μεγάλο βαθμό αγνοήθηκαν από άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, ενώ ισχυρά κράτη όπως η Γερμανία και η Γαλλία είχαν στραμμένη την προσοχή τους στα δικά τους εδάφη είτε με τη λήψη προληπτικών μέτρων κατά της μετάδοσης του ιού είτε με τον επαναπατρισμό των πολιτών τους, οι οποίοι παραθέριζαν σε τουριστικούς προορισμούς πραγματοποιώντας υψηλού κόστους αεροδιακομιδές. Η ΕΕ παρακολουθεί μάλλον άπραγη τα κράτη-μέλη να τρέχουν σε έναν αγώνα δρόμου προκειμένου να «εξομαλύνουν την επιδημική καμπύλη».

Μολονότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες συχνά κάνουν λόγο για εθνικές οικονομίες, εθνικά συστήματα υγείας και παιδείας, και παρά τον εθνικισμό της διχόνοιας που προωθούν επίδοξοι φασίστες όπως ο Τραμπ και ο Όρμπαν, η εθνική ρητορική στη διάρκεια της κρίσης από τη Μέρκελ και τον Μακρόν επικεντρώνεται στις έννοιες της μέριμνας, της πρόνοιας και της αλληλεγγύης. Οι ίδιοι απευθύνουν έκκληση προς τους πολίτες: «Μένουμε σπίτι για να προστατεύσουμε τις ευπαθείς ομάδες». Η έκκληση αυτή είναι σαφέστατα πολύ σημαντική, το ουσιαστικό ερώτημα όμως είναι ποιες είναι εκείνες οι ομάδες που χαρακτηρίζονται ευπαθείς σε ένα έθνος που έχει κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης; Με άλλα λόγια, ποιος σιωπηλά εξαιρείται με συνοπτικές διαδικασίες από το δίχτυ προστασίας και παύει να συγκαταλέγεται στις ευπαθείς ομάδες;

Οι πρόσφυγες αποτελούν ευπαθή πληθυσμιακή ομάδα και, ως εκ τούτου, εν μέσω κατάστασης έκτακτης ανάγκης στον τομέα της δημόσιας υγείας, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο, ιδίως λόγω της διαμονής τους σε καταυλισμούς ανά τον κόσμο. Ωστόσο, στην ΕΕ περιπλέκονται δύο διαφορετικές πολιτικές στη διαχείριση κρίσεων και άρα προστίθενται δύο επιπλέον συντελεστές στην εξίσωση. Το αφήγημα περί «ευρωπαϊκής προσφυγικής κρίσης» εμφανίστηκε το 2015 όταν, σε διάστημα ενός έτους, εισήλθαν στην ΕΕ μέσω της Ελλάδας και της Ιταλίας 2 εκατομμύρια αιτούντες άσυλο. Μπορεί ο συνολικός αριθμός των μεταναστευτικών εισροών να ήταν σχετικά χαμηλός σε σχέση με τους αριθμούς που καταγράφηκαν στην Τουρκία, την Ιορδανία ή τον Λίβανο, η ρητορική όμως περί κρίσης χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα και τροφοδοτήθηκε και από την αυξανόμενη πόλωση μεταξύ των διαφόρων κρατών-μελών. Σύντομα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έθεσε σε ισχύ νέα μέτρα που άνοιξαν τον δρόμο για πιο έντονη στρατιωτικοποίηση των ελέγχων στα νότια σύνορα της ΕΕ. Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Σχεδίου Δράσης για τη Μετανάστευση που παρουσίασε η Επιτροπή το 2015, έγινε εισήγηση της προσέγγισης που βασίζεται σε «κέντρα φιλοξενίας» (hotspot), η οποία παρέχει τη δυνατότητα σε οργανισμούς της ΕΕ όπως η FRONTEX και η EASO (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο) να λαμβάνουν πρωτοβουλίες και να παρεμβαίνουν στην εθνική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών από τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Η προσέγγιση αυτή έχει εφαρμοστεί προς το παρόν στην Ιταλία και την Ελλάδα, με στόχο την καταγραφή των δακτυλικών αποτυπωμάτων, την ταυτοποίηση και την καταχώριση στα λεγόμενα hotspot. Αν και εξωτερικά μοιάζουν να είναι διαδικασίες καθαρά γραφειοκρατικού χαρακτήρα, στην πραγματικότητα αξιοποιούν έναν μηχανισμό βιοπολιτικού φιλτραρίσματος βασισμένο στην εθνικότητα, ο οποίος καθορίζει ποιος θα έχει το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση παροχής ασύλου και ποιος θα παραμεριστεί ως ανάξιος λόγου μετανάστης. Η προεπιλογή αυτή είναι βασισμένη σε συλλογικά και όχι ατομικά κριτήρια, και για τον λόγο αυτό αποτελεί παραβίαση της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, καθώς και της δέσμευσης συμμόρφωσης της ΕΕ προς αυτή. Παράλληλα, αν και έχει προκαθορίσει το μέλλον χιλιάδων αιτούντων άσυλο, η προσέγγιση hotspot, εφαρμοζόμενη ως προσωρινό μέτρο έκτακτης ανάγκης, δεν διέπεται από κάποιο γενικό νομικό πλαίσιο. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι οι προσπάθειες της ΕΕ να αποτρέψει την παράτυπη είσοδο μεταναστών από τα σύνορά της κατευθύνονται προς μία γκρίζα ζώνη, εκτός του πλαισίου νομιμότητας, με αποτέλεσμα τη συστηματική παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την αθέτηση των υποχρεώσεών της για την προστασία των προσφύγων. Η μετάβαση αυτή ξεκίνησε ήδη με την εφαρμογή των πρώτων μέτρων, ενώ κατέστη πιο έντονη και παγιώθηκε στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου περί προσφυγικής κρίσης.

Πάντως, προτού ακόμη ληφθούν αυστηρά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας, το παραπάνω ζήτημα απασχολούσε σημαντικά τους Ευρωπαίους πολίτες. Όταν την 1η Μαρτίου η Τουρκία άνοιξε τα σύνορα προς την Ελλάδα, ένα δεύτερο «κύμα προσφυγικής κρίσης» που επρόκειτο να κατακλύσει τα ελληνοτουρκικά σύνορα, αποτέλεσε ανησυχία μεγαλύτερη από τη μετάδοση του COVID-19. Υπό τον φόβο μίας ακόμη «κρίσης», όπως αυτή που σενάρια προέβλεπαν ότι θα επερχόταν από την έλευση μεγάλου αριθμού προσφύγων το 2015, η ΕΕ υποστήριξε απόλυτα την στρατιωτική επέμβαση εκ μέρους της Ελλάδας. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, σε επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Ελλάδα ευχαρίστησε την κυβέρνηση χαρακτηρίζοντάς την ασπίδα της Ευρώπης, που προστατεύει τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ από τις μεταναστευτικές ροές. Λίγες μέρες αργότερα, ένα – ένα τα κράτη-μέλη της ΕΕ ξεκινούν την εφαρμογή μέτρων για την πρόληψη της μετάδοσης του κορωνοϊού με την επαναφορά ελέγχων στα εθνικά σύνορα και την επιβολή περιορισμών στους ταξιδιώτες. Σε μία ραγδαία αλλαγή του σκηνικού τα κράτη κατέφυγαν στη λήψη πρωτοφανών μέτρων έκτακτης ανάγκης – σημειωτέον ότι τα μέτρα αυτά προσομοιάζουν με όσα ως τότε αφορούσαν τους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο που διαμένουν σε προσφυγικές δομές: περιορισμοί στη μετακίνηση, διανομή τροφίμων με δελτίο και διαλογή, καθεστώς καραντίνας, απομόνωση σε συγκεκριμένο χώρο. Μέσα σε λίγες μέρες και εντελώς αιφνιδιαστικά οι Ευρωπαίοι πολίτες πήραν μια μικρή γεύση τού τί σημαίνει να φοβάται κανείς για την ελευθερία του, την υγειονομική περίθαλψη και την ασφάλειά του, για την εκπαίδευση, το φαγητό και, ναι,  ακόμη και για το σαπούνι και το χαρτί υγείας. Βασικά δικαιώματα των Ευρωπαίων πολιτών έχουν ανασταλεί λόγω των μέτρων αυτών.

Το ερώτημα ζωτικής σημασίας για χιλιάδες ανθρώπους που είναι παγιδευμένοι σε προσφυγικές δομές στην Ευρώπη είναι τι επιπτώσεις θα έχει η αλλαγή αυτή για τους πρόσφυγες. Από τη στιγμή που τα δημοκρατικά κεκτημένα έχουν περιοριστεί ακόμη και για τους πολίτες, ποια θα είναι η επόμενη μέρα για τους πρόσφυγες; Εν μέσω κατάστασης έκτακτης ανάγκης ποιος θα προστατεύσει τις ευάλωτες αυτές ομάδες που ήδη στερούνται δικαιωμάτων;

 

Η παρούσα σειρά εργασιών ερευνά τα ερωτήματα αυτά για δύο σημαντικούς λόγους. Κατά πρώτον, θεωρητικοί της πολιτικής επιστήμης με τους οποίους συντασσόμαστε, στρέφουν την προσοχή στον βαθμό μέριμνας που λαμβάνεται για τα πρόσωπα που θεωρούνται από την κοινωνία και τους φορείς άσκησης πολιτικής εξουσίας ως οι περιθωριοποιημένοι και χωρίς δικαιώματα «άλλοι» ή «ξένοι». Οι ίδιοι τονίζουν ότι από το σημείο αυτό πρέπει να ξεκινά κάθε προβληματισμός που αφορά τη σημερινή κατάσταση. Επιπλέον, από τη μεριά μας ως μελετητές που ασχολούνται με τη μετανάστευση και τις προσφυγικές δομές, ανησυχούμε έντονα αντικρίζοντας τους πρόσφυγες που βρίσκονται σε συνωστισμένα κέντρα υποδοχής στην Ελλάδα, την Ιταλία και αλλού.

Στο πλαίσιο της συγκριτικής μας μελέτης σχετικά με τη σημασία των υποδομών στη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών[1], επισκεφτήκαμε το καλοκαίρι του 2019 τις εγκαταστάσεις των κέντρων υποδοχής και ταυτοποίησης σε Ελλάδα και Ιταλία. Η μάλλον αναμενόμενη αρχική παρατήρησή μας αφορά τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούν στις ελληνικές εγκαταστάσεις, γεγονός στο οποίο έχουν ήδη αναφερθεί πολλοί δημοσιογράφοι, μελετητές και ΜΚΟ. Η έρευνα που διεξήγαμε  επιβεβαιώνει απλώς μια πραγματικότητα που ισχύει τα τελευταία τέσσερα χρόνια και συμπυκνώνεται στις καταστροφικές συνέπειες που έχει η έλλειψη βασικών υποδομών. Ολοκληρώνοντας την επίσκεψή μας στα κέντρα φιλοξενίας, δεν θέλαμε να πιστέψουμε στην κατάσταση που αντικρίσαμε και νιώσαμε ντροπή και θυμό. Η εικόνα των καταυλισμών φέρνει στο μυαλό δυσβάσταχτες ιστορικές μνήμες: εγκαταστάσεις περικυκλωμένες με συρματόπλεγμα· και στο εσωτερικό τους πρόσφυγες που διέφυγαν από πόλεμο, φτώχεια και καταστροφή – καταστροφή από την οποία επωφελήθηκαν ή στην οποία συνέβαλαν χώρες της Ευρώπης. Οι συνωστισμένοι καταυλισμοί στη Λέσβο και τη Σάμο εκτείνονται πέρα από τις αρχικές εγκαταστάσεις και μοιάζουν μάλλον με άτυπους προσφυγικούς συνοικισμούς. Από την άλλη, οι δομές των κέντρων υποδοχής στη Χίο, τη Λέρο και την Κω μπορεί να είναι πιο περιορισμένες σε έκταση, και εκεί όμως οι συνθήκες δεν είναι καλύτερες: ελλιπής πρόσβαση σε νερό, φαγητό, στέγη  και ιατρική περίθαλψη σε συνδυασμό με ανεπαρκείς εγκαταστάσεις υγιεινής αποτελούν την κανονικοποιημένη πραγματικότητα στις δομές αυτές, ομοίως και στα κέντρα πρώτης υποδοχής και φιλοξενίας στην Ιταλία, όπου η ατομική ασφάλεια και ιδιωτικότητα είναι ανύπαρκτες.

Πριν ακόμη ξεσπάσει η πανδημία, τόσο η Ύπατη Αρµοστεία των Ηνωµένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) όσο και γιατροί είχαν προειδοποιήσει ότι οι καταυλισμοί αυτοί πρέπει να κλείσουν διότι αποτελούν εν δυνάμει χώρους ανάπτυξης ασθενειών. Ο κορωνοϊός ουσιαστικά αυξάνει τους υγειονομικούς κινδύνους που απειλούν ήδη τους προσφυγικούς καταυλισμούς, οι βασικότερες δε ιατρικές συστάσεις για την πρόληψη μετάδοσης του ιού (δηλαδή αποφυγή συγχρωτισμού και συχνό πλύσιμο χεριών) είναι αδύνατον να τηρηθούν στις εγκαταστάσεις αυτές.

Τις τελευταίες μέρες, έχουν ενταθεί οι εκκλήσεις πολλών ΜΚΟ και πολιτικών παραγόντων για εκκένωση των προσφυγικών δομών. Παρόμοιες εκκλήσεις αναπαράγονται και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Μεγάλη υποστήριξη εισπράττουν εκστρατείες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως η διαδικτυακή διαμαρτυρία της 29ης Μαρτίου με την πρωτοβουλία #LeaveNoOnebehind («Δεν αφήνουμε κανέναν πίσω»). Η Πορτογαλία, σε μια κίνηση πρωτοφανή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, με πολλές χώρες να παγώνουν τις διαδικασίες παροχής ασύλου, εξήγγειλε στις 28 Μαρτίου ότι το σύνολο των προσώπων (πολιτών και μη) που διαμένουν στη χώρα έχει δικαίωμα πρόσβασης στην παροχή δημόσιων υπηρεσιών υγείας.

Τα κινήματα και οι δράσεις για αλληλεγγύη και ίση μεταχείριση αποτελούν σημαντικές παρεμβάσεις διότι θέτουν υπό αμφισβήτηση αφενός το σύστημα που διαχωρίζει τον πρόσφυγα από τον πολίτη και αφετέρου τα όρια της προστασίας που προβλέπεται για τον καθένα. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει παραμείνει αμέτοχη ακόμη και μετά τις εκκλήσεις αυτές και έχει αποτύχει να αντιμετωπίσει το ζήτημα και να αναλάβει δράση. Πρέπει να τονιστεί ότι η συνειδητή αυτή απόφαση παραμέλησης των προσφύγων εν μέσω πανδημίας όχι μόνο ακυρώνει καθαυτή την έννοια της ευπαθούς ομάδας, αλλά επιπλέον προδιαγράφει και την απώλεια ανθρώπινων ζωών.

 

Η Bilgin Ayata είναι Καθηγήτρια Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας και διευθύνει το ερευνητικό πρόγραμμα με τίτλο: «“Infrastructure Space and the Future of Migration Management: The Case of the EU Hotspots in the Mediterranean Borderscape”.».

 

[1]            Το ερευνητικό πρόγραμμα ασχολείται με την εφαρμογή της προσέγγισης hotspot στην Ελλάδα και την Ιταλία και εξετάζει τις επιπτώσεις της στην Τυνησία, τη Λιβύη και την Τουρκία (https://soziologie.philhist.unibas.ch/de/forschung/forschungsprojekte/the-power-of-infrastructure/). Η διεπιστημονική ερευνητική ομάδα αποτελείται από κοινωνικούς επιστήμονες και αρχιτέκτονες. Το πρόγραμμα χρηματοδοτείται από το Ελβετικό Δίκτυο Διεθνών Μελετών (Swiss Network for International Studies).